Με τα Μάτια Ανοιχτά
Η ταινία, απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο φεστιβάλ Βενετίας ενώ βρέθηκε στις τρεις φιναλίστ για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η 18χρονη Φάρα μόλις τέλειωσε το σχολείο και η οικογένεια της ήδη την φαντάζεται να σπουδάζει Ιατρική. Εκείνη όμως έχει άλλα όνειρα. Τραγουδάει σε ένα συγκρότημα με πολιτικό στίχο, απολαμβάνει τη ζωή κι ανακαλύπτει τον έρωτα, αντίθετα με τις προσταγές της πιο συντηρητικής μητέρας της Χαγιέτ που γνωρίζει καλά την σκοτεινή πλευρά της πατρίδας της και τα όρια της συντηρητικής κοινωνίας της.
Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο η τυνήσια Λέιλα Μπουζίντ, βοηθός του σπουδαίου Αμπντελατίφ Κεσίς («Η ζωή με την Αντέλ») παρουσιάζει μια φιλότιμη, συγκινητική ανθρώπινη ιστορία με πολιτικές προεκτάσεις. Η έντονη σχέση της Φάρα και της Χαγιέτ, μια σχέση κόρης και μάνας, αντικατοπτρίζει στις λεπτομέρειες της την ιστορία της Τυνησίας, το χάσμα γενεών και, το βασικότερο, την έλλειψη ελευθερίας των νέων (ειδικά των γυναικών), στην βορειοαφρικανική χώρα. Βρισκόμαστε στην Τυνησία το 2010, λίγους μήνες πριν την «Επανάσταση των Γιασεμιών» η οποία πυροδότησε στην ουσία αυτό που ονομάστηκε «Αραβική Άνοιξη». Όμως το φιλμ, παρά τις διακρίσεις του δεν γίνεται ποτέ σπουδαίο ή τολμηρό. Η σκηνοθετική άποψη της Μπουζίντ δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία ή φρέσκες ιδέες ενώ πολλά από τα τεκταινόμενα είναι απλώς κλισέ. Ακόμη, δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιες προβλέψιμες καταστάσεις (η εξαφάνιση της Φάρα από τα χέρια της μητέρας της κ.α.) οδηγούν την πλοκή σε αφελή μονοπάτια. Περισσότερο με χαμένη ευκαιρία για μια ουσιαστική ματιά πάνω στη γυναικεία χειραφέτηση, την καταπιεσμένη λίμπιντο και το επώδυνο πέρασμα στην ενηλικίωση, μοιάζει το φιλμ παρά με μια εύστοχη πολιτική αλληγορία πάνω στην πρόσφατη ιστορία της Τυνησίας. Τέλος, η υπερβολική χρήση της έθνικ μουσικής (θα βαρεθείτε αν δεν σας αρέσει το συγκεκριμένο είδος) από ένα σημείο και μετά δεν προσφέρει κάτι νέο στη δράση.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης