Ομάδα C. For Circus: Σκοπός μας δεν είναι να αποδείξουμε την αξία μας, αλλά να την ανακαλύψουμε
Με αφορμή την παράσταση “Γκλουμ” που ανεβάζουν στο θέατρο 104, οι C. For Circus μάς συστήνονται και μάς αποκαλύπτουν το “μυστικό” που καθορίζει την εξέλιξη και τη διατήρηση μιας θεατρικής ομάδας στο χρόνο.
Πότε και πως σχηματίστηκε η ομάδα C.For Circus;
Βαλέρια Δημητριάδου: Όντας φοιτητές σε διάφορες σχολές στη Θεσσαλονίκη, γνωριστήκαμε στη Θεατρική Ομάδα του Πολυτεχνείου και το Μάιο του 2008 με πρωτοβουλία του τότε σκηνοθέτη της ομάδας Κώστα Ισαακίδη δημιουργήσαμε την ομάδα. Ξεκινήσαμε πρόβες, πολύωρες πρόβες, στο υπόγειο ενός μπαρ, στη συνέχεια νοικιάσαμε δικό μας χώρο προβών και παραστάσεων ώσπου τελικά αποφασίσαμε ότι θέλουμε να ασχοληθούμε επαγγελματικά με το θέατρο και κατεβήκαμε στην Αθήνα για σπουδές και δουλειές. Η ομάδα αποτελείται από τους: Παναγιώτη Γαβρέλα, Βαλέρια Δημητριάδου, Δημήτρη Κίτσο, Μαρία Ελισάβετ Κοτίνη, Χρύσα Κοτταράκου, Ειρήνη Μακρή, Παύλο Παυλίδη, Νατάσα Ρουστάνη, Γιωργή Σφυρή, Σπύρο Χατζηαγγελάκη και το νέο μέλος Νικόλα Παπαδομιχελάκη.
Πως προέκυψε το όνομα σας και ποιο είναι το καλλιτεχνικό όραμα που σας ενώνει;
Ειρήνη Μακρή: Τα πρώτα χρόνια, η ομάδα κινούνταν υπό την καθοδήγηση του Κ. Ισαακίδη, ο οποίος ήταν κι αυτός που έδωσε όνομα στο Τσίρκο μας. Μετά τους πρώτους μήνες δουλειάς, ένα βράδυ, σε μια παραλία, πήραμε ένα μήνυμα που έλεγε “C. for Circus! Κατ’ ευφημισμόν του V. For Vendetta». Είμαστε κι εμείς κατ’ ευφημισμόν τσίρκο, η δουλειά μας δε σχετίζεται με το ευρέως εννοούμενο τσίρκο, πέρα από το χάος, τους ρυθμούς και την τρελή χαρά. Τώρα, γιατί C. for Circus και όχι E. for Ensemble ή οτιδήποτε παρεμφερές, δεν γνωρίζω. Πάντως είναι απολύτως ταιριαστό πλέον, ακόμη κι αν τότε ήταν απλώς ένα όνομα. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας, μας προσδιορίζει. Circus, σημαίνει πέρα από τσίρκο, χάος, μπάχαλο και περιπλανώμενος θίασος. Όλα αυτά είναι κομμάτια της ταυτότητάς μας. Ίσως να ήταν από την αρχή οφθαλμοφανές, ίσως και αυτοεκπληρούμενη προφητεία!
Ειρήνη Μακρή
Ποια είναι η πορεία σας στο θέατρο μέχρι σήμερα;
Πως θα περιγράφατε το καλλιτεχνικό σας στίγμα ως ομάδα;
Παύλος Παυλίδης: Η εμπιστοσύνη, που έχουμε ο ένας στον άλλο, πάνω στην σκηνή. Αυτή δημιουργεί ένα περιβάλλον σιγουριάς, μέσα στο οποίο ο καθένας από μας αισθάνεται απόλυτα ελεύθερος να παρατήσει κάθε ανάγκη του για ασφάλεια και σιγουριά. Να ξαφνιάσει τον εαυτό του και τον συμπαίκτη του, προσπαθούμε να παίζουμε όσο γίνεται χωρίς ζώνες ασφαλείας. Κι εκεί είναι που αρχίζει το αληθινό παιχνίδι. Ποιό είναι το στίγμα μας; Αυτό το περιβάλλον που φτιάχνουμε μέσα στο οποίο όλα είναι πιθανά.
Παύλος Παυλίδης
Έχετε καταλήξει στο είδος θεάτρου που σας αφορά;
Ποιο είναι το «μυστικό» που καθορίζει την εξέλιξη και τη διατήρηση μιας ομάδας στο χρόνο;
Η μεγάλη σύσταση της ομάδας, παραδόξως, αποτελεί ένα ακόμη ισχυρό συνδετικό υλικό. Οι διαφορετικές οπτικές, αποτελούν κουμπί αποσυμπίεσης, εκτός από την πρώτη ύλη της δουλειάς μας. Και σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και το αποτέλεσμα της εκάστοτε έρευνας. Είναι ένα ποτ-πουρί ιδεών, σ’ ένα περιβάλλον, όπου ο καθένας οφείλει και έχει το δικαιώμα να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί. Η μουσική είναι επίσης κάτι που μας φέρνει κοντά, αβίαστα. Παίζουμε μουσική και πειραματιζόμαστε με ήχους, παλιότερα και επί σκηνής, φέτος όχι τόσο, αλλά είναι ένα στοιχείο που αποδεικνύει πως όσο κι αν αλλάζουμε, κάποια πράγματα μένουν ευτυχώς αναλλοίωτα! Και εντάξει, κακά τα ψέμματα, έχουμε μεγαλώσει μαζί, έχουμε συνδιαμορφώσει σχεδόν συνείδηση και τρόπο ζωής. Κάτω από αυτή την ομπρέλα της κοινής πίστης, πορευόμαστε τα τελευταία εννιά χρόνια.
Βαλέρια Δημητριάδου
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της συλλογικότητας στη διαδικασία παραγωγής ενός καλλιτεχνικού έργου; Υπάρχουν περιπτώσεις που η «ομάδα» λειτουργεί ως εμπόδιο στη δημιουργικότητα;
Παύλος Παυλίδης: Κάθε φορά που μας κάνουν αυτή την ερώτηση, υπάρχει και μια διαφορετική απάντηση. Κάθε μέρα σ’ αυτή την ομάδα είναι διαφορετική, κάθε πρόβα μας αφήνει άλλη αίσθηση. Τα προβλήματα και τα εμπόδια μιας πρόβας είναι το κέρδος της επόμενης. Εμείς απλώς αλλάζουμε τον τρόπο που τα βλέπουμε ή τα μεταποιούμε προς όφελός μας. Δεν έχουμε και πολλές εναλλακτικές, κάνουμε την ανάγκη επιλογή. Είναι το απόλυτο κλισέ, αλλα μόνο ο χρόνος θα αποφασίσει τι λειτουργεί και τι εμποδίζει. Ούτως ή αλλως σκοπός αυτής της ομάδας δεν υπήρξε ποτέ το να αποδείξει την αξία της, αλλά να την ανακαλύψει.
Με βάση την εμπειρία σας πόσο εύκολος είναι ο βιοπορισμός μέσα από το θέατρο στην εποχή μας;
Σπύρος Χατζηαγγελάκης: Δεν νομίζω ότι υπάρχει ηθοποιός στις μέρες μας, πλην μερικών εξαιρέσεων, που μπορεί και ανταπεξέρχεται άνετα στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Αν σκεφτεί κανείς, πως στο ελεύθερο θέατρο, όπου δουλεύουν οι περισσότεροι ηθοποιοί, οι πρόβες είναι κατά βάση απλήρωτες (μιλάμε για διάστημα 2-3 μηνών) εύκολα μπορεί να συμπεράνει, πως δεν είναι εύκολο να μιλάς για “δουλειά” με τη συμβατική έννοια. Μια άμεση συνέπεια αυτού, είναι να γίνονται παραγωγές “ξεπέτες” με τον αριθμό των παραστάσεων σε μια σεζόν στην Αθήνα, να φτανει τις 1500 ετησίως. Θα μπορούσε να γίνεται διαφορετικά; Ετσι όπως έχουν τα δεδομένα σίγουρα οχι, είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε. Οφείλουμε, όμως, στους εαυτούς μας και στη δουλειά που κάνουμε, να διεκδικούμε τουλάχιστον τα απαραίτητα, ώστε να κάνουμε τη δουλειά μας αξιοπρεπώς και όχι ως επαίτες.
Ποιες είναι οι βασικότερες δυσκολίες που κληθήκατε να ξεπεράσετε μέχρι να φτάσετε να παρουσιάσετε την παράστασή σας;
Σπύρος Χατζηαγγελάκης: Πέρα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όλες οι παραγωγές αυτού του είδους (οικονομικές, καλλιτεχνικές κλπ) εμείς είχαμε να ξεπεράσουμε μία επιπλέον… Τους ίδιους μας τους εαυτούς. Είμαστε μια παρέα φίλων, που πρέπει να συνεννοηθούν μεταξύ τους και όσο κι αν αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται ιδανικό, απέχει σίγουρα απ’ αυτό που φαντάζεστε. Για παράδειγμα, πιο εύκολα μπορείς να αρνηθείς κάτι σε κάποιον που ξέρεις τόσο καλά, παρά σε έναν άγνωστο σκηνοθέτη. Κάθε χρόνο όμως γινόμαστε και σοφότεροι, αντιμετωπίζοντας με όλο και μεγαλύτερη ωριμότητα τις καταστάσεις.
Σπύρος Χατζηαγγελάκης
Μιλήστε μας για το «Γκλουμ». Πως προέκυψε η ιδέα της παράστασης και ποια είναι η υπόθεση του έργου;
Ειρήνη Μακρή: Η ιδέα του έργου προέκυψε μέσα από τη διαδικασία της πρόβας. Λόγω της ομαδικής προσέγγισης της δουλειάς και της ομαδικής σκηνοθεσίας, το όραμα για την εκάστοτε δουλειά, προκύπτει αναγκαστικά μέσω της τριβής με το κείμενο, μέσω της ομαδικής και προσωπικής ανάγνωσης και αφήγησης και της έρευνας. Έτσι γεννήθηκε και το Γκλουμ. Από το στάδιο της πρότασης για πρώτη ανάγνωση, μέχρι και την τελική σκηνική αποτύπωση, εξελισσόταν και εξελίσσεται μέχρι και τώρα. Ευτυχώς ή δυστυχώς η δουλειά δεν έχει σταματήσει και δεν προβλέπεται να σταματήσει εδώ. Πρόβες και διορθώσεις γίνονται συνεχώς, καθότι όντας όλοι συνδημιουργοί, έχουμε πλήρη εικόνα της απόδοσης της δουλειάς μας και επαναπροσδιοριζόμαστε μέσω αυτής, σχεδόν καθημερινά. Το Γκλουμ, είναι μια διασκεύη πάνω στο «Ημερολόγιο ενός απατεώνα», του Αλεξάντρ Οστρόφσκι. Είναι η δική μας ανάγνωση πάνω στο μεγάλο και σχετικά άγνωστο αυτό έργο της ρωσικής δραματουργίας.
Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού Μοσχοβίτη, που θεωρώντας ότι βρίσκεται στο περιθώριο μιας κοινωνίας, που ανήκει στους λίγους και σαφέστατα τον αφορά, αποφασίζει να αλλάξει πλεύση. Κινείται βάσει σχεδίου πια, με σκοπό τη δημιουργία χώρου για τον ίδιο, σ’ αυτή την ελίτ της ρωσικής διανοήσης, διεκδικόντας μια σταθερή δουλειά και μια νύφη-λαχείο. Στο Γκλουμ παρακολουθούμε την πορεία του ήρωα, τους ελιγμούς, το θάρρος και το θράσος του, απέναντι σε προσωπικότητες ορισμένες ως ισχυρές ή εξέχουσες. Οσμίζεται τις πραγματικές τους ανάγκες και αυτοί τον δέχονται, θαμπώνονται από την μυθολογία του καινούργιου, χωρίς πραγματικούς ενδοιασμούς, ακόμα κι αν στο βάθος, αντιλαμβάνονται την «υποκρισία». Οι ανθρώπινες σχέσεις άλλωστε, ρεαλιστικά και κυνικά, είναι απολύτως σχέσεις ανάγκης. Κι αυτό δεν είναι μεμπτό, αρκεί να υπάρχει η γνώση εκατέρωθεν.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Σπύρος Χατζηαγγελάκης: Άμεσα σχέδια δεν υπάρχουν. Θα απολαύσουμε την παράσταση που μόλις έφυγε από τα χέρια μας και θα ξεκουραστούμε. Η καθιερωμένη «επίσκεψη» στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί σίγουρα εαρινό στόχο. Σε γενικές γράμμες, φροντίζουμε κάθε χρονική στιγμή να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες μας, που είναι αυτές που καθορίζουν και τους καλλιτεχνικούς μας στόχους. Και οι ανάγκες αυτές ποικίλουν από εποχή σε εποχή, ανάλογα με τις καθημερινές μας προσλαμβάνουσες και με εμάς τους ίδιους.