Τους πήρε 17 χρόνια, μετά την πρώτη τους συνεργασία, για να ανταμώσουν ξανά. Αυτή τη φορά τους ενώνει η αγάπη, ο φόβος, ο ρατσισμός, η προκατάληψη, θέματα που επεξεργάζονται ανεβάζοντας την αριστουργηματική ταινία του Ράινερ Φασμπίντερ «Ο φόβος τρώει τα σωθικά» για το Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Υπάρχει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στο αρχείο του ΚΘΒΕ, όπου ο Σίμος Κακάλας πλησιάζει με χειροφίλημα την Τάνια Τσανακλίδου· εκείνη η τετραπέρατη εταίρα Χρυσίδα, εκείνος ο ντροπιασμένος Μοσχίων στη «Σαμία» του Μενάδρου. Δεκαεφτά χειμώνες πίσω, οι δυο τους αντάλλασσαν υποσχέσεις πως θα συνεργάζονταν ξανά· υποσχέσεις που δεν ευοδώθηκαν, μέχρι το περασμένο καλοκαίρι. Όταν η Μαριάννα Κάλμπαρη, η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, προσκαλούσε, εν λευκώ, την Τάνια Τσανακλίδου να εμφανιστεί ξανά στην ιστορική σκηνή. «Δεν θέλω να δουλέψω με κανέναν άλλο παρά με τον Κακάλα ή τον Καραθάνο» της είπα «και της ζήτησα να “ψήσει” το Σίμο. Αν συμφωνούσε εκείνος, ήμουν μέσα».
Στο Υπόγειο της Πεσματζόγλου και με την πρόβα να έχει αναβληθεί για το μεσημέρι, η Τάνια Τσανακλίδου ανάβει ένα τσιγάρο, κάθεται απέναντι από το Σίμο Κακάλα και εξηγεί πως το ένστικτο της δικαιώθηκε με το παραπάνω. «Πάντα κορόιδευα τις μοντερνιές αλλά δουλεύοντας με το Σίμο συνειδητοποίησα πως υποχρεώνει τον ηθοποιό σε μιαν άλλη προσέγγιση για το ρόλο, για το ποιος είσαι και γιατί είσαι εκεί πάνω, τον οδηγεί σε μια απλότητα που προσωπικά έχω πολύ μεγάλη ανάγκη. Είναι ένα θέατρο που δεν διδάχθηκα και τώρα νιώθω σαν να ξαναπήγα σχολείο. Ανεξάρτητα από το πως θα είναι η παράσταση, πήρα τώρα στα γεράματα ένα τεράστιο δώρο που ανανεώνει την αγάπη μου για το θέατρο και τις Τέχνες. Θα του το χρωστώ σ’ όλη μου τη ζωή».
Όσην ώρα εκείνη μιλά, ο Κακάλας ρουφάει μικρές γουλιές καφέ, με μια σχετική αμηχανία. Την διακόπτει ανυπόμονα και λέει: «Σκεφτόμουν ότι η Τάνια είναι μια ηθοποιός με καταπληκτική φωνή· η θεατρικότητα της την διαφοροποιούσε πάντα από άλλους, επίσης αξιόλογους καλλιτέχνες. Είναι ένα απίστευτο πλάσμα επί σκηνής, με τρομερή ευαισθησία και ικανότητα να μπαίνει σε πλαίσιο ή να δουλεύει εκτός αυτού».
Τελικά και ο ίδιος θα καλούνταν να δουλέψει εκτός πλαισίου. Η θεατροποίηση και η σκηνοθεσία μιας από τις εμβληματικότερες ταινίες του Φασμπίντερ «Ο φόβος τρώει τα σωθικά» δεν ήταν εύκολη υπόθεση. «Δεν ήμουν ποτέ οπαδός του κινηματογράφου του, πάντως είναι μάθημα να προσπαθείς να αποκωδικοποιήσεις την τεχνική και τον αισθητικό κώδικα ενός άλλου καλλιτέχνη. Το σινεμά του φαίνεται σαν να έχει στηθεί πάνω στο τυχαίο: Μοιάζει λες και κάποιος πήρε μια κάμερα, κάποιοι έμαθαν τα λόγια και βγήκαν να κινηματογραφήσουν. Υπάρχει κάτι ακατέργαστο στον Φασμπίντερ, δεν παίζει με τα πρότυπα της ομορφιάς και παρότι η ταινία αυτή βγήκε στους κινηματογράφους την χρονιά που εγώ γεννιόμουν νομίζω ότι προτείνει πράγματα στα οποία κάθε γενιά οφείλει να βουτάει ξανά και ξανά».
Εξοικειωμένος με το ερευνητικό θέατρο, ο σκηνοθέτης δοκιμάζει εδώ – με την πενταμελή ομάδα των Τάνιας Τσανακλίδου, Κωστή Καλλιβρετάκη, Δήμητρας Κούζα, Κωνσταντίνου Μωραΐτη και Ειρήνης Κότσιφα – να βρει το θέατρο μέσα στο σινεμά του Φασμπίντερ και να το αναδείξει με περιορισμένα μέσα, στηριγμένος στον κανόνα της τυχαιότητας. «Πάντα με προβλημάτιζε που βρίσκεται το θέατρο μακριά από φόρμες ή από ένα στιλιζάρισμα» εξηγεί. «Πάντα με ενδιέφερε κάποια πράγματα να μοιάζουν τυχαία στη σκηνή. Να τα παρεξηγεί κανείς σαν να συνέβησαν από λάθος».
Παίρνει λοιπόν στα χέρια του, ότι πιο ανθρώπινο πρότεινε ποτέ ο Φασμπίντερ: Την ιστορία της 60χρονης καθαρίστριας και χήρας Εμμι, όταν αυτή γνωρίζεται με τον Αλί, έναν κατά πολύ νεότερο της, Μαροκινό μετανάστη. Η αγάπη, η τόλμη και η δύναμη τους απέναντι στα κοινωνικά στερεότυπα φτάνει ως το γάμο. Η δυσκολία ωστόσο να παραμείνουν ενωμένοι, μέσα σε μια κοινωνία που τιμωρεί το διαφορετικό, παραμένει. «Μην αμφιβάλεις πως και σήμερα, 40 χρόνια μετά, θα συνέβαινε ακριβώς το ίδιο» σχολιάζει η Τάνια Τσανακλίδου που ερμηνεύει τη μοναχική μα θαρραλέα Εμμι. «Ζούμε σε μια φοβική κοινωνία η οποία τρομοκρατείται διαρκώς, γίνεται ακόμα πιο κλειστή, πιο σκληρή, ακόμα πιο συμπαγής μέσα στην απάθεια και στη σκατοψυχιά της».
Κάπως έτσι, ένα ρετρό κοινωνικό μελόδραμα εφαρμόζει με ακρίβεια στη δική μας εποχή και στην μεγαλύτερη πρόκληση που αυτή έχει ν’ αντιμετωπίσει: Τη συστροφή των κοινωνιών σε εθνικοπατριωτικές κορώνες, τις ρητορικές μίσους που συνειδητά διώκουν τον «Ξένο» και τον «Αλλο». «Στην εποχή μας το υπέρτατο αγαθό είναι η ασφάλεια· κι αυτό μόνο κακό μπορεί να φέρει. Γιατί οι άνθρωποι που διεκδικούν μόνο την ασφάλεια τους περιχαρακώνονται, φτιάχνουν τείχη και καθορισμένες συμπεριφορές. Μπορώ να καταλάβω, ως τάση, τη στροφή προς τη συντηρητικότητα αλλά δεν μπορώ δεχθώ και την επιλογή του να μείνω συντηρητικός. Καταλαβαίνω την αντίδραση στο φόβο αλλά δεν μπορώ να εγκλωβιστώ εκεί. Ξαφνικά στρεφόμαστε προς τα πίσω. Όμως ξέρω και την ανθρώπινη φύση που παράγει το αντίθετο της και σπρώχνει πάντα εμπρός» παρατηρεί ο Σίμος Κακάλας.
Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας «Angst Essen Seele Auf» μεταφράζεται επακριβώς ως «φόβος τρώει ψυχή» αποδίδοντας τα αδέξια γερμανικά ενός μετανάστη αλλά και το σαρκοβόρο συναίσθημα του φόβου. Η Τάνια Τσανακλίδου λέει πως «ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος δικτάτορας». Και πως ο φόβος όσο και η υπέρβαση του αλλάζουν πεισματικά, αιώνες τώρα την ανθρώπινη ιστορία. Προφανώς κι ο φόβος αλλοτριώνει τον καθένα από εμάς. «Όσο μεγαλώνεις, η μια μετά την άλλη βεβαιότητα σου καταρρέουν, διευρύνεται το οπτικό σου πεδίο και συμπεριλαμβάνεις το αντίθετο σου. Αποδέχεσαι ότι μέσα σου συνυπάρχει ο ρατσιστής και ο αλτρουιστής. Το θέμα είναι σε ποιον επιτρέπεις να πάρει τα ηνία. Προσωπικά μου πήρε πολύ χρόνο να αποδεχθώ ότι έχω σκοτεινές πλευρές ώστε να μπορώ να παίρνω το πάνω χέρι και να λέω “σκάσε εσύ”. Δύσκολα ζητήματα όλα αυτά κι είναι παρηγοριά που έχουμε την τέχνη για να τα διαχειριζόμαστε. Μόνο η τέχνη και η καλοσύνη μπορεί να το πετύχει αυτό».
Στα γυρίσματα του «Φόβου» ο Ράινερ Φασμπίντερ εντόπισε πως δεν έφτιαχνε μια ανέλπιδη ταινία. «Η αγάπη ουσιαστικά είναι κάτι το απίθανο, παρόλα αυτά είναι και μια κάποια πιθανότητα» έλεγε και η Τάνια Τσανακλίδου, ακούγοντας αυτή τη φράση, βρέθηκε να σιγοτραγουδάει στίχους από το τραγούδι της «Λύκε, λύκε». «Μονάχα εκεί, στην άκρη-άκρη, βάλε ένα σπίτι με ένα φωτάκι τόσο δα να, ένα τόσο δα μικρό φωτάκι, για να έχω την ψευδαίσθηση πως ίσως κάποιος εκεί, κρατάει αναμμένη μια φωτιά, κι ότι με περιμένει». Φαίνεται λοιπόν πως συμφωνεί απόλυτα μ’ αυτή τη σκέψη. «Είναι απομακρυσμένη πιθανότητα η αγάπη. Περνάμε παραπάνω από τη μισή ζωή μας προσπαθώντας να την πλησιάσουμε και να την βιώσουμε. Στο μεταξύ, την μπερδεύουμε μ’ ένα σωρό άλλα πράγματα γιατί δεν ξέρουμε τι είναι η αγάπη. Όσοι λιγοστοί έχουν βιώσει την αγάπη φέρουν μια τέτοια ησυχία που κανείς δεν έχει εδώ μέσα» λέει καθώς περιεργάζεται την ομάδα γύρω της. «Η αγάπη χρειάζεται να επιτρέπει την ελευθερία. Κι όσο ζηλεύουμε, υποφέρουμε, παθιαζόμαστε δεν είμαστε ελεύθεροι, άρα δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε. Παρόλα αυτά, είναι ωραία να βλέπεις την αγάπη σαν καταφύγιο στη ζωή».
Τελικά, η αγάπη όσο και ο φόβος είναι θέμα απόφασης. Κι όπως σημειώνει ο Σίμος Κακάλας«αν η αγάπη είναι αληθινή, απ’ το φόβο δεν νικιέται».