Flâneur#18: Κάρολος Κουν, 30 χρόνια απουσίας
14 Φεβρουαρίου συμπληρώνονται 30 χρόνια από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο θεατράνθρωπος που διαμόρφωσε πολλές γενιές ηθοποιών και πολλές γενιές θεατών.
Ο Κάρολος Κουν έσβησε στις 14 Φεβρουαρίου 1987 σε ηλικία 79 ετών. Είχε γεννηθεί στην Προύσσα της Μικράς Ασίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1908 και είχε φοιτήσει στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Η πρώτη του σκηνοθετική εμφάνιση ήταν πολλά χρόνια πριν δημιουργήσει (το 1942) το Θέατρο Τέχνης. Ήταν το 1929, όταν δίδασκε στο Κολλέγιο Αθηνών και είχε σκηνοθετήσει τότε την παράσταση Τέλος του ταξιδιού, του Σέριφ, στην οποία έπαιζαν μαθητές του Κολλεγίου.
Η επίσκεψη του Ιονέσκο για να δει τον “Βασιλιά”…
Κάποτε, το 1963, ο Κουν αποφάσισε να ανεβάσει πάλι Ιονέσκο. Είχαν ήδη δοθεί οι παραστάσεις των μονόπρακτων και του Ρινόκερω. Θαύμαζε πολύ τον Ιονέσκο (με τον οποίο είχαν από παλαιότερα γνωριστεί) και το θέατρο του παραλόγου. Θεωρούσε πρωτοπόρο, πάντως, τον Βιτράκ και τον θαύμαζε -γι’ αυτό και ανέβασε αργότερα, το 1973, το Βίκτορ ή Τα παιδιά στην εξουσία, με πρωταγωνιστή τον μοναδικό μας Μίμη Κουγιουμτζή, που τόσο πρόωρα χάσαμε.
Αυτή τη φορά, του Ιονέσκο ανέβασε το Ο βασιλιάς πεθαίνει και ως βασιλιά είχε διαλέξει τον Μήτσο Χατζημάρκο. Μια μέρα, και αφού είχαν ξεκινήσει οι παραστάσεις, με ρωτάει: «Τι λες; Να καλέσουμε τον Ιονέσκο σε μια έκτακτη παράσταση;». Έτσι. Όπως συχνά συνήθιζε. Χωρίς άλλη προειδοποίηση. Ποιος ξέρει πόσον καιρό το σκεπτόταν και… το ήθελε, κατά βάθος. Και του είπα κι εγώ: «Γιατί να μην δοκιμάσουμε; Τι έχουμε να χάσουμε;». Αμέσως έφυγε η πρόσκληση (τότε αλληλογραφούσαμε με ευγενικά γράμματα που τα στέλναμε με το ταχυδρομείο). Η απάντηση ήρθε επίσης αμέσως. Χωρίς χρονοτριβή, ο Ιονέσκο έγραφε: «Πολύ ευχαρίστως». Και άρχισε, παρά τη μεγάλη επιτυχία του έργου, με ιδιαίτερη ταραχή, που την παράσταση, σε λίγες μέρες, θα την παρακολουθούσε -ποιος; Ο ίδιος ο Ιονέσκο.
Κάρολος Κουν και Ευγένιος Ιονέσκο
Μεγάλο πρόβλημα για τον Κουν ήταν κυρίως το “μετά”. Τι θα κάναμε για να τον περιποιηθούμε μετά την παράσταση; Ανάλογα με το πώς θα είχε αντιδράσει; Και σε τι περιβάλλον; Να πηγαίναμε σε καμιά δική μας ταβέρνα; Να μέναμε στην Πλάκα ή καλύτερα να κατεβαίναμε προς τη θάλασσα; Και σε ποιους θα λέγαμε; Γιατί, επιπρόσθετο πρόβλημα: του Ιονέσκο δεν του πήγαινε καθόλου η κοσμική ζωή, κι ακόμα λιγότερο οι επισημότητες. (Απόδειξη το ότι σκόπιμα έφτασε στην Αθήνα μια μέρα νωρίτερα από ό,τι είχε πει αρχικά. Και στο αεροδρόμιο δεν τον υποδέχθηκε κανένας άλλος εκτός από τον Κουν, που αυτός βέβαια ήξερε το μυστικό). Κάθε μέρα ο Κουν άλλαζε γνώμη, και το πρόβλημα είχε γίνει πάρα πολύ σοβαρό. Στο τέλος αποφάσισε να πάμε στου Φλόκα της οδού Πανεπιστημίου. Αποφάσισε ακόμα ποιοι θα προσκληθούν, αφού επί μέρες έγραφε κι έσβηνε ονόματα σ’ ένα χαρτάκι. Και αφού ταλαντεύτηκε, τελικά αποφάσισε και πώς θα κάτσουμε. Δεν θυμάμαι καθόλου σε ποιο ξενοδοχείο του κλείσαμε δωμάτιο.
Και ο Ιονέσκο έφτασε. Εφτασε και η μεγάλη βραδιά, και η παράσταση ήταν θαυμάσια, από κάθε άποψη. Ο Μήτσος Χατζημάρκος καταπληκτικός. Ο Ιονέσκο είπε ότι ενθουσιάστηκε, ότι ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις -νομίζω είπε “η καλύτερη”- που είχαν δοθεί για τον Βασιλιά. Δεν έμοιαζε να λέει ψέμα. Άλλωστε, ο ίδιος δεν είχε πει κάποτε ότι “το Θέατρο Τέχνης υπάρχει για να κάνει το έργο να ζει, σηκώνοντας στους ώμους του ολόκληρο τον κόσμο των άλλων ανθρώπων; Ο Κουν ήταν ευτυχής. Κι όλοι εμείς μαζί του».
Κάρολος Κουν και Γιώργος Λαζανης
Ο Δράκος του Σβαρτς
Μέσα στη δικτατορία, ο Κάρολος Κουν ανακοινώνει ότι θα ανεβάσει το έργο του Σοβιετικού συγγραφέα Γεβγένι Σβαρτς Ο Δράκος, το οποίο βασιζόταν σε ένα παραμύθι για τον δράκο που τρομοκρατεί και βασανίζει το χωριό, τους άντρες και τις γυναίκες, με τον πιο άγριο και βάναυσο τρόπο. Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, που τελειώνει με την απαλλαγή του δύσμοιρου εκείνου χωριού από την απάνθρωπη μοίρα που του είχε επιβληθεί.
Άρχισαν οι πρόβες, αφού πρώτα πέρασε χωρίς πρόβλημα το κείμενο από τη λογοκρισία (ο Κουν έλεγε ότι ο λογοκριτής δεν είχε πάρει χαμπάρι ποιο ήταν το νόημα του έργου), είχε οριστεί και η ημερομηνία που θα ξεκινούσαν οι παραστάσεις στο Υπόγειο, και όλα προχωρούσαν -και μαζί μ’ αυτά και μια εύλογη, αν θέλετε, ανησυχία του Κουν (παρά το γεγονός ότι τον Σβαρτς τον είχε εμφανίσει στη λογοκρισία ως Γερμανό), που τη διατύπωνε μισοσοβαρά μισοαστεία, σαν να μην ήθελε ούτε ο ίδιος να πιστέψει αυτό που έλεγε: «Άμα καταλάβουν περί τίνος πρόκειται και γεμίζει κάθε βράδυ το θέατρο με κόσμο και χειροκροτήματα… θα μας πάνε μέσα». Και η βραδιά της πρεμιέρα όλο και πλησίαζε. Και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει, με συγκρατημένη απαισιοδοξία ως προς την τύχη μας.
Λίγες μόνο μέρες πριν, παίρνω ένα τηλεφώνημα από τον Κουν. Μου λέει συνωμοτικά «Πρέπει να σε δω», και τίποτ’ άλλο. Πηγαίνω στο γραφειάκι του στο Υπόγειο. Με ύφος περίεργο μου δηλώνει: «Δεν θα μας πάνε μέσα». Και στο γεμάτο απορία βλέμμα μου, με εκείνο το ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο που επιστράτευε καμιά φορά όταν κάτι τον διασκέδαζε, μου εξηγεί: Σε ένα αγγλικό θεατρικό περιοδικό είχε βρει ένα άρθρο για τον Δράκο του Σβαρτς. Και το άρθρο αυτό έλεγε ότι ο Δράκος ανεβάστηκε στη Ρωσία, αλλά για ένα μονάχα βράδυ. Γιατί, μετά τη μοναδική αυτή παράσταση, οι σοβιετικές αρχές απαγόρευσαν να ξαναπαιχτεί. Το συμπέρασμα του Κουν βασιζόταν στη δική του απόλυτα τετράγωνη λογική: Το κατέβασε το κομμουνιστικό καθεστώς που υπήρχε τότε στη Ρωσία. Γιατί; Επειδή θεωρήθηκε ότι ήταν αντικομουνιστικό. Άρα, δεν μπορούν εμάς να μας πούνε τίποτα, και βέβαια δεν μπορούν να μας πάνε μέσα επειδή ανεβάσαμε αντικομουνιστικό έργο. Καμία περί αυτού αμφιβολία.
Η συνέχεια: Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία. Η θαυμάσια σκηνοθεσία του Γιώργου Λαζάνη έχει μείνει ζωντανή στη μνήμη όσων θεατών είχαν την τύχη να δουν την παράσταση, εκείνα μάλιστα τα χρόνια».
Δεν μπορώ να έχω ξένο στην πρόβα, γιατί ξέρεις πόσο καμιά φορά εκνευρίζομαι και φωνάζω. Και ξεσπάω. Και δεν θέλω να με βλέπουν έτσι
Η διαδικασία της δημιουργίας
Θυμάμαι ότι σε δύο μόνο περιπτώσεις ζήτησα από τον Κουν την άδεια να δεχθεί επισκέπτη σε πρόβα του, στο Υπόγειο. Τη μία φορά, για έναν φίλο μου, που πολύ το ήθελε. Η απάντηση ήταν ξεκάθαρα αρνητική. Η δικαιολογία πολύ απλή και εύλογη: δεν θα αισθάνονται καλά τα παιδιά, οι ηθοποιοί, να υπάρχει ένας ξένος. Τη δεύτερη φορά, η αίτησή μου ήταν για δύο νέους, αδέλφια, που τον θαύμαζαν και επί μήνες με βομβάρδιζαν με το πότε θα δεχθεί ο Κουν να παρακολουθήσουν μια πρόβα. Κάποτε του το είπα: πάλι αρνήθηκε. Η δικαιολογία αυτή τη φορά ήταν κάπως αλλιώτικη: «Δεν μπορώ εγώ, μου είχε πει, να έχω ξένο στην πρόβα, γιατί ξέρεις πόσο καμιά φορά εκνευρίζομαι και φωνάζω. Και ξεσπάω. Και δεν θέλω να με βλέπουν έτσι». Κάτι τέτοιο, περίπου.
Πάντως, τα ξεσπάσματα του Κουν, όταν δεν του έδιναν αυτό που επιδίωκε, μας τα επιβεβαιώνει ο επί πολλά χρόνια στενός συνεργάτης του, Διονύσης Φωτόπουλος, που θυμάται μέχρι και εκρηκτικές σκηνές όταν διαφωνούσαν. Ευτυχώς, οι εκρήξεις αυτές δεν φαίνονται στα αποτελέσματα της συνεργασίας τους. Για να επανέλθω όμως στην αίτηση των δύο νέων, λίγες μέρες μετά που του το είχα πει, αφού προφανώς το ξανασκέφτηκε, μου λέει: «Εκείνα τα παιδιά, πες τους να έρθουν. Θα κάτσουν όμως στην τελευταία σειρά, στο σκοτάδι». Κολακεύτηκε, άραγε, που τον θαύμαζαν οι νέοι; Μάλλον. Γιατί το να αποφάσισε να αλλάξει εκείνος συμπεριφορά και να μη φωνάξει, αν κάτι δεν του πήγαινε όπως το ήθελε, ούτε στιγμή δεν το φαντάστηκα».