Στην πρόβα: «TρειςΕυτυχισμένοι» στο θέατρο Πορεία – Δεν υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία
Τρεις εβδομάδες πριν ανοίξει η αυλαία για τη νέα σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά μπαίνουμε στην πρόβα της παράστασης και συνομιλούμε με τον ίδιο και τους πρωταγωνιστές της. Το άλμπουμ των αποκλειστικών φωτογραφιών από την Ελίνα Γιουνανλή. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Ντυμένος σ’ ένα, εκτυφλωτικά ροζ, κοστούμι ο Χρήστος Λούλης σφίγγει στις χούφτες του ένα σωλήνα νερού. Η Αλκηστις Πουλοπούλου του κατεβάζει το παντελόνι, με άγριες διαθέσεις, παρότι λίγα λεπτά αργότερα εκείνος εξομολογείται τον έρωτα του στην Ιωάννα Κολιοπούλου. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου “σουφρώνει” ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό από το κρυφό συρτάρι, το οποίο ωστόσο ανήκει στο Λούλη. Στο μεταξύ, ο Δημήτρης Τάρλοου, με ψεύτικη κοιλιά, πούρο και καουμπόικες μπότες… Τεξανού κτηνοτρόφου χαριεντίζεται με τη Λένα Παπαληγούρα όταν τους συλλαμβάνει ο Λαέρτης Μαλκότσης. Και στο βάθος, ο ήχος από το χλιμίντρισμα ενός αλόγου…
Γιάννης Χουβαρδάς
Πράξη δεύτερη. Ο φαρσικός, βιτριολικός κόσμος του Λαμπίς βρίσκεται σε πλήρη έκθεση και λειτουργία. Η, άγνωστη στην Ελλάδα, κωμωδία του Γάλλου συγγραφέα, οι «ΤρειςΕυτυχισμένοι» – ένα, εκ πρώτης όψεως, ζωηρό γαϊτανάκι ερωτικών τριγώνων και ηθών – μυεί το σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά στην κωμωδία· ίχνη της οποίας φρόντιζε να αφήνει σε όλες τις παραστάσεις του. Αυτή τη φορά όμως, η αναμέτρηση τους θα είναι ευθεία. «Η, μέχρι τώρα, σχέση μου με την κωμωδία μοιάζει με τη σχέση του καθενός από εμάς μ’ έναν πολύ εκκεντρικό μακρινό συγγενή. Κρυφο-υπερηφανευόμαστε που τον έχουμε στην οικογένεια, θέλουμε να είμαστε διακριτικοί θεατές στις εκκεντρικότητες του και να διασκεδάζουμε με αυτές αλλά φοβόμαστε να τον κάνουμε παρέα» εξηγεί, ο “παρθένος” στο είδος, σκηνοθέτης. «Μετά από αυτή την παράσταση ίσως τηλεφωνώ συχνότερα σ’ αυτό το συγγενή – ίσως και να βγαίνουμε πιο συχνά οι δυο μας μήπως και μου αποκαλύψει μερικά από τα μυστικά της παράξενης γοητείας του».
Αλκηστις Πουλοπούλου, Δημήτρης Τάρλοου.
Ήταν, παρόλα αυτά, ο ίδιος ο Χουβαρδάς που πρότεινε στον ηθοποιό και καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου «Πορεία», Δημήτρη Τάρλοου το ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου. Βεβαίως, ο δεύτερος ήταν από καιρό εξοικειωμένος με το Λαμπίς. Αφορμή είχε σταθεί «Η υπόθεση της οδού Λουρσίν» σε δύο διαφορετικές εκδοχές και με 20 χρόνια διαφορά η μία από την άλλη. Η πρώτη σε σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή στο θέατρο «Εμπρός» την δεκαετία του ’90 και δεύτερη της Μάρθας Φριντζήλα πριν επτά χρόνια στο «Πορεία». «Το σύμπαν του Λαμπίς είναι ένας κόσμος πολύ σκοτεινός. Ένα ψυχικό δάσος με σαρκοβόρα φυτά μέσα στο οποίο κινούνται έντρομοι όσο και γελοίοι, με την υπαρξιακή σημασία του όρου, οι ήρωες του. Οι “ΤρειςΕυτυχισμενοι” εμπεριέχουν με κωμικό, πάντα, τρόπο όλη τη δυσθυμία του σύγχρονου ανθρώπου» παρατηρεί ο Δημήτρης Τάρλοου. «Ένιωσα ότι ο Χουβαρδάς μου το πρότεινε για να αναμετρηθούν οι μελαγχολίες μας. Και μάλλον είχα δίκιο, χωρίς καθόλου να εννοώ ότι η παράσταση είναι μελαγχολική. Τουναντίον».
Εύα Μανιδάκη
Στον πολύχρωμο σκηνικό χώρο που επιμελείται η Εύα Μανιδάκη – η πρόσοψη και το εσωτερικό ενός σπιτιού το οποίο δεσπόζει ένα vintage, φερφορζέ έπιπλο – είναι ο τόπος όπου συμβαίνουν σε αλληλουχία τα, πλέον, απίθανα ανάμεσα σε ζευγάρια αστών, φίλους, συγγενείς και υπηρετικό προσωπικό. Για το σκηνοθέτη της παράστασης, ο κόσμος του Λαμπίς είναι ένας απατηλός κόσμος. «Νομίζεις πως το θέμα του είναι η απιστία, αλλά καθ’ οδόν σου ξημερώνει πως πριν από την απιστία υπάρχει η πίστη. Πιστεύεις πως ασχολείται με τον γάμο, και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι τον ενδιαφέρει το υπαρξιακό κενό μετά τον γάμο. Είσαι βέβαιος ότι θέλει να διακωμωδήσει τον αστό και βρίσκεσαι μπροστά στο απόλυτο χάος του παραλογισμού που κυβερνά τις ζωές όλων μας. Θεωρείς αυτονόητο πως η τέλεια μαθηματική και γεωμετρική κατασκευή που καθορίζει το παν στα έργα του είναι μια υστερική φούσκα, και μένεις εμβρόντητος μπροστά στον ψυχικό παλμό που κρύβεται επιμελώς κάτω από τις πιο μπανάλ καθημερινές καταστάσεις. Ακούς ψέμματα και βλέπεις αλήθειες. Βλέπεις υποκρισία και διαισθάνεσαι τον πόνο. Γελάς ηχηρά και δαγκώνεσαι. Και ούτω καθεξής».
Αλκηστις Πουλοπούλου, Χρήστος Λούλης
«Φτηνά τη γλιτώσαμε» λέει ασθμαίνοντας ο Χρήστος Λούλης στην Άλκηστη Πουλοπούλου, μετά από ένα επεισοδιακό, παράνομο ερωτικό ενσταντανέ κωμικών αποχρώσεων. Ο Χουβαρδάς τους ζητεί να επαναλάβουν τη σκηνή με μεγαλύτερη συγκρότηση. Ο Χρήστος Λούλης υπακούει. «Όχι μόνο ως θεατή αλλά και ως ηθοποιό, η κωμωδία είναι αυτό που που εκφράζει πιο καθαρά την ανάγκη για σαφήνεια, ακρίβεια, ρυθμό και κυρίως απόσταση από τα πράγματα και τον εαυτό» σχολιάζει αργότερα. «Όχι ως ψυχρή εκτέλεση και σχολιασμό αλλά ως μάσκα που κρύβοντας το προσωπείο, αναδεικνύει το πραγματικό πρόσωπο». Πλάι του, ο Δημήτρης Τάρλοου που, διατρέχει έρποντας τη σκηνή του «Πορεία» ψάχνοντας ένα χαμένο πολύτιμο πετράδι, υπερθεματίζει: «Η κωμωδία απαιτεί βαθιά μελαγχολικές φύσεις που όμως μπορούν να σκοινοβατήσουν λέγοντας καλαμπούρια. Οι τεχνικές αρετές, η αίσθηση του ρυθμού, της ατάκας, η αυτοϋπονόμευση είναι αυτονόητες. Αλλά δεν αρκούν».
Δημήτρης Τάρλοου, Λαέρτης Μαλκότσης
Η σκηνοθετική παρτιτούρα του Γιάννη Χουβαρδά ποντάρει, μοιραία, στη λεπτομέρεια όπου κάθε δευτερόλεπτο στην αναπαράσταση είναι κρίσιμο. «Μην κάνετε πολλά πράγματα, θέλω λιτότητα. Και θέλω τα πράγματα να είναι πιο σπασμωδικά από εδώ και πέρα» διακόπτει ξανά και, καθισμένος καθώς είναι στην πλατεία, μαζί με τη βοηθό του Νικολέτα Φιλόσογλου, ψιθυρίζει όλα τα λόγια του έργου πάνω στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών του με τις σωστές παύσεις, τις εκφράσεις και τον ανάλογο τόνο στη φωνή.
Σε ποιο αποτέλεσμα στοχεύει λοιπόν; «Προτεραιότητές μου είναι: Να περάσει καλά ο κόσμος. Να υποφέρει ο κόσμος. Να παρακολουθήσει ο κόσμος τα περίτεχνα νοήματα της παράστασης με ζέστη, άνεση και απόλαυση. Να εξαντλήσουμε τα όρια της υπομονής του κόσμου με τις ανοησίες μας. Να αποκαλύψουμε τον δολοφόνο της αλήθειας. Να μην αποκαλύψουμε τον πατέρα, παρά μόνο την μητέρα του ψέματος. Κι αυτό με το ζόρι, γιατί κατά βάθος είμαστε φεμινιστές» λέει, φανερά με… οίστρο Λαμπίς.
Λένα Παπαληγούρα
Η Λένα Παπαληγούρα και η Ιωάννα Κολιοπούλου παρακολουθούν σιωπηρά από τις κουίντες, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους για να εμφανιστούν στη σκηνή· η πρώτη σαν υπηρέτρια με τη βαριά προφορά της Ανατολικο-Ευρωπαίας και η δεύτερη σαν αφελές ασχημόπαπο με κοστούμι – σχολική ποδιά. Με εξαίρεση τις δυο τους όσο και το Δημήτρη Τάρλοου, η υπόλοιπη ομάδα συνεργάζεται σταθερά με το Γιάννη Χουβαρδά, εξασκημένη στο θέατρο του. «Σε κάθε του παράσταση δοκιμάζει κάτι καινούργιο σε σχέση με το κείμενο που καταπιάνεται κάθε φορά. Εδώ καλείται να δουλέψει με ένα άλλο είδος, που δεν του είναι ιδιαίτερα οικείο, αλλά πιστεύω πως και το απογειώνει και του δίνει ένα βάθος, χαρακτηριστικά που αξίζουν σ’ αυτό το έργο» διαπιστώνει η Αλκηστις Πουλοπούλου.
Σχηματίζοντας ένα κύκλο γύρω από το σκηνοθέτη για ν’ ακούσουν τις παρατηρήσεις του, τα γκροτέσκα πρόσωπα του Λαμπίς, με τα φινετσάτα κοστούμια εποχής (της Ιωάννας Τσάμη), ησυχάζουν και επιτρέπουν στους ηθοποιούς, πίσω από αυτά, να αποκαλυφθούν. Ο Γιάννης Χουβαρδάς πάλι, διαφωνεί· πιστεύει ότι οι ήρωες του Λαμπίς είναι ανθρώπινα παραδείγματα, πολύ αληθινά. «Έχουμε κάποιους απίστευτους τύπους, που σε κατάφωρη αντίθεση με όλους εμάς, ψεύδονται ασύστολα ενώ διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι λένε πάντα μόνο την αλήθεια, αγαπούν παράφορα τους ίδιους ανθρώπους που μισούν βαθιά, απολαμβάνουν το βόλεμα τους και ταυτόχρονα ρισκάρουν τα πάντα για το τίποτα, θέλουν να κάνουν τις μεγαλύτερες τρέλες αλλά αλυσοδένονται από τις κοινωνικές συμβάσεις, εκμεταλλεύονται ανελέητα ο ένας τον άλλον και χαρίζουν τα πάντα ο ένας στον άλλον, είναι αμόρφωτοι, άγαρμποι και ηλίθιοι, και την ίδια στιγμή ευαίσθητοι, τρυφεροί και γεμάτοι κατανόηση, κυκλοφορούν συνεχώς με την μεγαλύτερη έπαρση, για να προσγειωθούν στο τέλος στην αμείλικτη πραγματικότητα του τίποτα της ύπαρξής τους. Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, ζωντανούς, αληθινούς και γεμάτους αντιφάσεις, ακριβώς όπως όλοι μας, απλώς πιασμένους με την τσιμπίδα ενός παρανοϊκού συγγραφέα και τσουρουφλισμένους στα κάρβουνα του πιο αχαλίνωτου θεάτρου».
Χρήστος Λούλης, Ιωάννα Κολιοπούλου
Η πρόβα παύει οριστικά υπό το θόρυβο των Black and Dekker που αποσυναρμολογούν το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη για να το αντικαταστήσουν με αυτό της «Μεγάλης Χίμαιρας». Οι «ΤρειςΕυτυχισμένοι», αναμένεται να κάνουν πρεμιέρα στις 21 Ιανουαρίου για να μοιραστούν την κεντρική σκηνή και με την έτερη μεγάλη επιτυχία του «Πορεία», τις «Τρεις αδελφές» σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο.
Το κεντρικό ερωτικό τρίγωνο του Λαμπίς
Χρήστος Λούλης, Ερνέστο
Τα πρόσωπα του Λαμπίς είναι θύματα των αισθημάτων που συγκρούονται με τις κοινωνικές συμβάσεις και με την ίδια την αντοχή μας. Ο Ερνέστο, που παίζω εγώ, ερωτεύεται μια γυναίκα που δεν θα έπρεπε να ερωτευτεί. Τον παρασέρνει ο έρωτάς του και αυτό όλο τον κουράζει, τον ακυρώνει· σαν να είναι κάποιος άλλος και όχι ο εαυτός του. Έτσι δε γίνεται στον έρωτα όμως; Σαν οι πράξεις μας να μην είναι δικές μας.
Ο Ερνέστο λέει: «Πρέπει να ξαναθυμηθούμε το “πρέπει”».
Δημήτρης Τάρλοου, Μαρζαβέλ
Η δίνη στην οποία κινείται ο Μαρζαβέλ όπως και όλοι οι ήρωες του Λαμπίς είναι το υπαρξιακό κενό. Με εμμονικό τρόπο αναζητά την ασφάλεια, τον έρωτα, την φιλία, την αθανασία εν τέλει. Όλοι τους μοιάζουν κάπως με χάμστερ σε τροχό καθώς διαπιστώνουν με τραγικό τρόπο την ανεπάρκεια και την μικρότητα τους. Ο Λαμπίς μιλάει σχεδόν προφητικά για τις επερχόμενες ασθένειες της βιομηχανικής εποχής: Την ασυνεννοησία, την έλλειψη πίστης, την μοναξιά, το μάταιο του πλούτου.
Ο Μαρζαβέλ λέει:«Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί». Είναι η τελευταία φράση του έργου και κάθε φορά με συγκινεί γιατί νιώθω την βαθιά ματαίωση του Μαρζαβέλ, αλλά και την αινιγματικότητα που κρύβει. Ταυτόχρονα, αφού την εκστομίσω σκέφτομαι, «πάει, τελείωσε κι αυτή η παράσταση.» Ακούω μόνο την ανάσα μου.
Αλκηστις Πουλοπούλου, Ερμάνς
Τα πρόσωπα είναι μεν Γάλλοι της αστικής τάξης και οι υπηρέτες τους, ανήκουν μεν στην κοινωνία του 18ου αιώνα, όμως ταυτόχρονα μοιάζουν σκανδαλωδώς με σημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν εμμονές με το κοινωνικό κύρος, το σεξ και το χρήμα, πάσχουν από πλήξη, υπαρξιακό κενό και κάποιοι από ανάγκη εξουσίας. Ο κάθε χαρακτήρας απατά και ταυτόχρονα είναι απατημένος. Παρότι δείχνουν δειλοί, νάρκισσοι, μικροπρεπείς, κατά βάθος είναι καταπιεσμένοι, πικραμένοι, μελαγχολικοί και δεν καταφέρνουν ποτέ να ζήσουν ελεύθερα τις επιθυμίες τους.
Η Ερμάνς είναι μια αστή που μάλλον παντρεύτηκε για κοινωνικούς λόγους αφού έχει περάσει μόνο ένας χρόνος από τον γάμο της με τον Μαρζαβέλ και είναι είδη ερωτευμένη με άλλον, τον Ερνέστο και κολλητό φίλο του συζύγου της, ο οποίος τον έχει σπιτώσει μέσα στην ίδια του τη συζυγική εστία!
Είναι σε μια συνεχόμενη αγωνία να τα χωρέσει όλα μέσα στη ζωή της. Προσπαθεί να είναι “καλή σύζυγος” και ταυτόχρονα να ζήσει τον έρωτα της. Τρέχει ξέφρενη από το ένα στο άλλο με συνεχή φόβο μην την ανακαλύψει ο άντρας της και ταυτόχρονα μην απογοητεύσει τον εραστή της. Μεγάλος αγώνας! Είναι μια ανικανοποίητη γυναίκα που προσπαθεί να ξεφύγει από την πλήξη της αστικής καθημερινότητας.
Η Ερμάνς λέει: «Αχ! Αυτοί οι άντρες, δεν ξέρουν ν’ αγαπούν!»