Δημήτρης Μυλωνάς: σκηνοθετώ ως ηθοποιός και παίζω ως σκηνοθέτης
Ξεκίνησε και ξεχώρισε ως ηθοποιός στην τότε Πειραματική Σκηνή του Στάθη Λιβαθινού, και τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί κυρίως στη σκηνοθεσία. Και όχι με εύκολα έργα. Αλλά με κείμενα απαιτητικά, είτε θεατρικά είτε λογοτεχνικά, με κείμενα που συνομιλούν με την ιστορία και αγγίζουν σημαντικές στιγμές της. Στη φετινή θεατρική σεζόν ο Δημήτρης Μυλωνάς υπογράφει όχι μία, αλλά τρεις σκηνοθεσίες. Οι δύο ήδη παρουσιάζονται. Οι «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ στο θέατρο Tempus Verum-Εν Αθήναις, στην οδό Ιάκχου 19 στο Γκάζι, αλλά και «Το ψωμί της Νινευί», ένα νεοελληνικό θεατρικό κείμενο των αδελφών Κούφαλη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Για την ερχόμενη άνοιξη προγραμματίζει τη «Δίκη» του Κάφκα, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Για τις σκηνοθετικές του ματιές, για τη στροφή του στη σκηνοθεσία, για τα προσεχή του σχέδια, μιλήσαμε με τον Δημήτρη Μυλωνά.
Γιατί στράφηκες κάποια στιγμή στη σκηνοθεσία; Έχεις αφήσει εντελώς την υποκριτική ή είναι κάτι που επιστρέφεις;
Η ρώσικη μέθοδος υποκριτικής, έτσι όπως είχα τη χαρά να τη διδαχθώ στα χρόνια μαθητείας μου δίπλα στον Στάθη Λιβαθινό, αντιμετωπίζει τον ηθοποιό ως έναν ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, ως έναν σκηνοθέτη του εαυτού του ο οποίος, με συγκεκριμένα εργαλεία που κρατάει στα χέρια του, χτίζει τον ρόλο του. Έτσι δεν είναι έρμαιο των οδηγιών του σκηνοθέτη αλλά αυτές τις οδηγίες μπορεί αποτελεσματικά να τις αφομοιώσει, να τις συνθέσει με το δικό του υλικό και απ’ αυτό το πάντρεμα να γεννηθεί ο ρόλος. Το πέρασμα λοιπόν στη σκηνοθεσία ήταν μια ομαλή, σχεδόν φυσική θα έλεγα διαδικασία και αφετηρία είχε την ανάγκη η ευθύνη γι’ αυτήν την ολότητα, να γίνει ακόμα πιο συγκεκριμένη κι ορατή. Δεν νιώθω ότι έχω αφήσει την υποκριτική, άλλωστε συνεχίζω κατά καιρούς κι εργάζομαι ως ηθοποιός, ίσως με μία φράση να έλεγα ότι σκηνοθετώ ως ηθοποιός και παίζω ως σκηνοθέτης.
Τρεις σκηνοθεσίες φέτος, με έργα διαφορετικά. Το ένα κλασικό θεατρικό έργο, οι Τρεις αδελφές, το άλλο νεοελληνικό θεατρικό κείμενο, Το ψωμί της Νινευί των αδελφών Κούφαλη, το τρίτο ένα λογοτεχνικό κείμενο, Η δίκη του Κάφκα. Τα επέλεξες εσύ, σε βρήκαν;
«Οι Τρεις αδελφές» και «Η Δίκη» ήταν προσωπική μου επιλογή, «Το ψωμί της Νινευί», των αδελφών Κούφαλη, ήταν ανάθεση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, Νίκου Διαμαντή. Και στην τελευταία όμως περίπτωση, είχα να κάνω με ένα τόσο καίριο κι ενδιαφέρον κείμενο που θα ήταν αδύνατον να μην μετoυσιωθεί σε προσωπική «υπόθεση».
«Το ψωμί της Νινευί», στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Ποια δικά σου πράγματα, ποιες δικές σου ματιές έβαλες στην ανάγνωση του έργου Τρεις αδελφές;
Ο Τσέχωφ εύστοχα και καθόλου τυχαία, από την πρώτη κιόλας ατάκα που ακούγεται, σηματοδοτεί το έργο με ένα διπλό γεγονός: η γιορτή της μικρότερης εκ των τριών αδελφών Ιρίνα συμπίπτει με το μνημόσυνο του πατέρα τους, στρατηγού Πρόζοροφ. Ο αυταρχικός πατέρας είναι πια απών, συμβάν που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από θλίψη, είναι συνάμα και μια γιορτή: ελεύθεροι από τις επιβολές εκείνου, τα πρόσωπα του έργου μπορούν πλέον να ακολουθήσουν τις δικές τους επιλογές και να διεκδικήσουν την ευτυχία. Τελικά το πώς «διαβάζουμε» τα όσα μας συμβαίνουν στη ζωή, δηλώνει και ορίζει σε τι είδους «έργο» επιθυμούμε να είμαστε πρωταγωνιστές.
Τελικά το πώς «διαβάζουμε» τα όσα μας συμβαίνουν στη ζωή, δηλώνει και ορίζει σε τι είδους «έργο» επιθυμούμε να είμαστε πρωταγωνιστές.
Δύο από τα έργα που κάνεις παρουσιάζονται ταυτόχρονα και σε άλλες σκηνές. Και οι «Τρεις αδελφές» και η «Δίκη». Είναι κίνητρο, πιστεύεις αυτό για το θεατρικό κοινό, να έχει να διαλέξει ανάμεσα σε διαφορετικές σκηνοθετικές οπτικές; Ή μήπως είναι κορεσμός;
Κείμενα όπως «Η δίκη» ή οι «Τρεις αδελφές» είναι μεγάλα ακριβώς επειδή “σηκώνουν” πολλές αναγνώσεις. Όχι μόνο κορεσμό δεν το θεωρώ, αλλά τύχη να δίνεται η δυνατότητα στο κοινό να γίνει μάρτυρας ενός τέτοιου διαλόγου και να κρατήσει τελικά στις αποσκευές του εκείνη την προσέγγιση που το καλύπτει περισσότερο.
Στις Τρεις αδελφές δούλεψες με νέους, εν πολλοίς ηθοποιούς. Στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά με δοκιμασμένους, με τη Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Σταύρο Ζαλμά. Πόσο διαφορετικό είναι για τον σκηνοθέτη αυτό;
Στις Τρεις αδελφές, είχα τη χαρά να βρεθώ σε μία πρόβα που κατακλύζεται από την ορμή και το πάθος της νιότης αλλά κυρίως δίνει στη διαδικασία μία δυναμική που για μας τους μεγαλύτερους καμιά φορά λησμονιέται. Από την άλλη, στο Ψωμί της Νινευί, η ευκαιρία που μου δόθηκε να συνεργαστώ με τη Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Σταύρο Ζαλμά, δύο ηθοποιούς με πολλά χιλιόμετρα στο θεατρικό σανίδι, ήταν για μένα σχολείο. Δύο διαφορετικές εμπειρίες και προσεγγίσεις με έναν κοινό παρανομαστή: την αγάπη και την αφοσίωση όλων, νεώτερων και μεγαλύτερων απέναντι στη δουλειά και το αποτέλεσμα που θα παρουσιασθεί.
«Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ στο θέατρο Tempus Verum-Εν Αθήναις
Ποια άλλα έργα ονειρεύεσαι να σκηνοθετήσεις;
Ένα από τα έργα που ήθελα να σκηνοθετήσω είναι-πάλι- Τσέχωφ!, Ο θείος Βάνιας. Θα με ενδιέφερε μία προσέγγιση με αφετηρία την ομορφιά, έτσι όπως αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Έλενα Αντρέεβνα. Την ομορφιά ως έναν καθρέφτη που αντανακλά την ασχήμια και την τραγικότητα της καθημερινότητας.