Ομπίντα ή Ο Ζαχαριάδης Λυόμενος
Εντυπώσεις από το έργο «ΟΜΠΙΝΤΑ» οι τελευταίες ώρες του Νίκου Ζαχαριάδη που παρουσιάζει ο Γιώργος Κοτανίδης στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη
K’ έπειτα γίνηκε σιωπή.
Kανείς δεν είχε τι να πει…
Mα ακούονταν σιγανές λαλιές,
σα να τιτίβιζαν φωλιές
μέσ’ από δάση…
Mα ο Mιχαήλ, πού ‘χε καρδιά
σαν τα λιοντάρια ή τα παιδιά,
χρόνο το χρόνο,
σε κάποια λόγια δολερά
πίστη χαρίζει και φτερά,
και το μισό του δίνει θρόνο…
Kι ως ρώταγαν πολλοί “σε ποιον;”,
παίρναν απάντηση κρυφή:
“Στο δολοφόνο!”
Α. Σικελιανός
Ο Γιώργος Κοτανίδης αποφάσισε να αναμετρηθεί θεατρικά μ’ ένα βαρύ φορτίο, τέτοιο που συνήθως η αναμέτρηση μαζί του σε βρίσκει στο τέλος χαμένο. Να δραματοποιήσει τις 4 τελευταίες μέρες του Νίκου Ζαχαριάδη στην εξορία, μέχρι το ξημέρωμα της 1ης Αυγούστου του 1973 όταν και πήρε ο ίδιος τη ζωή του, όπως είχε αποφασίσει και ανακοινώσει στο Κόμμα.
Στο Κόμμα που είναι πανταχού παρόν στο έργο, στη σκηνή, στη ζωή του Ζαχαριάδη, στα γράμματά του, στον θάνατό του. Στο κόμμα-αντικείμενο του πάθους του, στο οποίο απευθύνει ερωτικές επιστολές αιώνιας αγάπης, στο κόμμα-θύτη που τον στέλνει στην εξορία, στο Σουργκούτ, την τρύπα της Σιβηρίας, στο κόμμα-δήμιο που του παίρνει την ψυχή (δηλαδή το ίδιο του το κόμμα).
Ο Γιώργος Κοτανίδης αποφάσισε να ψάξει τον Ζαχαριάδη μέσα από τη δική του αφήγηση από τις επιστολές που στέλνει (η μάλλον γράφει, αλλά δεν έχει τρόπο να στείλει) στο κόμμα, ασταμάτητα, τις τελευταίες του ημέρες. Να τον βρει στα γράμματα που στέλνει στον Σήφη (τον μικρό του γιο που του έδωσε το όνομα του Στάλιν) και στα οποία εμφανίζεται ένας άλλος Ζαχαριάδης, πατέρας και μάνα μαζί· εξομολογητικός και ανθρώπινος. Στα γράμματα που γράφει στον μεγάλο γιο, τον Κύρο που είναι πολιτικός του εχθρός μιας και θίγει τα ιερά και τα όσια του, τον Στάλιν. Και όποιος θίγει τον Στάλιν (του) δεν είναι πια συγγενής του· είναι απέναντί του.
Τέλος αποφάσισε να τον ψάξει στα ντοκουμέντα που άφησε η Ιστορία για τον Ζαχαριάδη. Την επιστολή του Οκτωβρίου 1940 που σαλπίζει τον, άνευ όρων, πατριωτικό αγώνα ενάντια στην πολεμική απειλή των φασιστών, στα χρόνια του εγκλεισμού στο Νταχάου, στις αμφιταλαντεύσεις του μετά την Απελευθέρωση για τη Βάρκιζα και τις Εκλογές του ’46, στα κομματικά κείμενα της αμφισβήτησης και τελικά της ανατροπής του Ζαχαριάδη μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Αυτόν τον Ζαχαριάδη ανέβασε πάνω στη σκηνή ο Γ. Κοτανίδης, μόνο του με την Ομπίντα (πίκρα) του, τα χαρτιά του, τη μουσική του, τα φαντάσματά του και τη σιωπή του. Και μόνη του συμπαράσταση δυο ακόμη φαντάσματα (Δώρα Χρυσικού και Σπύρος Περδίου), παρόντα στις άκρες της σκηνής, Ευμενίδες του κομματικού δράματος.
Η παράσταση είχε συναισθηματική και ιστορική φόρτιση. Ο ηθοποιός αναμετρήθηκε με το ιστορικό πρόσωπο κι έφτιαξε έναν στέρεο, ζωντανό-νεκρό Ζαχαριάδη με εξαιρετική πειστικότητα. Η παράσταση ταυτόχρονα αναμετρήθηκε με την έλλειψη δραματουργικής επεξεργασίας. Ο Γ. Κοτανίδης μη έχοντας στα χέρια του θεατρικό κείμενο επέλεξε να μην σκηνοθετήσει αλλά να αντιμετωπίσει τον Ζαχαριάδη στον χώρο του ιστορικού και όχι του θεατρικού. Γι αυτό κι έχω την εντύπωση ότι ο Ζαχαριάδης που ανέβηκε στη σκηνή του Ιδρύματος Μ. Κακογιάννη ήταν το πρόσωπο που ο Κοτανίδης (συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός του έργου) είχε αποφασίσει εκ των προτέρων ποιος και πώς θα είναι.
Και αυτή η επιλογή στέρησε από την ροή της παράστασης. Γιατί, ενώ ο Ζαχαριάδης/Κοτανίδης είναι ήρωας σάρκινος, ο πολιτικός Ζαχαριάδης της παράστασης Ομπίντα είναι αποστεωμένος, σχεδόν χάρτινος. Κι είναι κρίμα γιατί η ερμηνεία του ηθοποιού είναι σπουδαία και γιατί ο Ζαχαριάδης ήταν, πιθανότατα, πιο σύνθετος και πιο αμφιλεγόμενος από αυτόν που παρουσιάστηκε.
Υγ. Η παρουσία του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα στην παράσταση της Τρίτης 3 Ιανουαρίου, με την ένταση που δημιουργήθηκε και τις αποδοκιμασίες από μερίδα του κοινού, έδωσε έναν επιπλέον αέρα δράματος σε μια ισχυρά φορτισμένη παράσταση.