Ο Κουρέας της Σεβίλλης του Τζοακίνο Ροσσίνι στο Θέατρο Ολύμπια
Ο Κουρέας της Σεβίλλης, ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του ελληνικού κοινού, επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μέσα από τη σύγχρονη ματιά του σκηνοθέτη Φραντσέσκο Μικέλι. Η ανατρεπτική παραγωγή του αριστουργήματος του Τζοακίνο Ροσσίνι, σε μουσική διεύθυνση του Αναστάσιου Συμεωνίδη και της Ζωής Τσόκανου θα παρουσιαστεί από τις 18 Φεβρουαρίου και για οκτώ μόνο παραστάσεις στο Θέατρο Ολύμπια.
Η εντυπωσιακή παραγωγή, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε την περασμένη σεζόν στο Θέατρο Ολύμπια και στην συνέχεια ταξίδεψε στο Τεάτρο Κομουνάλε της Μπολόνιας, φέρνει την ιστορία του Φίγκαρο στην ψηφιακή εποχή, φωτίζοντας τον -μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας- κόσμο της Ροζίνας.
Το έργο δεν χρειάζεται συστάσεις. Η πνευματώδης, σβέλτη και ιδιαίτερα μελωδική μουσική ντύνει μια σειρά από κωμικές καταστάσεις, καθώς ο κουρέας Φίγκαρο βοηθά τον κόμη Αλμαβίβα να παντρευτεί την όμορφη Ροζίνα, η οποία κατοικεί με τον ηλικιωμένο προστάτη της Δόκτορα Μπάρτολο, που την προορίζει για τον εαυτό του.
Ο Φραντσέσκο Μικέλι, καλλιτεχνικός διευθυντής του φημισμένου Ιταλικού Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτας δημιούργησε ένα σύγχρονο, ανατρεπτικό Κουρέα. Ο σκηνοθέτης επιχείρησε να παρουσιάσει τον -μεταξύ του ονείρου και της φαντασίας- κόσμο της Ροζίνας, που «θέλει να ερωτευτεί για να δει μέσα της όλο τον κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω, σε μια βουβή αγωνία για την υπαρξιακή αναγνώριση και ολοκλήρωσή της». Σύμφωνα με τον Μικέλι, «η Α’ Πράξη έχει διαμορφωθεί σαν το φανταστικό της κόσμο, το όνειρο και την ελπίδα της νεαρής, γλυκιάς κοπέλας. Αίσθηση και όραμα έρχονται στο φως, συναντώντας την καρδιά της όμορφης. Αντίθετα, στη Β’ Πράξη επιστρέφουμε στον πραγματικό κόσμο, στον υλικό κόσμο και στην πραγματική απιστία. Μέσα από αυτή την αντίθεση η Ροζίνα θα αποκαλυφθεί και θα γνωρίσουμε το βάθος των καταπιεσμένων και καλά κρυμμένων συναισθημάτων της. Σε αυτή τη διαλεκτική ανάμεσα σε Α’ και Β’ Πράξη θα έχουμε τη Ροζίνα ως μέτρο, με το οποίο μετράμε κάθε χαρακτήρα, κάθε χειρονομία, κάθε πράξη. Μέσα από τα δικά της μάτια θα κρίνουμε τον κόμη Αλμαβίβα, τον κατώτερο Ντον Μπαζίλιο, τον Φίγκαρο και την κακοήθη προχειρότητα του Ντον Μπάρτολο. Αυτό είναι το πνεύμα του Κουρέα σήμερα, αυτή η συμπύκνωση εκρηκτικής χαράς, τοποθετημένη σε μία μυστική γωνιά του κόσμου. Ο Ροσσίνι τοποθέτησε το αριστούργημά του ανάμεσα σε μακρινούς κόσμους και διαφορετικές ιστορίες, και ανάμεσα στα δύο βρίσκεται ο σημερινός κόσμος. Καθήκον μας είναι να αφηγηθούμε την κυρίως υπόθεση αυτής της όπερας και όλες τις αναρίθμητες διαθλάσεις και θαυμαστές επιδράσεις της».
Ο σκηνοθέτης έχει διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία σε σημαντικά ιταλικά λυρικά θέατρα (Αρένα της Βερόνας, Φενίτσε της Βενετίας, Παλέρμο κ.ά.), αλλά και εκτός Ιταλίας, σε όπερες όπως της Νίκαιας της Γαλλίας και του Πεκίνου. Τα εντυπωσιακά σκηνικά υπογράφει ο Νίκολας Μπόουβυ, ο οποίος έχει και την ευθύνη των φωτισμών, ενώ τα πολύχρωμα κοστούμια έχει σχεδιάσει ο Τζανλούκα Φαλάσκι. Ο Παναγιώτης Τομαράς έχει αναλάβει τον σχεδιασμό των οπτικών μέσων.
Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης της παραγωγής έχουν οι Αναστάσιος Συμεωνίδης και Ζωή Τσόκανου. Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Το ρόλο του τίτλου ερμηνεύουν, στην πρώτη διανομή ο Διονύσης Σούρμπης, ο οποίος έχει διαγράψει μια σημαντική διεθνή πορεία τα τελευταία χρόνια, ενώ στη δεύτερη ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός. Στον ρόλο της Ροζίνας δύο διακεκριμένες υψίφωνοι, η Βασιλική Καραγιάννη και η Μίνα Πολυχρόνου. Ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ Αντώνης Κορωναίος ερμηνεύει τον ρόλο του Κόμη Αλμαβίβα στην πρώτη διανομή, ενώ ο Ρουμάνος Γιόαν Χότεα στη δεύτερη. Στο ρόλο του Μπάρτολο οι Δημήτρης Κασιούμης και Άκης Λαλούσης, ενώ στον ρόλο του Μπαζίλιο οι Τάσος Αποστόλου και Πέτρος Μαγουλάς. Μαζί τους συναντάμε μια πλειάδα σημαντικών Ελλήνων μονωδών.
Το διάσημο έργο που συμπλήρωσε το 2016, διακόσια χρόνια ζωής, αφού πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρώμη τον Φεβρουάριο του 1816, κρύβει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, για τον τρόπο που γράφτηκε, αλλά και την αποδοχή του από το ιταλικό και το παγκόσμιο κοινό. Η πρεμιέρα του έργου έγινε στις 20 Φεβρουαρίου 1816 στο θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης. Στις 17 του προηγούμενου μήνα ο Ροσσίνι δεν είχε καν ξεκινήσει να το γράφει, μια και ο Δούκας Φραντσέσκο Σφόρτσα δεν του είχε παραδώσει το ποιητικό κείμενο. Τελικά, στις 6 Φεβρουαρίου ο 24χρονος Ροσσίνι είχε ήδη συνθέσει την Α’ πράξη του έργου και έως τις 20 Φεβρουαρίου που δόθηκε η πρώτη παράσταση, είχε ολοκληρώσει τη σύνθεση, αλλά και την ενορχήστρωση του έργου. Σήμερα μοιάζει εξωπραγματικό το γεγονός ότι η σύνθεση ενός τέτοιου έργου ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις 24 μέρες. Εκείνη την εποχή, όμως, ο χρόνος μετρούσε αλλιώς: «Δεν εκπλήσσομαι, πάντοτε συνέθετε αργά», είπε χαρακτηριστικά ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι, όταν έμαθε για το χρόνο που απαιτήθηκε από τον Ροσσίνι για την σύνθεση του Κουρέα. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι ο Ροσσίνι χρειάστηκε για τη σύνθεση της Ιταλίδας στο Αλγέρι μόλις 18 μέρες!
Οι θεαματικές ταχύτητες σύνθεσης των έργων των Ροσσίνι, Μπελλίνι, Ντονιτσέττι, έχουν την εξήγηση τους σε δύο βασικές αιτίες. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο ανταγωνισμός μεταξύ των συνθετών της όπερας ήταν τεράστιος, στην Ιταλία. Σε περίπτωση που κάποιος δεν κατάφερνε να ολοκληρώσει το έργο του στο χρόνο που είχε ζητηθεί, τα θέατρα προχωρούσαν στην επόμενη ανάθεση. Ενδεικτικό της κατάστασης, είναι ότι τα συμβόλαια που υπέγραφαν οι συνθέτες ήταν σχεδόν εξευτελιστικά. Ο Ροσσίνι στο συμβόλαιο του Κουρέα είχε δεχθεί να συνθέσει πάνω σε όποιο ποιητικό κείμενο θα του δινόταν, να προσαρμόσει τη σύνθεσή του στις φωνές και τις ανάγκες των τραγουδιστών του θεάτρου, να επιβλέπει τις δοκιμές της ορχήστρας, να διευθύνει τις πρώτες παραστάσεις και όλα αυτά για να λάβει μικρότερη αμοιβή από την πρωταγωνίστρια του έργου. Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα «μουσικά δάνεια» από προηγούμενα έργα των ιδίων ή ακόμα και άλλων συνθετών, ήταν κάτι το αναπόφευκτο και κοινά αποδεκτό. Στον Κουρέα ο Ροσσίνι έχει χρησιμοποιήσει «δάνεια» από παλιότερα έργα του, όπως τα Σιγισμούνδος, Αυρηλιανός στην Παλμύρα, Ελισάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας, Προικοσύμφωνο, Ο κύριος Μπρουσκίνο, Αίγλη και Ειρήνη κ.ά. Ακόμα και η υπέροχη εισαγωγή του Κουρέα, που θεωρείται ότι συνοψίζει μουσικά το πνεύμα όλου του έργου, είναι «δάνειο». Δεν είναι καν αυτή που έγραψε ο συνθέτης το 1816, μια και η παρτιτούρα της δεν εντοπίστηκε όταν χρειάστηκε το έργο να εκδοθεί στο Παρίσι το 1866. Η εισαγωγή του Κουρέα είναι αυτή που ο Ροσσίνι είχε χρησιμοποιήσει το 1813 στην όπερα του Αυρηλιανός στην Παλμύρα και εκ νέου το 1815 στην Ελισάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας.
Η αποδοχή του έργου δεν ήταν η αναμενόμενη – η πρεμιέρα στη Ρώμη ήταν ένα φιάσκο. “Ενοχλημένο από τις κοινοτοπίες που βρίσκονται στην αρχή της β’ πράξης, σοκαρισμένο από την απόλυτη απουσία έκφρασης, το κοινό υποχρέωσε την αυλαία να πέσει”, γράφει χαρακτηριστικά ο Σταντάλ για την πρεμιέρα της 20ης Φεβρουαρίου 1816. Πολύ σύντομα όμως, στο τέλος του ίδιου έτους η όπερα έφτασε στη Μπολόνια και τη Φλωρεντία, ενώ το 1818 παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και το 1819 κατέκτησε και τη Νέα Υόρκη. Μέσα στο διάστημα των 200 ετών ο Κουρέας της Σεβίλλης, έχει καταφέρει να καταγράφεται ως ίσως η δημοφιλέστερη κωμική όπερα όλων των εποχών και σίγουρα ως μια από τις πλέον απολαυστικές όλων.
Η διαχρονική επιτυχία του έργου βασίζεται στη μουσική έμπνευση του Ροσσίνι. Στον Κουρέα τα λόγια λειτουργούν ως πυξίδα, μια και ο πραγματικός χαρακτηρισμός προσώπων και καταστάσεων βρίσκεται στα στοιχεία της μουσικής: στη μελωδία, το ρυθμό, την αρμονία. Όπως και στα έργα του Μπαρόκ έτσι και στον Κουρέα, ο ακροατής δεν χρειάζεται να καταλαβαίνει λέξη προς λέξη το κείμενο για να παρακολουθήσει την ιστορία, αφού το ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνει η μουσική που απευθύνεται άμεσα στο συναίσθημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άρια του Ντον Μπαζίλιο: δεν χρειάζεται κανείς να κατανοεί τα λόγια προκειμένου να πεισθεί για την τρομακτική δύναμη της συκοφαντίας – αρκεί η ερμηνεία της μουσικής να μπορέσει να αναδείξει την κλιμάκωση από τον ψίθυρο στο τρομακτικό ξέσπασμα.
Ο κόσμος που περιγράφει ο Κουρέας της Σεβίλλης είναι ηδονιστικός, κυνικός, γεμάτος εγωπαθείς ανθρώπους, όπως ακριβώς το κοινωνικό εκείνο περιβάλλον στο οποίο έζησε ο Ροσσίνι στην καθημερινότητα της νιότης του στην Ιταλία. Το χρήμα κινεί τα πάντα: ο Αλμαβίβα πληρώνει τους κανταδόρους, δωροδοκεί δύο φορές τον Ντον Μπαζίλιο και αμείβει γενναιόδωρα τον Φίγκαρο, ο οποίος εξηγεί πόσο καλύτερα λειτουργεί και μόνον στην ιδέα του χρυσού. Διακόσια χρόνια αργότερα, είναι πασιφανές πως λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στον κόσμο.