Σταμάτης Κραουνάκης: Δεν θέλω άλλο την ουδέτερη οργή του πληκτρολογίου
Δεν χρειάζεται αφορμές επικαιρότητας για να έχει κάτι να πει. Είναι πάντα τα τραγούδια και το πιάνο του, οι θυμοί του, τα πάθη και οι αγάπες του, τα πολιτικά του ξεσπάσματα. Παρόλα αυτά, ερμηνεύει και γράφει τη μουσική και το λιμπρέτο του «Βικτώρ ή Τα παιδιά στην εξουσία» για το Θέατρο Τέχνης και σαν θυμωμένο παιδί θέλει να δώσει μερικά χαστούκια.Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης
Με τον καιρό κατάλαβα πως οι συνεντεύξεις με το Σταμάτη Κραουνάκη μοιάζουν στα τραγούδια του. Έχουν βουρκωμένα μάτια στο φουλ (κι ας τα κρύβουν τα πολύχρωμα γυαλιά), έχουν γέλια βροντερά (αν δεν έχεις ακούσει το Σταμάτη να γελάει δυνατά δεν ξέρεις τι θα πει αυτό), έχουν εξομολογήσεις βαθιά προσωπικές (για τους γονείς και τους έρωτες του), έχουν πολιτικά νεύρα (εδώ δεν χρειάζεται καμία διευκρίνιση), έχουν καφέδες, τσιγάρα, στιχάκια που σου απαγγέλλει (για να μην πω ολόκληρα τραγούδια), έχουν το ξεροβόρι να φυσάει έξω από τις τέντες και μέσα μια ζεστασιά από λόγια. Έχουν κι ένα σωρό άνω τελείες· λίγοι θα προσπεράσουν το τραπέζι μας χωρίς να βάλουν το θαυμασμό τους μέσα σε καλλωπισμένες φράσεις και ανθρώπινες χειρονομίες. «Δεν έχω τον αριθμό του φαξ σας» του λέει μια ευγενική κυρία, που σέρνει μαζί της ένα καρότσι λαϊκής. «Α, δεν έχω φαξ» αποκρίνεται ο Κραουνάκης. «Εντάξει τότε», δεν υποχωρεί η κυρία, «θα σας αφήσω κάτι στο ταμείο του Τέχνης».
«Αν υπάρχει κάτι σε δώρο, που μπορεί να σου επιστρέφεται, είναι μια τέτοια στιγμή. Σε ανύποπτο χρόνο, μια κοπέλα μου έστειλε μια φωτογραφία του μωρού της και μου έγραφε: «Έχει εμένα, το μπαμπά του και σε ‘σένα γιατί με τις μουσικές σου έχει μεγαλώσει εννιά μήνες στην κοιλιά μου». Είναι bonus αυτό… Κάθε φορά που έρχεται μια τέτοια υπενθύμιση και σε βρίσκει εκεί που είσαι ράκος και αναρωτιέσαι «τι κάνω ρε πούστη;», επιστρέφεις στο «καλά είμαστε». Υπάρχει μια εμπιστοσύνη, έρχονται σε κάποιον που εμπιστεύονται. Την στιγμή που τους κάνεις να αισθάνονται ευτυχισμένοι είναι σαν να επικυρώνεις όλη αυτή την κοινή πορεία που λες ‘παιδιά είμαστε εδώ, είμαστε ακόμα μαζί, δεν έχουμε προδώσει ο ένας τον άλλο μέσα στη σχέση’» λέει ο ίδιος.
Κουρνιάζουμε σ’ ένα από τα στέκια της Στρατηγού Μακρυγιάννη, γειτονιά με το Τέχνης δηλαδή, εκεί όπου ο Σταμάτης Κραουνάκης βρήκε σπίτι για ένα όνειρο του, το «Βικτώρ ή Τα παιδιά στην εξουσία» του Βιτράκ. Δεν σταματάει να επαναλαμβάνει την ευγνωμοσύνη που αισθάνεσαι απέναντι στην Μαριάννα Κάλμπαρη (καλλιτεχνική διευθύντρια του Τέχνης) που έσκυψε πάνω απ’ το όνειρο του, τον ασυγκράτητο θαυμασμό του για τους ηθοποιούς που μοιράζονται τη σκηνή μαζί του όπου «πλέουμε όλοι μας ευτυχισμένα μέσα σ’ ένα παράξενο υγρό», την όρεξη του να φτιάξει αληθινό τον 9χρονο Βικτώρ που ερμηνεύει, γιατί είναι ολοφάνερο, ότι ο Κραουνάκης παιδί ήταν και παιδί παραμένει· «στα 61 μου» προσθέτει.
Ενενήντα λεπτά μετά, λίγο πριν αφήσω το τραπέζι μας, απορώ – με παιδική αφέλεια κι εγώ. «Αλήθεια, γιατί μου δίνεις συνέντευξη παραμονή πρεμιέρας;». Χαμογελάει. «Γιατί είμαι ήσυχος» μου απαντάει. «Ήσυχος και προστατευμένος».
Από την στιγμή που αναλάβατε το ρόλο του Βικτώρ ξαναγυρίσατε στην παιδική σας ηλικία;
Σε μια πρόβα βρήκα ένα στοιχείο πολύ σοβαρό. Το έργο εκτυλίσσεται την ημέρα που ο Βικτώρ γιορτάζει τα ένατα του γενέθλια. Θυμήθηκα λοιπόν πως κάθε χρόνο την ημέρα των γενεθλίων μου γινόμουν ένας μικρός φασίστας. Ήθελα να κάνω το δικό μου κι όλοι στο σπίτι δούλευαν για μένα. Κι αυτό ήταν ένα στοιχείο που με δαιμόνισε στην πρόβα και με έβαλε σε χώρο αναμνήσεων.
Δηλαδή;
Όταν μπήκα πια μέσα στο έργο, αναγνώριζα συγγενείς μου. Τον μπαμπά μου, ας πούμε. Ειδικά, όταν έγραφα την άρια του κρεμασμένου Αντουάν (σημείωση πως και τον πατέρα μου τον έλεγαν Αντώνη), εκείνο το μεσημέρι ξέσπασα σε λυγμούς μόλις έφτασα στη φράση «ακούω στο βάθος τη γνωστή μας σονατίνα, στης νιότης μας την προκυμαία σαν εμβατήριο».
Με τα χρόνια τελικά, οι πρώτοι έρωτες, στην προεφηβική ηλικία δεν μοιάζουν πια με σοβαρά πράγματα. Για να είμαι ειλικρινής, το πρώτο, αληθινό ντου ήταν η Λίνα (Νικολακοπούλου)
Τι φέρετε από την οικογένεια σας;
Ελευθερία. Ήταν αληθινοί και καθαροί άνθρωποι, γλεντζέδες γνήσιοι, δημοκράτες – ίσως ο πατέρας μου ήταν πιο αριστερός από τη μάνα μου. Μας μεγάλωσαν με ένα αίσθημα «διαβάστε, μάθετε, κάντε ότι θέλετε, πάρτε ότι θέλετε». Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοιχτό.
Έχετε πράγματα δικά τους που θα θέλατε να μην έχετε κληρονομήσει;
Έχω πια αγαπήσει τόσο πολύ όσα έχουν συμβεί στη ζωή μου που ακόμα κι αν υπήρχε κάτι τέτοιο, έχει ενταχθεί – όπως και πολλά άλλα – στην ομορφιά των αναμνήσεων. Έχω ίσως κάτι κακό του πατέρα μου, που πίστευε ότι όσα και να χάσεις έρχεται κάποια στιγμή που τα ξανακερδίζεις· και δυστυχώς σε μια τέτοια στροφή έφυγε από την ζωή. Κάτι δεν πρόλαβε… Και το έχω αυτό, αφήνω τα πράγματα να φτάσουν στο τέλος για να πιάσω το νήμα ξανά από αρχή. Από τύχη, δηλαδή, δεν φτάνω στα άκρα.
Αν μαγικά γινόσασταν ξανά παιδί ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που θα θέλατε να κάνετε;
Νομίζω ότι θα πήγαινα ευθέως στην Τέχνη. Στην πραγματικότητα έφαγα κάποια χρόνια μέχρι να πάρω την τελική απόφαση.
Ήσασταν πάντα αποφασισμένος για την Τέχνη;
Από την στιγμή που μπήκε το πιάνο στο σπίτι, ναι.
Πείτε μου μια ανάμνηση παιδική σας ηλικία.
Ο χωματόδρομος της Δημητρακοπούλου. Μπροστά από το σπίτι μου. Όλη η Καλλιθέα ήταν, άλλωστε, χωματόδρομος. Σουρνόμουν εκεί στα χώματα, δίπλα ήταν το ρέμα με τις καλαμιές και ήμασταν μαζί με όλα τα παιδιά παρέα. Η Αλκιστις (Πρωτοψάλτη) – γιατί από τότε ξέρω την Αλκηστη – έμενε δυο δρόμους πιο πάνω, συναντιόμασταν με τα ποδήλατα και παίζαμε κρυφτό· χωνόμασταν στη σκάλα του σπιτιού της. Η κουζίνα μας έβλεπε σε μια αυλή που έμεναν δέκα οικογένειες – μια αυλή των θαυμάτων του Καμπανέλη κανονικά. Στο δίπατο έμενε η εξαδέλφη του Γιάννη Τσαρούχη, η Σαπφώ. Ήμουν ένα αληταριό, αυτό θυμάμαι.
Καταλαβαίνω αθώα ότι όσο κανείς ανοίγει, χωρίς να κρατάει καμία πισινή σ’ αυτήν την περιπέτεια, τόσο έχει να κερδίσει.
Θυμάστε τον πρώτο σας έρωτα;
Με τα χρόνια τελικά, οι πρώτοι έρωτες, στην προεφηβική ηλικία δεν μοιάζουν πια με σοβαρά πράγματα. Για να είμαι ειλικρινής, το πρώτο, αληθινό ντου ήταν η Λίνα (Νικολακοπούλου). Υπήρξαν φυσικά πρόσωπα πιο πριν αλλά δεν ήταν αυτό που λέμε «ο έρωτας που σε παίρνει σε και σηκώνει». Το ντου ήταν η Λίνα. Νομίζω πως πρέπει να μεγαλώσεις για να νιώσεις δούλος του άλλου, ότι δεν μπορείς χωρίς αυτόν.
Είστε και δούλος της τέχνης όμως.
Ναι. Είμαι ακόμα ανοιχτός στην περιπέτεια της τέχνης. Είμαι μέσα στο παιχνίδι, με τις νότες, τη μουσική, με τα αισθήματα, με τις ιδέες. Καταλαβαίνω αθώα ότι όσο κανείς ανοίγει, χωρίς να κρατάει καμία πισινή σ’ αυτήν την περιπέτεια, τόσο έχει να κερδίσει.
Κρατάτε κάτι από την αθωότητα σας;
Ναι και γι’ αυτό δεν δυσκολεύτηκα να παίξω το Βικτώρ, δεν χρειάστηκε να υποδυθώ το παιδί. Έψαξα να βρω μόνο ένα άμπαλο σώμα για να τον χωρέσω.
Το έργο του Βιτράκ το είχε σκηνοθετήσει για πρώτη φορά ο Κουν το ’73. Νιώθετε παιδί του Κουν;
Είμαι καθαρόαιμο παιδί της σχολής του! Βλέπω Θέατρο Τέχνης από τα 12 μου. Είναι βαθύ παρελθόν για μένα ο Κουν. Είναι το πρώτο μου καλλιτεχνικό σχολείο, η πρώτη μου καλλιτεχνική δουλειά με τους «Ιππής» στην Επίδαυρο σε μουσική διδασκαλία του Μίκη Θεοδωράκη – φαντάσου αυτό ήταν το πρώτο μου μεροκάματο. Και να τώρα, μετά από τόσα τα χρόνια γυρίζω στο Τέχνης με ένα έργο πλήρες, υπογράφοντας τη μουσική του – γιατί το πρωταγωνιστιλίκι προέκυψε στην πορεία. Και μόνο την ώρα που φοράω τα παπούτσια μου και μπαίνω στη σκηνή, νιώθω ευτυχία: Η τελευταία εικόνα που αντικρίζω είναι το πορτρέτο του κυρίου Κουν. Τον καλησπερίζω κάθε φορά.
Βλέπω Θέατρο Τέχνης από τα 12 μου. Είναι το πρώτο μου καλλιτεχνικό σχολείο, η πρώτη μου καλλιτεχνική δουλειά με τους «Ιππής» στην Επίδαυρο σε μουσική διδασκαλία του Μίκη Θεοδωράκη – φαντάσου αυτό ήταν το πρώτο μου μεροκάματο
Πως θα περιγράφατε το λιμπρέτο που γράψατε για το έργο;
Δεν θέλησα να το κάνουμε μιούζικαλ. Το κείμενο είναι τόσο πυκνό που για να μπορέσεις να συμμορφώσεις το 1/3 του έργου του σε λιμπρέτο – κρατώντας την αυθαιρεσία και την ποιητικότητα που έχει – χρειάστηκε πολύ δουλειά. Ηταν ένα στοίχημα, λοιπόν, βασισμένο σε ένα εξαιρετικό πρωτότυπο (που μετέφρασε λέξη προς λέξη η φίλη μου Αλεξάνδρα Παντελάκη) που έχει να πει κάτι πολύ δυνατό στην εποχή. Μέχρι στιγμής όσα έχουν γραφτεί για το έργο εστιάζουν στις οικογενειακές συγκρούσεις και στην κριτική που ασκεί στην αστική υποκρισία. Κατά τη γνώμη μου, από πίσω είναι το θέμα. Γραμμένο από ένα σουρεαλιστή ποιητή το 1927, σε μια στιγμή που όλοι ελπίζουν, το έργο προλέγει την καταστροφή, την πτώση της Ευρώπης. Και μάλιστα από την ίδια την μικρή κοινωνία των σπιτιών. Κάτι που η ανθρωπότητα ζει σε γκρόσο εικόνα αυτή τη στιγμή.
Επιμείνατε επτά χρόνια, διατηρώντας και τα δικαιώματα του «Βικτώρ», μέχρι να το καταφέρετε να το ανεβάσετε. Γιατί;
Γιατί αισθάνομαι ότι αυτό το έργο το οφείλω στους νέους. Οφείλω κάτι στην εποχή μου που θα μιλήσει στη νέα γενιά η οποία ενδεχομένως φοβάται να σηκώσει τον πήχη της προσωπικής της επανάστασης. Γιατί όλες οι υπόλοιπες γενιές, λίγο ως πολύ, φύγαμε από τα σπίτια μας, κάναμε τη ζημιά μας, κάτι κάναμε. Τα σημερινά παιδιά είναι καθηλωμένα. Ήθελα κάτι να πω κάτι εκ μέρους τους και κυρίως να τους παρασύρω σε κάτι.
Για τα παιδιά της Ευρώπης σήμερα τι θα σημάνει επανάσταση;
Να μην επιτρέψουν άλλη βία στις ζωές τους. Να αντιδράσουν θερμά για το μέλλον τους.
Ποια είναι η ιδανική εικόνα αντίδρασης που φαντάζεστε στη σημερινή εποχή;
Η δημιουργία. Η επικοινωνία ιδεών μέσω των έργων. Αυτό δεν πολεμιέται εύκολα. Αν το έργο έχει δύναμη.
Η δική σας προσωπική επανάσταση τι περιείχε;
Αυτό· συνεχή δημιουργία. Κατέφυγα σε “πανεπιστήμια” που μου έδιναν υλικό και περιεχόμενα. Αριστοφάνη, Βάρναλη, Ντάριο Φο – τώρα στον Βιτράκ.
Τα παιδιά της Ευρώπης δεν πρέπει να επιτρέψουν άλλη βία στις ζωές τους. Να αντιδράσουν θερμά για το μέλλον τους
Κοιτάζετε από τη μια τον Τραμπ, από την άλλη την Τερέσα Μέι και την Λε Πεν. Τι μέλλον έρχεται λοιπόν;
Αν προσθέσεις και τον Πούτιν με τον Ερντογάν όλοι κουβαλούν μαστίγια έτοιμοι να υποτάξουν τα θηρία για να μην ζητούν τίποτε. Ας ετοιμαστούμε για πόλεμο. Εγώ προσωπικά έχω κουρντίσει πάνω σε αυτό, με έχει ελευθερώσει αυτό, έχω την ελευθερία του μελλοθάνατου που σου δίνει το δικαίωμα να μη φοβάσαι.
Δηλαδή, δεν φοβάστε για την Ελλάδα κι έξω από αυτήν;
Όχι, η Ελλάδα έχει αντέξει πολύ πιο ζοφερά πράγματα από τα να φοβηθεί μια εποχή. Όσο το μνημείο της Ακρόπολης είναι στη θέση του δεν χαμπαριάζω από φόβο. Αν πέσει το μνημείο θα πω «ναι, χάσαμε το παιχνίδι». Αλλά το μνημείο είναι εκεί – προς το παρόν απούλητο.
Με αυτούς τους κυβερνώντες δεν ανησυχείτε πως κι αυτό θα πουληθεί;
Όλα παίζουν. Μιλάμε για ένα πολιτικό τσίρκο. Η Νέα Δημοκρατία οπωσδήποτε, είναι Το τσίρκο· δεν θυμάμαι ποτέ πιο τσίρκο αυτό το κόμμα. Και θα πω κάτι καταστρεπτικό για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ: πουλάνε το μαλλί της γριάς έξω από το τσίρκο.
Δηλαδή; Πως κρίνετε το ΣΥΡΙΖΑ δυο χρόνια διακυβέρνησης μετά;
Δεν θα ρίξω νερό στο μύλο του διαβόλου. Δεν ανήκα στους ενθουσιώδεις με το ΣΥΡΙΖΑ αλλά ήθελα να φύγουν οι άλλοι. Το ζύγι είναι επικίνδυνο. Ολα μοιάζουν σταματημένα. Και οι άθλιοι έχουν λόγο, είναι ελεύθεροι, πληρώνει το κράτος κόσμο να τους φυλάει. Αυτό μ’ εξαγριώνει. Όσο είναι λυμένα τα σκυλιά θα τρώνε σάρκες. Και είναι λυμένα.
Τρόμαξα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχει ακουστεί στα μνημονιακά χρόνια, ακούγοντας την είδηση ότι θα ζητείται προσδόκιμο ζωής στους καρκινοπαθείς για να έχουν δικαίωμα σε θεραπεία. Δεν εξοργίζεστε με αυτό τον παραλογισμό;
Προτιμώ από την άχρηστη οργή να κρατήσω ενέργεια για να ρίξω κανέναν πυροσβεστήρα στο κεφάλι που έχει υπογράψει αυτό τον όρο. Δεν θέλω άλλο την ουδέτερη οργή του πληκτρολογίου. Θέλω να κρατήσω τα νεύρα μου για να κάνω κάτι ακραίο. Κι αυτό είναι στοιχείο ωριμότητας το οποίο προτείνω σε όλους.
Ωριμότητας ή μήπως και αναρχίας;
Κάνε το εικόνα. Θα πέσουν μερικά καταπληκτικά χαστούκια – δεξιά κι αριστερά.
Αριστερός αμετανόητος; Σαφέστατα ναι. Εμείς ανήκουμε σε μια κατηγορία ανθρώπων που δεν μπήκαμε στα κόμματα. Πιστεύουμε στο να μην γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης το μεροκάματο και η ζωή των άλλων ανθρώπων. Πιστεύουμε στο αυτονόητο: Να πάψουν να τάζουν οι πολιτικάντηδες λαγούς με πετραχήλια και μετά να τους βυθίζουν σε μεγαλύτερο Καιάδα. Αν δεν κινητοποιηθούμε τα καινούργια παιδιά θα έχουν ηττηθεί πριν γεννηθούν.
Όσο το μνημείο της Ακρόπολης είναι στη θέση του δεν χαμπαριάζω από φόβο. Αν πέσει το μνημείο θα πω «ναι, χάσαμε το παιχνίδι». Αλλά το μνημείο είναι εκεί – προς το παρόν απούλητο
Ακόμα αντιστέκεστε σε θεσμικές θέσεις;
Για μένα αυτό το θέμα είναι λήξαν. Εκτιμώ την προσπάθεια κάποιων που το τολμούν, τους στηρίζω με ιδέες, όμως δεν το επιθυμώ, δεν το θέλω, δεν μπορώ να το υποστηρίξω. Είμαι καλλιτέχνης.
Είστε μια κατηγορία μόνος σας;
Όχι. Κάθε καλλιτέχνης είναι ένας κόσμος, ούτε συζήτηση. Αλλά δεν είμαι καθόλου μια κατηγορία από μόνος μου. Απλώς δεν διεκδικώ τίποτε άλλο από την καλλιτεχνική μου ιδιότητα. Κι αν κοιτάξεις ακόμα και σε παγκόσμια κλίμακα καλλιτέχνες με την δική μου υφή υπάρχουν πάρα πολλοί. Έτσι κι αλλιώς η τέχνη είναι ένα πράγμα με υποχρεωτική ομαδικότητα.
Σε τι δημιουργική φάση βρίσκεστε τώρα που μιλάμε;
Με το «Ολοι ένα» αισθάνθηκα ότι μπήκα σε μια κάψουλα αυτό που εγώ θα ήθελα να σώσω…
Ταξιδέψατε στο Λονδίνο με το «Ολοι ένα». Μιλάει η ελληνική μουσική στην Ευρώπη;
Έχω την αίσθηση ότι είναι μια πολύ καλή στιγμή για την ελληνική τέχνη – ειδικά σε ότι αφορά θεάματα που περιλαμβάνουν μουσική – να “χτυπήσουμε” στην Ευρώπη. Είμαστε ακόμα μια πολύ δυνατή καλλιτεχνικά πατρίδα. Έχουμε μουσικούς, ηθοποιούς, εικαστικούς, λογοτέχνες, νεότερες δυνάμεις με τρομερά ενδιαφέροντες προτάσεις. Πιστεύω ας πούμε ότι ο Σαίξπηρ του Καρατζά πρέπει οπωσδήποτε να παιχτεί στο Globe Theater! Αφορά στη διεθνή κοινότητα αυτή η γλώσσα.
Η δική σας γλώσσα αφορά στη διεθνή κοινότητα;
Κρίνοντας από την παράσταση του Λονδίνου – όπου όλοι είχαν την εντύπωση ότι θα ήταν μια βραδιά με μπουζούκια – όχι μόνο κερδίσαμε τους Ελληνες του Λονδίνου αλλά μας έγραψαν ένα διθύραμβο στο βασικό θεατρικό site της πόλης. Πιστεύω πως χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Ζορμπά.
Θα ξαναβγείτε στο εξωτερικό; Η αλήθεια είναι πως κάτι μαγειρεύουμε στο Λονδίνο. Υπήρξε μια ευτυχής συνάντηση δέκα Ελλήνων καλλιτεχνών, με αφορμή τη δική μου παρουσία εκεί και, ξαφνικά δημιουργήθηκε ένας πυρήνας που φαίνεται ότι θα ξεκινήσει κάτι εκεί.
Χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Ζορμπά
Με θέατρο ή με μουσική; Έχετε αποφασίσει τι υπερισχύει μέσα σας;
Πλέον, έχω μια αρκετά σοβαρή προπαίδεια στο θέατρο μετά τον Αριστοφάνη και τον Σωκράτη. Αλλά από πάντα τα θέλω αγκαλιά αυτά τα δύο. Μην ξεχνάς πως ήμουν αυτός που έβαλα σκηνοθέτη για πρώτη φορά στα μουσικά θεάματα. Έφερα τον Ανδρέα Βουτσινά να με σκηνοθετήσει. Πάντως, ότι κι αν κάνω το σημαντικό είναι τι μήνυμα φεύγει στους ανθρώπους, τι τους λες, τι τους φωνάζεις.
Και τι λέτε, τα μηνύματα που δίνετε είναι αναλώσιμα ή κάτι αφήνουν;
Από τα τραγούδια έμειναν πράγματα. Από την άλλη, έχω παράδειγμα το «Πάτωμα» που είναι μια ιστορία τόσων χρόνων και τα μηνύματα του, οι ήρωες του, τα τραγούδια είναι ακόμα ζωντανά.