Διασχίζοντας με μια κόκκινη «Σχεδία» την πόλη
Το Σάββατο 11 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο των δράσεων της Διεθνούς Εβδομάδας Πωλητών Περιοδικών Δρόμου (International Vendors Week) η «Σχεδία» προσκάλεσε γνωστούς συμπολίτες μας αλλά και αναγνώστες να φορέσουν τα κόκκινα γιλέκα και να πουλήσουν για μια ώρα το περιοδικό σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Το monopoli.gr ακολούθησε τη «Σχεδία» σε μερικά αθηναϊκά πόστα ζώντας από κοντά το θαύμα αλλά και την μαυρίλα του τοπίου της μητρόπολης όπως είναι σήμερα.
Στα αριστερά, το κίτρινο, βίνταζ κιόσκι με τα κουλούρια και παραδίπλα ο λουστραδόρος να περιποιείται τα παπούτσια του κομψού μεσήλικα με το κόκκινο καπέλο. Ελάχιστα μέτρα πιο δίπλα όμως το στρώμα, οι κουβέρτες και τα λιγοστά υπάρχοντα ενός ακόμη άστεγου μουτζουρώνουν την λουστραρισμένη αθηναική εικόνα. Μπροστά μου ο Γιώργος Παππάς, 52 χρονών, πρώην άστεγος και πωλητής της «Σχεδίας» εδώ και τρια χρόνια συνοψίζει την αλήθεια του δρόμου:
«Είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες ανάμεσα στην αλληλεγγύη και στην επαιτεία. Τι σημαίνει να δουλεύεις στο δρόμο; Ελευθερία- δεν έχεις κανέναν πάνω από το κεφάλι σου. Από την άλλη κάθε μέρα που ξυπνάς δεν έχεις ιδέα τι θα γίνει βγαίνοντας από το σπίτι να πουλήσεις».
Στο σύνολό της όμως ο Γιώργος χαρακτηριζει την εμπειρία της πώλησης του περιοδικού «συγκλονιστική» ενώ τονίζει την σημασία που έχει για αυτόν μετα από έξι μέρες δουλειάς, τέσσερις εβδομάδες τον μήνα να έχει πάντα χρήματα στην τσέπη για τα τσιγάρα και το φαγητό του. Ακόμα κι αν έχει την δυνατότητα να φαει στα συσσίτια δεν το κάνει πια. Σήμερα ο Γιώργος χάρις (και) στη «Σχεδία» έχει ξεφύγει από την άσχημη πλευρά του δρόμου αφού μένει στο σπίτι της αδερφής του (χωρίς να έχει ρεύμα βέβαια, όπως λέει) ενώ όποτε υπάρχει η δυνατότητα κάνει και κανένα μεροκάματο στο μαγαζί του φίλου του με τις επιγραφές.
Μου λέει ότι την επαφή με τον κόσμο στον δρόμο δεν την αλλάζει με τίποτα κι ανατρέχει στην πρώτη ημέρα που βγήκε να πουλήσει τεύχη της «Σχεδίας»: «Νοέμβριος του 2013. Ήμουν στον Άγιο Αντώνιο κι έκανε φοβερό κρύο. Είχα άγχος κι αγωνία. Ντρεπόμουν. Κάποια στιγμή με πλησίασε μια ηλικιωμένη κυρία κι αγόρασε ένα τεύχος. Μου έδωσε € 5 κι επέμεινε να μην πάρει τα ρέστα. Μου εξομολογήθηκε ότι είχε ήδη αγοράσει μια φορά το περιοδικό εκείνο τον μήνα κι ότι παρά το ότι είχε μόνο την μικρή της σύνταξη της αρέσει να βοηθάει. Με ζέστανε αυτή η κίνηση.»
Μικρό διάλειμμα για να καταλάβουμε καλύτερα ποια είναι η «Σχεδία». Ο Χρήστος Αλεφάντης, αρχισυντάκτης της «Σχεδίας» εξηγεί: «Ξεκινήσαμε πριν από τέσσερα χρόνια με δεκατέσσερις πωλητές. Σήμερα πουλάμε 25.000 τεύχη το μήνα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κι οι πωλητές είναι σχεδόν 200. Αυτή τη στιγμή είμαστε το μοναδικό περιοδικό δρόμου στον κόσμο που έχουμε λίστα αναμονής για τους πωλητές. Και δεν το λέμε με καμάρι γιατί μας απασχολεί το ότι δεν μπορούμε να στηρίξουμε όλους τους ανθρώπους που θέλουν να συμμετάσχουν αφού πρόκειται για μια ολόκληρη υποστηρικτική διαδικασία που ξεπερνάει ακόμα και αυτήν της πώλησης. Μοιάζει να έχουν εξαντληθεί τα καλά πόστα που είναι το ζητούμενο- ένα πέρασμα δηλαδή να για να μπορέσει ο πωλήτης να ακούσει μια ‘καλημέρα’ αλλά και να πουλήσει. Όταν πάντως με ρωτούν ποιο είναι το όραμα μου για τη ‘Σχεδία’ η απάντηση μου είναι: ‘να κλείσει μια μέρα’. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θέλουμε να στεκόμαστε στον δίπλανό μας. Είναι μεγάλο κέρδος να βλέπουμε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη να κάνουν το επόμενο βήμα στηνζωή τους όπως να νοικιάζουν ένα σπίτι με το εισόδημα που κερδίζουν από την πώληση του περιοδικού.» Τέλος διαλείμματος.
Στο Σύνταγμα νέα ετερόκλητη σύνθεση. Εδώ, όλη η Αθήνα μοιάζει με το χέρι απλωμένο. Άλλοτε με τρόπο θλιβερό άλλοτε με τρόπο γενναίο και με διάθεση κανονικότητας. Μια μαυροφορεμένη γιαγιά επαιτεί στηριζόμενη στο σιντριβάνι. Μια άλλη σε καλύτερη κατάσταση πουλάει θρησκευτικές εικονίτσες. Ένας τρίτος παίζει βιολί. Διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κι η «Σχεδία»; Ο Ηλίας Μαμαλάκης που δοκιμάζει την τύχη του στην είσοδο του μετρό, το θέτει ως εξής: «Από την λίγη ώρα που βρίσκομαι εδώ συνειδητοποιώ την ανάγκη των ανθρώπων που πωλούν το περιοδικό να επανενταχθούν στην κοινωνία. Η εργασία είναι η βασική επανένταξη. Ο καθένας κρύβει κι ένα δράμα που πρέπει να ξεπεράσει. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να είσαι πωλητής δρόμου. Ξαφνικά γίνεσαι μια σκιά. Πολλές φορές ο κόσμος περνάει κι αποφύγει το βλέμμα σου γιατί νιώθει την ανάγκη. Όμως υπάρχουν και πολλοί σταθεροί πελάτες, άτομα με ευαισθησία και με την ανάκη να προσφέρουν αλλά και να διαβάσουν αυτό το εξαιρετικό περιοδικό».
Στην αρχή της Ερμού το κρύο θερίζει περισσότερο από τα άλλα δύο σημεία μιας κι ο ήλιος δεν μας «βλέπει» εδώ. Παρ’ όλα αυτά, ο Γιάννης Στάνκογλου πουλάει τις «Σχεδίες» σαν ζεστά κουλούρια. Διακριτικά από πίσω του στέκεται ο πωλητής Νίκος Σέρβος, 36 χρονών και δεν προλαβαίνει να κόβει αποδείξεις. Παράλληλα μου αφηγείται την δική του ιστορία.
«Είμαι πωλητής δύο χρόνια τώρα. Πιο πριν ήμουν άστεγος, κοιμόμουν στα παγκάκια. Είχα χάσει πια τη διάθεσή μου, είχα κουραστεί, δεν με ένοιαζε καν. Κάποιες κυρίες, αναγνώστριες του περιοδικού μου μίλησαν για τη ‘Σχεδία’ και με παρότρυναν να γίνω πωλητής. Δύο χρόνια μετά έχουν αλλάξει τα πάντα στην ζωή μου. Κατ’ αρχάς η ψυχολογία μου. Τα υλικά αγαθά έρχονται τελευταία. Η ‘Σχεδία’ έγινε το κίνητρο για να αλλάξω – ήμουν αλκοολικός. Μόλις έγινα πωλητής μετά από λίγο μπήκα και σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Πλέον μένω σε ένα σπίτι που μου έχει παραχωρήσει ένας από τους αναγνώστες του περιοδικού. Εγώ πληρώνω τους λογαριασμούς. Όταν έμενα στον δρόμο έζησα μεγάλη μοναξιά. Το ότι τώρα μιλάω με εσένα μου φαίνεται φοβερό! Δεν πίστευα ότι θα ξαναμιλήσω με ανθρώπους… »
Ευτυχώς που η μεταδοτική χαρά του χειμαρρώδους Γιάννη Στάνκογλου δεν με αφήνει να συγκινηθώ επικινδύνως. Προσπαθώ να ξεκλέψω μερικές σκέψεις κι από τον γνωστό ηθοποιό για την εμπειρία του. «Εδώ συναλλάσσεσαι με βλέμματα και με λόγια κι αυτό είναι πολύ πιο ουσιαστικό από αυτό που συμβαίνει στη σκηνή. Απαιτεί πάντως πολύ ενέργεια και κυρίως το να καταφέρεις να προωθήσεις τον εαυτό σου. Μισό να πουλήσω λίγο ακόμα!». Είναι πασιφανές ότι έχει αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι σε αυτό που κάνει.
Και μετά από όλα αυτά τα συγκινητικά, βήμα γοργό για να φτάσω πίσω από όπου ξεκίνησα, στην Βουκουρεστίου για να ρωτήσω και την Θοδώρα Τζήμου πως της φάνηκε η συμμετοχή της στη δράση. «Είναι από τα πιο ωραία πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου! Αυτή η αίσθηση ότι είμαι τόσο χρήσιμη είναι μοναδική. Στην αρχή είχα μια αμηχανία – δεν είναι εύκολο, πρέπει να έχεις ενέργεια κι αντανακλαστικά. Αρκετοί επίσης είναι καχύποπτοι. Σε ρωτάνε: ‘που πάνε τα χρήματα’»; Η Θεοδώρα αγκαλιάζεται με τον πωλητή Γιώργο, του δίνει το τηλέφωνό της και τον καλεί στην παράσταση που παίζει αυτόν τον καιρό. Με τη σειρά του της χαρίζει το κόκκινο γιλέκο του. Κι εκείνη μας αποχαιρετά φορώντας τό υπερήφανη και τρεχαλάτη αρχίζει να κατηφορίζει την Πανεπιστήμιου για να προλάβει την πρόβα.
Έχει δίκιο. Αλλά δεν είναι κακό. «Το ακριβώς αντίθετο», σκέφτομαι καθώς αγοράζω τη δική μου «Σχεδία» κι αναχωρώ τώρα για πιο ζεστα σημεία της πόλης παρέα με ένα χρήσιμο εφόδιο- για όλους μας, αναγνώστες και πωλητές- στις αποσκευές μου.