Θεατής: Η Μαζώχτρα στο θέατρο 104
Εντυπώσεις από το έργο του Αργύρη Εφταλιώτη, που παρουσιάζεται, σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, έως και την Κυριακή, 8 Ιανουαρίου στο Θέατρο 104.
Το έργο
Επιλεγμένο κείμενο από τη συλλογή διηγημάτων του Εφταλιώτη «Η Μαζώχτρα και άλλες ιστορίες» (1920). Ο συγγραφέας εμπνέεται από τις επαναστάσεις των Κρητικών κατά την τουρκική κατοχή του 19ου αιώνα. Με αφετηρία έναν ανεκπλήρωτο έρωτα στήνει μια κοινωνία χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα. Σε ένα χωριό της ορεινής Κρήτης, τη φανταστική Παραμυθιά, βρίσκεται ένα αρχοντόπουλο, ο Πανάγος. Εκεί ζει δουλεύοντας στα ξένα κτήματα και η φτωχή, πανέμορφη Ασήμω.
Οι δυο νέοι ερωτεύονται και ανταλλάσουν όρκους αιώνιας αγάπης. Σε ένα αρχοντόπουλο όμως δεν αρμόζει από τις κοινωνικές συμβάσεις να παντρευτεί μια μαζώχτρα και έτσι ο Πανάγος αθετεί τον λόγο του. Η προδομένη Ασήμω αντιμετωπίζει τη χλεύη του πλήθους και απελπισμένη σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Αποφασίζει όμως τελικά να πάρει εκδίκηση, λέγοντας ένα ψέμα, που -καθώς διαδίδεται ως φήμη- θα φέρει την απανωτή συμφορά. Οικογένειες ολόκληρες ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους αρχίζουν να ξεκληρίζονται.
Η παράσταση
Πολλά και πρωτότυπα μπορεί να διακρίνει κανείς μέσα σε αυτήν την καλοπροαίρετη δουλειά. Το πρωταρχικό αφορά στη σκηνοθεσία του Παπακωνσταντίνου που ακολουθώντας τακτική παρόμοια με τους «Χαλασοχώρηδες» του Παπαδιαμάντη στέκεται απέναντι στο λογοτέχνημα με ευθεία ματιά, παρουσιάζοντάς το χωρίς διασκευή, αφήνοντας ακόμα και τη γλώσσα του τότε να ηχήσει παράξενα και ασυνήθιστα στο σήμερα.
Τρεις ηθοποιοί αναλαμβάνουν όλους τους ρόλους με ευλυγισία προσαρμογής στον καθένα από αυτούς και όλοι μαζί και έναν ακόμη, αυτόν του αφηγητή. Η αφήγηση δεν παρακάμπτεται, γίνεται με ταχύτητα μέρος της δράσης συμπληρώνοντάς τη, δε διακόπτει τη δραματοποίηση, αλλά με μαεστρία μετατρέπεται σε κομμάτι ρόλου σε εξέλιξη. Ωστόσο, αυτή η έντεχνη μεν εναλλαγή αφήγησης-διαλόγων, ενδεχομένως σε σημεία της να κουράζει, αφού αντίθετα με τον γραπτό λόγο, η συνεχής και γοργή ροή των γεγονότων, κάποιες φορές μένει ανεπεξέργαστη, δυσκολεύει τον θεατή να εστιάσει, να προλάβει την εξέλιξη, να διακρίνει κέντρο βάρους.
Οι τρεις ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί (Θοδωρής Θεοδωρίδης, Νάντια Δαλκυριάδου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός) είναι πράγματι παθιασμένοι με το εγχείρημα που ανέλαβαν. Αεικίνητοι και ακούραστοι, με προσπάθεια έκδηλη να αποδώσουν την ποικιλία, τους άντρες και τις γυναίκες, τους Έλληνες και τους Τούρκους, τους ανθρώπους ως και τα ζώα. Οι ίδιοι αφηγούνται, κάνουν πρόζα, τραγουδούν, χορεύουν, κινούνται στο χιούμορ και στο δράμα, στον σαρκασμό και την απόγνωση σε ένα σκηνικό που είναι μόνο το πάτωμα, οι τοίχοι που γίνονται πλατείες, εκκλησίες και χωράφια, με τα απλά κοστούμια να μετατρέπονται στη στιγμή σε ρούχα αντρικά, γυναικεία, της δουλειάς, σε ράσα και σε φέσια. Ένας αθώος -ίσως και υπέρμετρος- ενθουσιασμός στο να τα καταφέρουν όλα αυτά, μια διαφαινόμενη αγωνία να ανταποκριθούν στα δύσκολα, οδηγούν σε κάποιες στιγμές μεγάλης βοής, ακουστικής και κινητικής έντασης. Αν και το όλο εγχείρημα δικαιώνεται στο συνολικό αποτέλεσμα, εφόσον εξ αρχής διακρίνει κανείς μια στάση γενικής λιτότητας τόσο ως προς τη σκηνική απεικόνιση της νουβέλας, όσο και ως προς τα εκφραστικά της μέσα (ελάχιστοι ηθοποιοί, δείγμα σκηνικού), την ξεκάθαρη και καθόλα έντιμη στάση της μη επεξεργασίας του αυθεντικού κειμένου που αναδεικνύεται και δεν εξαφανίζεται, η αντίστοιχη χρήση μέτρου στην κινησιολογία, στη σκηνική ένταση, σε συνδυασμό με την πιο ευσύνοπτη διάρκεια (έστω με ένα μικρό διάλειμμα), με τα αρκούντως θεατρολογικά στοιχεία, με λιγότερες ιδέες που επαναλαμβάνονται (π.χ. εκείνη της αναπαράστασης των φονικών αρκούσε άπαξ), θα ήταν περισσότερο ενδεδειγμένη κάνοντας συνάμα το όλο θέαμα πιο ξεκούραστο.
Το σύνολο
Ευρηματική και προσεγμένη δουλειά που με γοργούς ρυθμούς αναπλάθει επιδέξια μια άλλη εποχή, αποτελώντας ταυτόχρονα έντιμο παράδειγμα μεταφοράς λογοτεχνήματος στο σανίδι και μάλιστα στην αυθεντική του χροιά.