Ο παλιός χρόνος έχει πρόσωπο. Και ειδικά στο ελληνικό θέατρο έχει πολλά περισσότερα από ένα. Πρόσωπα ηθοποιών που έδωσαν νέα πνοή σε κλασικούς ρόλους ή ξεσκόνισαν κάποιους παραγκωνισμένους, που παρέσυραν παραστάσεις στη δίνη της ερμηνείας τους, που συνέντησαν καινούργια έργα· ηθοποιοί όλων των γενεών, κάποιοι με πληθωρικό παρελθόν και όλοι με τη βεβαιότητα πως θα μας απασχολήσουν ξανά στο μέλλον.
Λάζαρος Γεωργακόπουλος, στον «Οιδίνου» και στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»
Γνήσιος θιασώτης των «δύσπεπτων» δραματουργιών ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος έδωσε δύο εκδοχές του υποκριτικού ταλέντου σε ισάριθμα έργα που, εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν να αποκλίνουν μα και τα δύο καταβυθίζονται στις ανθρώπινες υπαρξιακές αγωνίες. Από τη μια, θυελλώδης, ασκώντας τις υψηλές ερμηνευτικές θερμοκρασίες στη δαιδαλώδη τραγωδία του Θανάση Τριαρίδη «Οιδίνους» κι από την άλλη εσωτερικός, εκφραστικός κι απελπισμένος γι’ αυτό που ποτέ δεν έρχεται ως Εστραγκόν στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ. Κεφάλαιο για κάθε θίασο που τον διαθέτει.
Στεφανία Γουλιώτη στο «Θεό της Σφαγής»
Μέσα σε μια απόλυτα καλοκουρδισμένη ομάδα – που έχει οργανώσει την σκηνική συμπεριφορά της στην εντέλεια – διακρίνεται η Στεφανία Γουλιώτη. Επεκτείνοντας τη δραστηριότητα της σ’ ένα είδος θεάτρου συγγενικό στο αστικό δράμα, σωματοποιεί με εμβρίθεια τις νευρώσεις της αστικής τάξης της Δύσης, ισορροπώντας πότε πάνω στις ράγες της κωμωδίας και πότε πάνω σε αυτές του δράματος. Χάρμα οφθαλμών.
Δημήτρης Λιγνάδης στο «Ριχάρδο Γ΄»
Για τρεις ώρες, ο Δημήτρης Λιγνάδης σκιαγραφούσε κάθε πτυχή του αιμοσταγούς και εκδικητικού βασιλιά που έμεινε στην ιστορία περισσότερο σαν σαιξπηρικός ήρωας παρά σαν ιστορικό πρόσωπο. Το πορτρέτο του «κουτσουρεμένου» Δούκα του Γκλόστερ που αναρριχήθηκε στο θρόνο της Αγγλίας αφήνοντας πίσω του νεκρούς αντίζηλους της εξουσίας, μέχρι την προσωπική του πτώση και καταστροφή δόθηκε πλήρες από τον Λιγνάδη που έπαιξε με τα υλικά της νοσηρής φύσης του ήρωα μα και της γοητείας που εκπέμπει η ακρότητα και το βάθος της κακίας του.
Χρήστος Λούλης στην «Οπερα της Πεντάρας»
Ηθοποιός που κατάφερε να κερδίσει ακόμα και το στοίχημα του μουσικού θεάτρου – και δη της μεγαλύτερης πρόκλησης στο θέατρο του Μπρεχτ. Ως αδίστακτος Μακχήθ, ο Χρήστος Λούλης ανάδειξε όλες τις αρετές της σκηνικής του περσόνας – από την φωνή και την κίνηση, στην πλαστικότητα και την ελαφράδα με στιβαρό πάτημα – και διακρίθηκε ως το δυναμικότερο χαρτί ενός δύσκολου εγχειρήματος.
Λένα Κιτσοπούλου στη «Λυσιστράτη»
Η τακτική της Λένας Κιτσοπούλου να δουλεύει πάνω σε μικρούς ρόλους – περάσματα μέσα στις παραστάσεις που η ίδια σκηνοθετεί φαίνεται πως μας έχει στερήσει από μια πηγαία υποκριτική προσωπικότητα. Ευτυχώς, η σκέψη του Μιχαήλ Μαρμαρινού να της αναθέσει τον κορυφαίο ρόλο του αριστοφανικού κόσμου, αποδείχθηκε ευφυής. Συγκεράζοντας τον τρόπο που ο καθένας τους ερμηνεύει τα πράγματα στο θέατρο, κατέληξαν σε μια Λυσιστράτη, αυθεντική, τσαμπουκαλού, αυτοσαρκαστική, σε αυτοσχεδιαστικό οίστρο, κεφάλαιο για την καλοκαιρινή παραγωγή του Εθνικού.
Αμαλία Μουτούση στο «Κουκλόσπιτο»
Συχνά συναντάμε ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου σε καλές ερμηνείες, σπάνια ωστόσο οι ηθοποιοί αυτοί μεταφέρουν την ψυχή του ρόλου σε σημείο ταύτισης. Η Αμαλία Μουτούση είναι μια τέτοια περίπτωση – τουλάχιστον στη συνάντηση της με την εμβληματική Νόρα του Ιψεν. Διανύει, έχοντας την σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια, εγκιβωτίζοντας στοιχεία ποίησης και νατουραλισμού, τη διαδρομή της ηρωίδας της, από τη φάση της παιδικής αθωότητας ως την πτώση της ωριμότητας, της συνειδητότητας και την υπέρβαση της φυγής. Μια κορυφαία στιγμή για την ίδια αλλά και για την απόδοση της Νόρα συνολικότερα.
Μαρία Ναυπλιώτου στην «Αννα Καρένινα»
Σ’ ένα έργο που είθισται να αναπαρίσταται μέσα από μεγάλες και χορταστικές παραγωγές – και να είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που προκρίνονται – η Μαρία Ναυπλιώτου πέτυχε να επιβληθεί της συνθήκης. Πέτυχε δηλαδή να ερμηνεύσει την ηρωίδα του Τολστόϊ με την αισθαντικότητα, το υπαρξιακό βάθος, την εσωτερικότητα και τα δραματικά ξεσπάσματα που απαιτεί και να οδηγήσει την παράσταση να περιστραφεί γύρω από αυτήν κι όχι το αντίστροφο.
Ιωάννα Παππά στη «Μιράντα» και στις «Τρεις αδελφές»
Είναι καταφανές πως η Ιωάννα Παππά έχει περάσει στην επόμενη φάση της υποκριτικής της διαδρομής, ώστε να αγγίζει τον πυρήνα των ρόλων που αναλαμβάνει αντιπαραθέτοντας στο κοριτσίστικο τσαρμ της, την εγκεφαλικότητα και την συγκρότηση μιας ολοκληρωμένης πρωταγωνίστριας. Με διαφορετικό τρόπο αλλά κατακτώντας τον ίδιο στόχο, προσέγγισε την σαιξπηρική «Μιράντα» και την τσεχωφική Μάσα. Λυρισμός από τη μια, ρεαλισμός από την άλλη, δύο όψεις που η Ιωάννα Παππά υπηρέτησε με απόλυτη αφοσίωση.
Βασίλης Παπαβασιλείου στο «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις κι ένα τραγούδι»
Δεν είναι εύκολο να διαχωρίσει κανείς το Βασίλη Παπαβασιλείου από το θέατρο στο οποίο εντάσσει τον εαυτό του, τον κόσμο της ανελέητης μα ευγενούς σάτιρας την οποία με μοναδικό τρόπο έχει αναδείξει και σε υφολογική ποιότητα ερμηνείας. Δίνει μέγεθος ρεσιτάλ σε κάθε του εμφάνιση – που ευτυχώς πυκνώνουν τελευταία – φέτος ως υπόνοια του Αλέξη Μινωτή στο «Relax Mynotis» και πέρυσι στον πυρετικό μονόλογο ενός, ασθενούς από απελπισία, νεοέλληνα με τίτλο «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή θα πεις κι ένα τραγούδι».
Γιάννος Περλέγκας στον «Αδαή και παράφρων»
Παρότι σκηνοθέτησε την πολυσύνθετη τραγικομωδία του Τόμας Μπέρνχαρντ δεν δίστασε να αναλάβει και την ευθύνη ενός πυρετικού ρόλου εντός της. Ο Ιατροδικαστής του Γιάννου Περλέγκα συνιστά μιαν υπέρβαση και μόνο για την πυκνότητα του λόγου και της πληροφορίας που προϋποθέτει. Από εκεί και πέρα, ο κατασκεύασε ένα έξοχο γκροτέσκο πορτρέτο του δόκτωρα για να αποτυπώσει εν κατακλείδι ιδανικά το υπαρξιακό άγχος του ανθρώπου.
Εύη Σαουλίδου στην «Τέφρα και σκιά»
Η απόδειξη ότι η ερμηνεία ενός ηθοποιού μπορεί να καθηλώσει ακόμα κι όταν αυτός – τι ειρωνεία – είναι επίσης καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα. Η Εύη Σαουλίδου ανακάλυψε όλο το νόημα του πιντερικού θεάτρου σε όσα δεν λέγονται, στα κενά του διαλόγου, στις παύσεις, στις λεπτές εκφράσεις που γεννούν οι αναμνήσεις και τα βιώματα της ηρωίδας της. Φωτίζοντας μέσα από τον μικρόκοσμο ενός προσώπου τους βίαιους, συλλογικούς μας εφιάλτες.
Μιχάλης Σαράντης στους «Ορνιθες»
Η εξαντλητική του άσκηση στο φορμαλισμό (μετά από τις διαδοχικές συνεργασίες του με τον Δημήτρη Καραντζά) και η συναισθηματική του εγρήγορση μέσα στο θέατρο του Νίκου Καραθάνου φτιάχνουν το υβρίδιο στο οποίο ερμηνευτικά έχει εξελιχθεί ο Μιχάλης Σαράντης. Πειθαρχημένος, ακριβής και συνάμα εκφραστικός και λειτουργός του θυμικού του απογείωσε τον Τρυποκάρυδο του Αριστοφάνη, ξεχωρίζοντας σ’ ένα σύνολο άξιων πρωταγωνιστών.
Αρης Σερβετάλης στους «Ορνιθες»
Μπορεί να έχει κάνει από καιρό το ντεμπούτο του στον Αριστοφάνη αλλά αυτή ήταν η στιγμή που φώτισε με τον πιο υγιή τρόπο το ταλέντο του στην κωμωδία. Ο Αρης Σερβετάλης, υπό την καθοδήγηση του Νίκου Καραθάνου, διέτρεξε πολλές αναφορές που έχουμε για το είδος: Έγινε μελαγχολικός Σαρλό, διασκεδαστικός γκαφατζής του βωβού κινηματογράφου, πήρε ενέργεια από το μπεκετικό σύμπαν όσο και την αμερικανική φάρσα για να δομήσει έναν Ευελπίδη που για όλα απορεί και για λίγα νοιάζεται.
Τάκης Σπυριδάκης, στον «Αγριο σπόρο»
Τη μανιέρα της αυθεντικότητας λίγοι ηθοποιοί διαχειρίζονται τόσο πειστικά όσο ο Τάκης Σπυριδάκης. Κι αυτή την εφαρμόζει τέλεια, με μέτρο και σωματική ευγλωττία, πάνω στο ρόλο του Σταύρου, ενός αρχικά ανυπάκουου και τελικά ματαιωμένου νεοέλληνα που το κράτος αντιμετωπίζει ως εχθρό, ανάγοντας τον ήρωα του σε αντιήρωα και σύμβολο των σύγχρονων ελληνικών ηθών. Στο τέλος είναι στο πρόσωπο του Σπυριδάκη που καθρεφτίζεται τόσο το έργο του Γιάννη Τσίρου όσο και σύνολη η παράσταση.
Χάρης Φραγκούλης στα «Παιδιά του ήλιου»
Ενταγμένος σ’ ένα οικείο περιβάλλον που είναι γι’ αυτόν οι σκηνοθετικοί κόσμοι του Νίκου Μαστοράκη, ο Χάρης Φραγκούλης διέπρεψε υποδυόμενος έναν επιστήμονα – απομεινάρι της παλαιάς Ρωσίας. Διατύπωσε τις ιδέες και τις αγωνίες του Πάβελ Φιοντόροβιτς στο μετα-τσεχωφικό δράμα του Γκόρκι με τη λοξή φυσικότητα που συνήθως διαπνέει τις ερμηνείες του, εδώ εμποτισμένη από μια διακριτική μελαγχολία.
Νίκος Χατζόπουλος στο «Θεατροποιό»
Τα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να εξωθούν τους ερμηνευτές τους στα άκρα, σ’ ένα ρυθμό εμπύρετο και φρενήρη που λίγες δραματουργίες, εξ ορισμού, εξασφαλίζουν. Ο Νίκος Χατζόπουλος δεν προσφέρει τίποτα λιγότερο από αυτό που ζητάει ο συγγραφέας∙ σ’ ένα μαραθώνιο λόγου που συνοδεύεται και από σωματική ενάργεια, μεγεθύνει με τρόπο κωμικό όσο και συγκινητικό όλες τις πιθανές νευρώσεις που κουβαλάει ο δημιουργός της τέχνης του θεάτρου.