MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Αντώνης Αντύπας: Θέλω ν’ αφουγκραστώ την έμπνευση του συγγραφέα, όχι να πειράξω το έργο

Ο πρόσφατος χιονιάς εμπόδισε την εκ του σύνεγγυς συνάντησή μας. Με τον σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα μιλήσαμε τηλεφωνικά. Η αφορμή ήταν η σκηνοθεσία που ετοιμάζει ήδη για την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου με το έργο του Ευγένιου Ο’Νηλ «Πόθοι κάτω από τις λεύκες», παράσταση που κάνει πρεμιέρα στις 19 Ιανουαρίου.Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

author-image Όλγα Σελλά

Δεν πρόκειται μόνο για την πρώτη του συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο, πρόκειται και για την πρώτη του σκηνοθετική εμφάνιση έπειτα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, από τότε που ολοκληρώθηκε η διαδρομή της εταιρείας «Απλό Θεάτρο-Φάσμα» έπειτα από μια επιτυχημένη και γεμάτη διαδρομή σχεδόν 30 χρόνων.

Τα ερωτήματα, λοιπόν, που είχα να απευθύνω στον Αντώνη Αντύπα, ήταν πολλά και δεν αφορούσαν μόνο την παράσταση που σκηνοθετεί. Και επειδή δεν είναι πάντα αυτονόητο στις συνεντεύξεις, πρέπει να πω ότι ήταν άμεσος, αποκαλυπτικός, νοσταλγικός, ξεκάθαρος.

Η συζήτηση ξεκίνησε με μία αποκάλυψη. Οτι ναι, πρώτη φορά σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο. Αλλά το 1972 είχε εμφανιστεί στην παράσταση «Τέλος καλό, όλα καλά» ως ηθοποιός! Ο Αντώνης Αντύπας είχε ξεκινήσει να σπουδάζει ηθοποιός στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. «Είχα την τύχη όταν ξεκίνησα στο Τέχνης, κι επειδή ήξερα αγγλικά, ο Κουν να με έχει κοντά του στην πρόβα, κι έτσι μου έδωσε τη δυνατότητα να παρακολουθώ τις παραστάσεις και να μετατοπίσω το ενδιαφέρον από την υποκριτική στη σκηνοθεσία», μας λέει ξεκινώντας την κουβέντα.

antypas 2

Διαβάζω στα δελτία τύπου, «πρώτη φορά στο Εθνικό». Και αναρωτιέμαι, τόσα χρόνια δεν υπήρχε κάποια πρόταση από τις κρατικές σκηνές;
Πολλές φορές μου είχαν γίνει προτάσεις από το Εθνικό και από άλλα ελεύθερα θέατρα. Αλλά δεν μπορούσα να αναλάβω τέτοια υποχρέωση γιατί ήμουν πολύ απασχολημένος με την οικονομική και καλλιτεχνική ευθύνη του “Απλού Θεάτρου”.

Εκανα τα έργα που ήθελα, συνεργάστηκα με τους ηθοποιούς που ήθελα, κι όταν σκέφτομαι αυτή τη διαδρομή είναι σαν ένα τρένο που έρχεται και κάθε βαγόνι είναι μία παράσταση

Είχατε συνηθίσει για χρόνια να κινείστε και να δουλεύετε σε άλλους θεατρικούς χώρους, πιο μικρούς και πιο προσωπικούς. Πώς είναι οι συνθήκες τώρα που σκηνοθετείτε σ’ έναν χώρο με τις υποδομές και τις διαστάσεις της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου;
Πράγματι είναι τελείως διαφορετικές οι συνθήκες. Εχω κάνει, βέβαια, και δύο παραγωγές στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου, οπότε είχα κάνει ήδη ένα άνοιγμα. Νιώθω πολύ όμορφα τώρα, γιατί δεν έχω εγώ καμία οικονομική ευθύνη και μπορώ έτσι να δοθώ σ’ αυτό το έργο που αγαπώ τόσο πολύ. Είναι ένας πολύ γοητευτικός ο χώρος στο Εθνικό Θέατρο, υπάρχει μια μεγάλη ιστορία που κουβαλάει ο χώρος, έχει μια αύρα διαφορετική. Από την άλλη αισθάνομαι καλά γιατί το “Απλό Θέατρο” τελείωσε με καλό τρόπο, έκανα έναν κύκλο τριάντα χρόνων, κι έτσι έφυγα με μια διάθεση ικανοποίησης στο βάθος. Και τώρα που πηγαίνω και το βλέπω δεν έχω το αίσθημα της απουσίας, έχει ολοκληρωθεί ό,τι ήθελα να κάνω, έστησα δύο θέατρα σ’ ένα γκαράζ. Εκανα τα έργα που ήθελα, συνεργάστηκα με τους ηθοποιούς που ήθελα, κι όταν σκέφτομαι αυτή τη διαδρομή είναι σαν ένα τρένο που έρχεται και κάθε βαγόνι είναι μία παράσταση.

antypas 3

Για ποιον λόγο δεν θελήσατε, αυτά τα τέσσερα χρόνια, να κάνετε κάτι στο ελληνικό θέατρο. Θέλατε μια περίοδο αγρανάπαυσης, θέλατε να αποστασιοποιηθείτε από το προηγούμενο κλίμα και πλαίσιο, ποιος είναι ο λόγος;
Ηθελα να έχω ένα διάλειμμα, να ξεκουραστώ, να απομακρυνθώ. Οσα χρόνια ήμουν στο θέατρο δεν μπορούσα ποτέ να ξεφύγω, ήμουν συνέχεια εκεί. Ζητούσα και επιθυμούσα, αν θα έκανα κάτι, όπως κάνω τώρα, να υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες. Αυτή τη στιγμή μόνο το Εθνικό μπορεί να προσφέρει αυτές τις συνθήκες, και εξασφαλίζοντας οικονομικά τους ηθοποιούς και παρέχοντας επαρκές διάστημα για πρόβες. Ζητούσα κάτι που να με καλύπτει οικονομικά, όχι μόνο εμένα αλλά και τους ηθοποιούς. Ξέρετε, ήμουν πάντα εντάξει στα οικονομικά με τους ηθοποιούς που συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια, κι όταν συμβαίνει αυτό, το βλέπεις στα μάτια των ηθοποιών. Στο ελεύθερο θέατρο δεν υπήρχαν αυτές οι συνθήκες.

Εχω μια πειθαρχία στο μυαλό μου και φτιάχνω τα πράγματα έτσι ώστε να είμαι ευχαριστημένος

Και όλο αυτό το διάστημα, από τότε που ολοκληρώθηκε η διαδρομή του Απλού Θεάτρου, πώς περνούσατε τον καιρό σας;
Μ’ αρέσει να κάνω βόλτες, μ’ αρέσουν τα πάρκα, περπατάω, σκέφτομαι, βλέπω φίλους, πηγαίνω στη θάλασσα, γυμνάζομαι, μ’ αρέσει να βγαίνω έξω, και μου είχε λείψει αυτό. Ηταν μια ωραία γοητευτική περίοδος και αυτό το διάστημα των τελευταίων τεσσάρων χρόνων. Εχω μια πειθαρχία στο μυαλό μου και φτιάχνω τα πράγματα έτσι ώστε να είμαι ευχαριστημένος. Μου άρεσε πολύ που συναντούσα κόσμο και μου έλεγε “κύριε Αντύπα μας λείπετε, κι εσείς και το θέατρο”, αισθανόμουν ότι κάτι προσέφερα. Από μικρός ένιωθα ότι ήθελα να προσφέρω.

Σε κάποια στιγμή είχε ακουστεί και το δικό σας όνομα ως υποψήφιο για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο. Πιστεύετε ότι είναι ηλεκτρικές καρέκλες, ειδικά τη σημερινή εποχή, οι δημόσιες ευθύνες;
Αυτό είναι σίγουρο και τότε το πίστευα και δεν ξέρω πώς το είχα σκεφτεί. Οπως το βλέπω και τώρα στο Εθνικό, είναι φοβερή ευθύνη, πρέπει να έχεις μεγάλο απόθεμα για να τα βγάλεις πέρα. Τελικά δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω κάτι που δεν έχει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Δεν μ’ ενδιαφέρει το να διευθύνω. Πάντως πηγαίνουν πολύ καλά στο Εθνικό, κι αυτό είναι κέρδος για όλους μας. Είχαμε μία συνάντηση το καλοκαίρι, και είπα ότι όλοι εμείς θα κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να γίνει σημείο αναφοράς για όλους το Εθνικό Θέατρο.

Ας πάμε στο έργο. Εχω την εντύπωση ότι γοητεύεστε πάντα από αυτού του είδους τα θεατρικά κείμενα, τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά. Μας έχετε χαρίσει πολλά άλλωστε. Το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» έχει ν’ ανέβει 80 χρόνια στο Εθνικό. Ηταν δική σας πρόταση στον κύριο Λιβαθινό;
Ο Στάθης μου το πρότεινε, εγώ του είχα προτείνει κάποια άλλα. Το ξαναδιάβασα, μου άρεσε και τον ευχαριστώ πάρα πολύ που μου έδωσε την ευκαιρία, γιατί ήθελα να κάνω μια παράσταση στην Κεντρική Σκηνή. Με ενδιέφερε πάρα πολύ η ανθρώπινη μοίρα, το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, ο άνθρωπος και η σχέση του ανθρώπου. Αυτός είναι ο χώρος μου κι αυτό ήταν το στοιχείο που ένιωθα από νέος: να διεισδύω βαθιά και στους ανθρώπους και στους χαρακτήρες. Και νομίζω ότι έχω ένα “χάρισμα” και νιώθω σιγουρά με τον εαυτό μου για το πώς θα κατανοήσω σε βάθος τους χαρακτήρες. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ηθοποιούς που επιλέγω. Γι’ αυτό έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο η διανομή.

Πάντα ήθελα να κάνω μια ομάδα στο θέατρο, αλλά δεν μπόρεσα να το καταφέρω, γιατί υπήρχαν οικονομικές δυσκολίες.

Πράγματι. Και για πολλά χρόνια είχατε σταθερές συνεργασίες στο “Απλό”. Με τους ηθοποιούς αυτής της παράστασης έχετε ξανασυνεργαστεί; Κάποιοι είναι και πολύ νέοι. Πώς βλέπετε τη νέα γενιά του θεάτρου;
Πάντα ήθελα να κάνω μια ομάδα στο θέατρο, αλλά δεν μπόρεσα να το καταφέρω, γιατί υπήρχαν οικονομικές δυσκολίες. Αυτά όλα τα έχω πάρει από το Θέατρο Τέχνης, και κάπως το κατάφερα με το να έχω τους ίδιους ηθοποιούς. Με κανέναν από τους ηθοποιούς της παράστασης δεν έχω συνεργαστεί ξανά. Ο Γιώργος Κέντρος είχε παίξει σε παραγωγή δική μου, αλλά τον είχε σκηνοθέτησει ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης. Ηθελα σ’ αυτή τη φάση να ψάξω ν’ ανακαλύψω νέους ανθρώπους κι εκείνοι ν’ ανακαλύψουν εμένα. Βέβαια, το έργο ζητάει τους ηθοποιούς κι αυτοί ήταν ιδιαίτεροι. Ο Κέντρος είναι ειδική περίπτωση στο θέατρο, η Μαρία Κίτσου είναι σπουδαία ηθοποιός και εξαιρετικός χαρακτήρας, αλλά και στο νέο παιδί, τον Γιώργο τον Χριστοδούλου, μου κάνει εντύπωση το ταλέντο του, η τεχνική του, η σεμνότητά του. Δεν μπόρώ να σκεφτώ άλλον νέο άνθρωπο να στηρίζει με πάθος έναν τόσο δύσκολο ρόλο, γιατί ο Ο’ Νηλ αφήνει στους χαρακτήρες τα πρωτόγονα ένστικτά τους. Υπάρχουν και δεκαπέντε ακόμη νέοι άνθρωποι που κάνουν το χορό, είναι νέα ταλαντούχα παιδιά, και πάντα σκέφτομαι πώς θα προχωρήσουν και πού θα πάνε. Δίνουν τον εαυτό τους όμως…

antypas 4

Το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» γραμμένο το 1924, συνδέεται και συνομιλεί άμεσα με την αρχαία τραγωδία. Είναι η διαρκής συνομιλία των κλασικών κειμένων; Είναι η αναζήτηση στις παγκόσμιες σταθερές; Και πώς διαχειρίζεστε εσείς αυτή την πτυχή του έργου;
Εκείνη την αποχή, ο Ο’Νηλ είχε συνεργαστεί με τον Τζωρτζ Κραμπ Κουκ. Αυτός με τη γυναίκα του είχαν φτιάξει στη Μασσαχουσέτη έναν θίασο για να ανανεώσουν το αμερικανικό θέατρο. Εκεί πρωτοπήγε ο Ο’Νηλ και έγραψε το “Πέρα από τον ορίζοντα” και μετά έγραψε αυτό το έργο. Ο Κουκ ήταν παθιασμένος φιλέλλην και τον μύησε την αρχαία ελληνική γραμματεία. Την εποχή εκείνη ήταν επηρεασμένος απολύτως από την αρχαία τραγωδία, αλλά στο έργο μπορούμε να βρούμε και στοιχεία από τον Σαίξπηρ, αλλά και από τον Στρίνμπεργκ, γιατί όταν πήρε το 1936 το Νόμπελ, το είχε αναφέρει, άλλωστε και οι προσωπικές τους ζωές ήταν παράλληλες. Ενα άλλο στοιχείο που με γοήτευσε στο έργο αυτό είναι το θέμα των προσφύγων, που είναι πολύ έντονο αυτή την εποχή. Ο Ο’Νηλ το τοποθέτησε το 1850, στην εποχή της μεγάλης μετανάστευσης, και υπάρχουν σ’ αυτό όλα τα στοιχεία της προσωπικής διαδρομής του συγγραφέα. Το κυρίαρχο είναι το στοιχείο του μετανάστη. Αυτών των ανθρώπων που πηγαίνουν σ’ έναν άλλο τόπο και πέτρα πάνω στην πέτρα, στήνουν τη νέα τους ζωή. Οπως ο Κάμποτ. Βέβαια, αυτή η διαδικασία τους κάνει σκληρούς, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Τι θα προσφέρει στο σύγχρονο θεατρικό κοινό αυτό το έργο; Πού θα δώσετε εσείς την έμφαση; Στην ερωτική ιστορία, στις σχέσεις της οικογένειας ή στον κοινωνικό περίγυρο;
Στο ερωτικό περισσότερο και στη σχέση του πατέρα με τα τρία παιδιά. Το πρώτο θέμα που τους ενδιέφερε είναι ποιος θα πάρει το κτήμα, γιατί ο μετανάστης -κι αυτό το ξέρει από τη σμυρναίικη καταγωγή μου- έχει την ανάγκη της ιδιοκτησίας.Στο τέλος όμως αποδεικνύεται ότι ο έρωτας είναι πολύ πιο ισχυρός.

Παρ’ ότι μου αρέσει να βλέπω πειραγμένες παραστάσεις, δεν το τολμώ τελικά, ίσως δεν το θέλω και δεν μου πάει.


Ασφαλώς ο κάθε δημιουργός έχει το στίγμα του, και οι δικές σας δουλειές ήταν όλα αυτά τα χρόνια πολύ αναγνωρίσιμες, με τη δική σας σφραγίδα και χωρίς μεγάλες ανατροπές. Μας επιφυλάσσετε κάποιες εκπλήξεις αυτή τη φορά; Πιστεύετε, με άλλα λόγια, ότι τα κλασικά κείμενα ή τα κλασικά έργα αντέχουν σε «πείραγμα»; Και μέχρι πού; Και μέχρι πόσο;

Συνειδητοποιώ ότι το θέατρο που θέλω να κάνω είναι αυτό που έκανα κι αυτό θέλω να κάνω. Μ’ αρέσουν οι πειραγμένες παραστάσεις, αλλά έχω μία ταπεινότητα, θέλω να αφουγκραστώ την έμπνευση του συγγραφέα γι’ αυτό το έργο. Και αναλώνομαι στην αναζήτηση των σκιών που υπάρχουν μέσα στο έργο. Παρ’ ότι μου αρέσει να βλέπω πειραγμένες παραστάσεις, κι έχω δει πολλές που μου άρεσαν και άλλες που δεν μου άρεσαν, δεν το τολμώ τελικά, ίσως δεν το θέλω και δεν μου πάει. Εχω μια ταπεινότητα με το λόγο και τη στίξη, η δουλειά μου είναι αυτή και όχι το πώς να πειράξω και να κάνω κάτι διαφορετικό. Θέλω να διεισδύω βαθιά μέσα στο έργο. Αυτό με γοητεύει. Ο καθένας έχει την προσωπικότητά του.

antypas 5

Και τώρα που πήρατε φόρα, τι να περιμένουμε από εσάς στο προσεχές μέλλον;
Μη με περιμένετε, θα ξεκουραστώ πάλι. Ο,τι ήθελε συμβεί εδώ είμαι, αλλά δεν έχω στο μυαλό μου τίποτα. Τώρα ξαναζώ διαφορετικά και τη σχέση μου με την Ελένη (Καραΐνδρου), που ήταν διαφορετικά τόσα χρόνια με το θέατρο. Τώρα απολαμβάνω αυτό που κτίστηκε τόσα χρόνια ανάμεσά μας.

Περισσότερα από Πρόσωπα