Συν & Πλην: Πλατεία Ηρώων στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για το έργο “Πλατεία Ηρώων” του Τόμας Μπέρνχαρτ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, στο Θέατρο οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής».
Ένα σπίτι που διαλύεται σιγά σιγά, μια οικογένεια που διαλύεται, ένας κόσμος, ασφαλώς, που διαλύεται, τουλάχιστον έτσι όπως τον ήξεραν ως εκείνη τη στιγμή οι άνθρωποι που ήταν γύρω από τον καθηγητή Σούστερ. Ακολουθεί η κηδεία, με παρούσες τις δύο κόρες και τον αδελφό του αυτόχειρα καθηγητή, που συνεχίζουν να ενώνουν τα κομμάτια του παζλ αυτού του περίπλοκου, παράξενου, δεσποτικού και οπωσδήποτε ευφυούς ανθρώπου (του αυτόχειρα καθηγητή), να περιγράφουν τον κόσμο που ζουν αλλά και να αυτοσυστήνονται, δηλώνοντας, θαρρείς, ο καθένας και τον ρόλο του όχι μόνο δίπλα στον καθηγητή, όχι μόνο ως μέλη μιας οικογένειας, αλλά, κυρίως, ως χαρακτήρες μιας κοινωνίας. Και στην τελευταία σκηνή, συγκεντρώνονται όλοι (οι κόρες, ο αδελφός, η οικονόμος και η νεαρή υπηρέτρια φυσικά, και εμφανίζονται για πρώτη φορά η σύζυγος (που κι αυτήν από τις περιγραφές των νευρώσεων και των φαντασιώσεών της την έχουμε «γνωρίσει» ως εκείνη τη στιγμή, ο γιος του καθηγητή και ένας συνάδελφός του). Κάθονται όλοι γύρω από το τραπέζι που για τελευταία φορά στρώνεται σ’ αυτό το σπίτι, με το ευφυέστατο εύρημα στη μέση του τραπεζιού να διαγράφεται εκείνο το αποτύπωμα της πτώσης, εκείνη η τρύπα που κατάπιε τον καθηγητή μαζί με διάφορες βεβαιότητες.
Δεν είναι μια απλή ιστορία το τελευταίο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, που πρώτη φορά παρουσιάζεται σε θεατρική σκηνή στην Ελλάδα. Είναι ένα κείμενο παθιασμένο, σαρκαστικό, θυμωμένο με τα δημόσια πρόσωπα της χώρας του αλλά και με συμπεριφορές των συμπατριωτών του, αδυσώπητα ειλικρινές και «αδιάκριτο» με τα όσα δεν πρέπει να λέγονται, ν’ ακούγονται, ν’ αγγίζονται. Ολα αυτά ο Τόμας Μπέρνχαρντ τα ανατρέπει μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο θεατρικού κειμένου. Μ’ ένα κείμενο πυκνό, με οκτώ πρόσωπα που παραπέμπουν σε κοινωνικές συμπεριφορές και ρόλους, ο Τ.Μ. επιδιώκει να γνωρίσει και να μας γνωρίσει το παρελθόν και το παρόν μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας, και να μας κάνει να αναζητήσουμε αναλογίες: σε μιαν άλλη χώρα, σε μιαν άλλη Ευρώπη, σε μιαν άλλη εποχή. Και κυρίως επιδιώκει να μας κάνει να αναρωτηθούμε και να αναζητήσουμε -γυρώ μας ή εντός μας- τις κρυμμένες αυταρχικότητες ή τις φανερές βαναυσότητες, τη γοητεία από την εξουσία, την επεκτεινόμενη και επιδεινούμενη αδράνεια μπροστά στη βία, τα κλειστά στόματα.
Γιατί μικροί ή μεγαλύτεροι Χίτλερ (ακόμα κι αν δεν δημιουργούν παγκόσμιους πολέμους) υπήρχαν πάντα γύρω μας. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ είχε διαισθανθεί, από το 1988 ακόμα, ότι κάποιοι που γοητεύονταν από εκείνον που είχε γίνει δεκτός με μεγάλες τιμές στην Πλατεία Ηρώων της Βιέννης το 1938 ήθελαν να παίξουν ξανά δημόσιο ρόλο, προσπαθώντας να κρύψουν επιμελώς τα κρυφά τους ινδάλματα. Σχεδόν 30 χρόνια μετά είναι πολλοί περισσότεροι, γύρω μας, στην Ευρώπη και στον κόσμο, που οραματίζονται έναν κόσμο βίαιο και γκρίζο, με τείχη και αποκλεισμούς.
Δεν φέρνει αντιρρήσεις, αλλά έχει κι έναν δικό της τρόπο να δηλώνει την προσωπικότητα, τη δυσαρέσκεια ή τη διαφωνία της σε όσα αφηγείται η Τσίτελ. Και μετά υπάρχει ο αδελφός του καθηγητή, καθηγητής κι αυτός, ο καθηγητής Ρόμπερτ (Χρήστος Στέργιογλου, στη δεύτερη θαυμάσια ερμηνεία του μέσα στην ίδια σεζόν) με τις δυο κόρες του εκλιπόντα (Μαρία Σκουλά, Αννα Καλαϊτζίδου). Ο καθηγητής Ρόμπερτ είναι ο δεύτερος άνθρωπος που μιλάει με άγχος, με νευρικότητα, με υστερία επίσης, για τον καθηγητή Σούστερ, τον αδελφό του. Σαν να μην μπορεί κανείς να μιλήσει με φυσιολογικό τρόπο γι’ αυτόν τον περίεργο άνθρωπο. Ο καθηγητής Ρόμπερτ ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που τα αντιλαμβάνεται όλα, τα κατανοεί όλα, έχει γνώμη και άποψη, δεν ελπίζει και πολλά, αλλά δεν αντιδρά. Εχει επιλέξει να μην αντιδρά, όπως πολλοί άνθρωποι σε πολλές κοινωνίες, σε κάθε εποχή: «Ολοι εξανίστανται για όλα, αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα» επισημαίνει. Και είναι το σημείο του έργου που όλα λέγονται με τ’ όνομά τους (οι ευθύνες των πολιτικών, ο συνεχιζόμενος αντισημιτισμός, ο ρόλος της Εκκλησίας, όλα), αλλά χωρίς μάρτυρες, σ’ ένα παγκάκι του νεκροταφείου. Και δίπλα του οι ανιψιές του, η επόμενη γενιά, αμήχανη, διστακτική, μπερδεμένη. Δύο νεαρές γυναίκες, η μία ονειροπόλα και συνεσταλμένη, η άλλη λογική, ενημερωμένη, προσγειωμένη. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της παράστασης, εκείνος ο τεράστιος καθρέφτης δεν είναι πια λοξός, αλλά ίσιος και βλέπουμε όλοι -και το κοινό- το είδωλό μας (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνθήκη). Και οι τρεις αυτοί ηθοποιοί, αμέσως μετά την κηδεία του αυτόχειρα Σούστερ, κάνουν κάτι εκ πρώτης όψεως αντιθεατρικό. Κάθονται με την πλάτη στραμμένη στο κοινό. Και κατά διαστήματα στρέφουν το κεφάλι προς τα πίσω, προς το κοινό και είναι σαν να συνομιλούν με κάποιους. Οπωσδήποτε σαν να συνεννοούνται με τα βλέμματα. Γιατί «ότι του έμεινε αυτού του κακόμοιρου, του ανώριμου λαού, είναι το θέατρο».
Τα Συν (+)
- Οι ερμηνείες: Μάλλον είδαμε μερικές από τις πιο μεστές και συναρπαστικές ερμηνείες της φετινής σεζόν σ’ αυτή την παράσταση. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ως Τσίτελ, ο Χρήστος Στέργιογλου ως καθηγητής Ρόμπερτ ήταν αναμφίβολα οι δύο ρόλοι που μαρκάρουν τη μνήμη του κοινο στους ρόλους που υποδύονται. Δίπλα τους η Σύρμω Κεκέ, η Μαρία Σκουλά και η Αννα Καλαϊτζίδου (οι δύο κόρες του καθηγητή Σούστερ) δημιουργούν τον κόσμο της επόμενης γενιάς με ευαισθησία, στερεότητα και ταλέντο. Ο Γιώργος Μπινιάρης ως ο φίλος καθηγητής Λίμπιχ (με πολύ μικρό, αλλά διακριτό ρόλο) και η Υβόννη Μαλτέζου ως κυρία καθηγητού Σούστερ βάζουν τις δικές τους πινελιές και την εμπειρία τους, παρά τη μικρή διάρκεια της εμφάνισής τους. Ο γιος του καθηγητή Σούστερ, Παναγιώτης Εξαρχέας, υποδύεται με ευσυνειδησία την άβουλη και άχρωμη προσωπικότητα του γιου.
- Η μετάφραση: Η Ερι Κύργια είναι ο άνθρωπος που επιχειρεί -είτε μέσω της μετάφρασης είτε μέσω της δραματουργικής επεξεργασίας- να μεταφέρει πιο κοντά στο κοινό σημαντικά κείμενα. Αυτή τη φορά υπέγραψε τη ζωντανή, ρέουσα και δυναμική μετάφραση του έργου του Μπέρνχαρντ, έχοντας το δικό της σημαντικό μερίδιο, στο τελικό αποτέλεσμα της παράστασης.
- Τα σκηνικά. Οσο ήταν ανοιχτές οι πόρτες του του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» και βλέπαμε τη σκηνή από το φουαγιέ, θαυμάζαμε για περισσότερη ώρα το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη που είχε πολλές λεπτομέρειες, πολλές ανατροπές, πολλή φαντασία. Είχε εκείνες τις υπέροχες κρεμάστρες, είχε την εξαιρετική παπουτσοθήκη (όλα αντικείμενα υποδειγματικής αστικής τάξης), είχ εκείνο το αποτύπωμα της πτώσης στη μέση του σκηνικού και είχε, κυρίως, εκείνον τον καθρέφτη που μας καλούσε να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας, εν μέσω παράστασης.
- Η κίνηση, ο φωτισμός. Καθοριστικοί συντελεστές μιας παράστασης και σ’ αυτή την περίπτωση, τόσο η Ζωή Χατζηαντωνίου στην κίνηση όσο και ο Αλέκος Αναστασίου στους φωτισμούς, υπογράμμισαν τη νευρικότητα και την απάθεια και ταυτοχρόνως τις φώτισαν.
Τα Πλην (-)
- Το τρίτο μέρος της παράστασης και το τέλος του έργου. Προφανώς ο Δημήτρης Καραντζάς είχε να διαχειριστεί το κείμενο του Τ. Μπέρνχαρντ. Και ομολογουμένως το τρίτο μέρος, εκείνο του οικογενειακού τραπεζιού και του επικήδειου δείπνου, ήταν το πιο αδύναμο, το πιο δυσπρόσιτο. Οπως δυσπρόσιτη ήταν και η προσωπικότητα της συζύγου του καθηγητή Σούστερ και της παρουσίας της σε όλη αυτή τη διαδρομή (γι’ αυτό είχε και πολύ δύσκολη δουλειά να κάνει η έμπειρη Υβόννη Μαλτέζου). Και υπήρχαν σημεία και στην παράσταση (σ’αυτό το τρίτο μέρος) που έγινε φανερή αυτή η αμηχανία. Ομολογώ ότι η σκηνή του τέλους, ήταν η πιο αμήχανη κι αυτή που εναποθέτει στον κάθε θεατή την ερμηνεία της. Ισως και να ήταν το ζητούμενο.
Το άθροισμα (=)
- Δεν διστάζει να βάζει δύσκολα στοιχήματα, με τον εαυτό του πρωτίστως, ο Δημήτρης Καραντζάς. Κάθε φορά και δυσκολότερα. Και να τα υπηρετεί με επάρκεια, με φαντασία, με ευφυΐα και ευαισθησία. Και με πολλή δουλειά. Και αυτή τη φορά διαχειρίστηκε ένα εξαιρετικά δύσκολο, πυκνό και σύνθετο κείμενο, που άγγιζε πολλές παραμέτρους και της σημερινής εποχής. Και μετέφερε τον σαρκασμό και την αγωνία του Μπέρνχαρντ μπροστά σε μια μεταιχμιακή εποχή, άγγιξε όσα κρύβουμε κάτω από το προσωπικό ή το συλλογικό μας χαλί, ακουμπώντας σε έμπειρους και ταλαντούχους ηθοποιούς και συνεργάτες (είναι κι αυτό στα προσόντα του, ξέρει να επιλέγει συνεργάτες). Παρακολουθώντας τη διαδρομή και την πορεία του Δημήτρη Καραντζά από την αρχή της σχεδόν, διαπιστώνω ότι είναι ένας καλλιτέχνης που κάθε φορά μας εκπλήσσει, που κάθε φορά ανανεώνει τα εργαλεία του, που κάθε φορά αναζητεί σημαντικά κείμενα για ν’ αγγίξει, μέσω του θεάτρου, θέματα που αφορούν τον κόσμο μας και τη ζωή μας. Κι αυτή η παράσταση εντάσσεται στα συν του, για το κείμενο που μας γνώρισε, για τις ερμηνείες που μας χάρισε μέσω των ηθοποιών του, για τη διαδικασία αναζήτησης που δεν είναι πια προφανής στην τέχνη.