Στην κουζίνα του συγγραφέα: Κώστας Ακρίβος
Ποια είναι η βασική αφορμή για να γραφτεί κάθε βιβλίο; Πόσο συνομιλεί το κάθε νέο βιβλίο με ό,τι αναζητά σε όλα τα έργα του ο κάθε συγγραφέας; Υπάρχει ενιαία αναζήτηση, διαρκή ερωτήματα στο συνολικό έργο κάθε λογοτέχνη; Υπήρχε κάποια αφορμή, παλαιά ή πρόσφατη, που κέντρισε την τελική γραφή; Αυτά ή περίπου αυτά τα ερωτήματα θα απευθύνουμε σε Ελληνες συγγραφείς στη νέα στήλη που εγκαινιάζουμε στο monopoli.gr με τίτλο «Στην κουζίνα του συγγραφέα» και θα περιμένουμε να μας ταξιδέψει ο καθένας, μ’ ένα μικρό προσωπικό του κείμενο, στις εμμονές του, στα όνειρά του, στις μνήμες του και να μας εξηγήσει κάτι παραπάνω απ’ όσα έχει μοιραστεί στο αφήγημά του.
Την στήλη εγκαινιάζει ένας συγγραφέας που έχει γράψει ως τώρα 14 αφηγηματικά δικά του έργα και έχει μετάσχει σε πολλούς συλλογικούς τόμους, σε ανθολογίες, ενώ έχει υπογράψει και δύο σχολικά εγχειρίδια. Και όλα αυτά παράλληλα με τη διδασκαλία του στη Μέση Εκπαίδευση, τη βιοποριστική του δουλειά.
Ο Κώστας Ακρίβος όμως τα προλαβαίνει όλα. Διδάσκει, γράφει, μετέχει σε συνέδρια, Και πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο με τίτλο «Τελευταία νέα από την Ιθάκη» (εκδ. Μεταίχμιο), -μυθιστορίες το ονομάζει ο ίδιος- και στις σελίδες του οποίου αναζητεί διάφορες όψεις της συνέχειας μέσω της γλώσσας, μέσω των μύθων, μέσω της ιστορίας. Και ταυτόχρονα αγγίζει τις όψεις της σύγχρονης Ελλάδας, με τις αλλαγές της και τις αναζητήσεις της.
Καλώς ήρθατε στην κουζίνα του συγγραφέα Κώστα Ακρίβου.
1975, Βόλος. Είμαι μαθητής στην Ε΄ γυμνασίου και εσώκλειστος σε εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Για να κερδίσουμε μία ώρα παραπάνω έξοδο, ζητάμε από τον προϊστάμενο την άδεια για κάποια διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Ομιλητής ο Ι. Θ. Κακριδής. Μας αρέσουν αυτά που λέει για τον Όμηρο και τον Οδυσσέα, γι΄ αυτό δεν το σκάμε να πάμε στα ποδοσφαιράκια, όπως ήταν το αρχικό μας σχέδιο. Κάτι που λέει ο καθηγητής μού καρφώνεται στο μυαλό. Ότι δηλαδή “μόνον ογδόντα οχτώ παππούδες μάς χωρίζουν από τον Όμηρο”. Τόσο κοντά λοιπόν, αναρωτιέμαι, είμαστε με τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα και τους άλλους ήρωες; Το ερώτημα όσο περνάει ο καιρός γίνεται καρφί μέσα μου. Σαν αυτά που βάζουν οι γιατροί στα σπασμένα κόκαλα για να τα ενώσουν ξανά.
1988, Πάτρα. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης διαβάζει στο Αρχαίο Ωδείο τη δική του μετάφραση από την ε ραψωδία της Οδύσσειας, το περίφημο ναυάγιο της σχεδίας του Οδυσσέα και πώς τελικά κατάφερε να φτάσει σώος στις ακτές της Κέρκυρας. Τον ακούω μαγεμένος. Ποτέ ως τότε δεν είχε τύχει να ακούσω τόσο σπαρταριστά ελληνικά. Ακούω το βογκητό από τα κύματα, το κλάμα της Καλυψώς, τον Ποσειδώνα να ωρύεται, τον αέρα που ουρλιάζει…
Από κείνη τη βραδιά συνειδητοποιώ κάτι βασικό: οι ήρωες ή οι λιγότερο ήρωες της Οδύσσειας δεν είναι για ρηχά ή λιμνάζοντα νερά. Ταξιδεύουν στον χρόνο, στιγματίζονται από πάθη και λάθη και, με παραλλαγμένο κάθε φορά προσωπείο, κάνουν την εμφάνισή τους σε διάφορες φάσεις της ιστορίας. Έτσι λοιπόν, ενώ γράφω και εκδίδω όλο αυτό το διάστημα τα βιβλία μου, ταυτόχρονα συγκεντρώνω ιστορίες από γεγονότα και ανθρώπους, όπου συμπεριφορές, χαρακτήρες, στερεότυπα και αξίες του ομηρικού κόσμου επανέρχονται διαρκώς: Τηλέμαχος θα γίνει ένα τσιγγανάκι που νοσταλγεί το σπίτι του, Λαέρτης είναι ο Κολοκοτρώνης όταν σπαράζει για τον αδικοσκοτωμένο γιο του, σε Πηνελόπη μεταμορφώνεται μια γυναίκα που έχασε τον άντρα της στην Κατοχή κλπ κλπ.
Εκείνο που προσπαθώ να ανιχνεύσω και εδώ είναι το ποιος είμαι. Ή, καλύτερα, ποιοι είμαστε εμείς που κατοικούμε σήμερα την ελληνική γλώσσα. Αναζητώντας απάντηση, πολλές φορές ήρθα αντιμέτωπος με τη Σκύλλα, τον τρόμο δηλαδή της άγραφης σελίδας, αλλά και τη Χάρυβδη: τι θα κάνω αν διαπιστώσω μέσω της λογοτεχνίας ότι είμαστε κατώτεροι της ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας. Από ποια σχεδία να πιαστούμε για να σωθούμε;
Νέα θα καταφθάνουν συνεχώς από τον Όμηρο και τον Οδυσσέα. Απ΄ τη μεριά μου κατέθεσα τα πιο πρόσφατα, τα τελευταία. Μέχρι, βέβαια, να έρθουν τα επόμενα από κάποιον άλλον.