Flâneur#20: «Κνίτες» και «Ρηγάδες» το 2017
Πήγα κι εγώ. Οπως χιλιάδες ακόμα Αθηναίοι, που έκαναν ουρά σε συνθήκες «ακραίου χειμώνα», αυτού που ζήσαμε φέτος και στο Λεκανοπέδιο.
Πήγα στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων να δω την έκθεση για τη δεκαετία του ’80, που εμπνεύστηκαν δύο πολιτικοί επιστήμονες, που έχουν αφιερώσει μεγάλο χρόνο από την επιστημονική τους διαδρομή στην ανάγνωση των στοιχείων αυτής της εποχής: του Παναγή Παναγιωτόπουλου και του Βασίλη Βαμβακά.
Για τη δική μου τη γενιά, των 50 plus, η δεκαετία του ’80 ήταν τα χρόνια της πολιτικοποίησης, της συμμετοχής, της ανεξαρτητοποίησης από την οικογένεια, του απογαλακτισμού, των φοιτητικών χρόνων, της αυτονόμησης.
Οι διοργανωτές της έκθεσης «GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη» προσπάθησαν, όπως διαπίστωσα, να αγγίξουν πολλές και διαφορετικές πτυχές της κοινωνικής, της πολιτικής, της πολιτισμικής ζωής αυτής της δεκαετίας, και παραλλήλως, σε μια έκθεση που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, προσπάθησαν να κεντρίσουν τη μνήμη αλλά και στη σκέψη.
Οχι δεν πρόκειται για μια νοσταλγική έκθεση, παρότι ακουμπά σε πολλά τέτοια σημεία, σε κάθε επίπεδο, σε κάθε ενότητα. Από την ενότητα της πολιτικής μέχρι την ενότητα της καθημερινής ζωής, στο περίπτερο με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα και το μεγαλύτερο στρίμωγμα, εκεί που επιχειρήθηκε προσομοίωση ενός μικροαστικού διαμερίσματος εκείνης της εποχής: με τα σεμεδάκια (ναι), με τα κεντητά κάδρα στους τοίχους, με τις ομπρελιέρες στην είσοδο, με το τραπέζι φορμάικα στην κουζίνα…
Παντού είναι σαν να βλέπουμε (από τη θέση του «σήμερα» φυσικά) αυτά τα τελευταία 30-35 χρόνια της πρόσφατης εποχής σαν να παρακολουθούμε ένα βίντεο που «τρέχει» και να αναζητούμε κάπου, σ’ αυτό το βίντεο, και τη δική μας παρουσία.
Οι επισκέπτες μπορούν να δουν πολλά και μπορούν να περιηγηθούν σε πολλές πτυχές αυτής της πυκνής και «ανάλαφρης» δεκαετίας, αν έχουν την υπομονή και το κουράγιο να διαβάσουν υπομονετικά όλους τους πίνακες με τα γεγονότα. Κι ίσως αυτό να είναι ένα μείον της έκθεσης: ο τρόπος στησίματος των πολλών πληροφοριών. Δεν είμαι σίγουρη, δηλαδή, αν όσοι δεν είχαν βιωματική επαφή με τη δεκαετία του ’80 θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν όλες τις πληροφορίες και όλα τα γεγονότα.
Αλλά ο κάθε επισκέπτης είναι διαφορετικός. Είδα πολλούς επισκέπτες, κάθε ηλικίας, που διάβαζαν προσεκτικά. Και είδα επίσης πάρα πολλούς να ξεφυλλίζουν εκείνες τις πρώτες εκδόσεις των βιβλίων και των περιοδικών στην αίθουσα «Βιβλιοθήκες» -από τις ωραιότερα σημεία της έκθεσης.
Εφυγα από την έκθεση έχοντας «ξαναδεί» πολλές στιγμές της πορείας μου προς την ωριμότητα, σε κάθε επίπεδο. Και έχοντας «ξαναδεί» όψεις αισθητικές και πολιτισμικές που καθόρισαν πολλά και πολλούς. Γιατί πράγματι, σ’ αυτή την έκθεση «στεκόμαστε απέναντι στη ζωή μας και σε αυτό που θεωρούσαμε σχεδόν παρόν, το παρατηρούμε και αρχίζουμε να διακρίνουμε τις ασυνέχειες, τις τομές, τα ρήγματα -τις τεράστιες αλλαγές που ανεπαισθήτως πραγματοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να έχουμε θεωρήσει πάγια δεδομένα, τις μεταβολές που όταν συνέβαιναν αδυνατούσαμε να διακρίνουμε», όπως εύστοχα σημειώνει η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά.
Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα σε μια έκθεση που πράγματι προβλήθηκε από όλα τα ΜΜΕ, γιατί δεν συμβαίνει συχνά να εικονοποιείται μια τόσο πρόσφατη εποχής της ζωής και της ιστορίας μας. Αντιρρήσεις και σχόλια και κριτικές ασφαλώς υπήρξαν, όπως γίνεται (και ορθώς γίνεται) σε κάθε δημόσια εκδήλωση. Αλλά αυτό που διάβασα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με εξέπληξε, ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε πλέον να εκπλήσσομαι.
«Από τη νοσταλγία στην προπαγάνδα» έχει τίτλο το κεντρικό κείμενο του τετρασέλιδου αφιερώματος στην έκθεση της Τεχνόπολης, που επιμελήθηκε ο Τάσος Κωστόπουλος, ενώ φιλοξενείται και κείμενο του αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Δημήτρη Παπανικολάου, με τίτλο «Φεστιβάλ Ακραίου Κέντρου», ο οποίος θεωρεί ότι η έκθεση «ενώ φανφαρονικά παρουσιάζεται ως μια έκθεση αναλυτικής στόχευσης εμπνευσμένης από τις Πολιτισμικές Σπουδές (κάπως σαν τις εκθέσεις για τα ’60ς που παρακολουθήσαμε διεθνώς την τελευταία δεκαετία), ουσιαστικά μοιάζει στα γνωστά φεστιβάλ κομματικών νεολαιών που μεσουρανούσαν κάποτε στην Ελλάδα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι ΚΝΕ, δεν είναι ΠΑΣΠ, δεν είναι ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Τώρα το Φεστιβάλ είναι του Ακραίου Κέντρου. Και η ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης “κανονικότητας” χαρακτηρίζει κάθε του λεπτομέρεια».
Διαβάζοντας προσεκτικά το αφιέρωμα της ΕφΣυν είμαι σίγουρη ότι οι πολιτικοί επιστήμονες που θα θελήσουν να κάνουν μια ανάλογη έκθεση σε δυο-τρεις δεκαετίες από σήμερα για τα χρόνια της κρίσης, θα αφιερώσουν μεγάλο χώρο και πολλά περίπτερα στην κουλτούρα της σύγκρουσης, της ρήξης, της επιστροφής στον φανατισμό και στα «στρατόπεδα», της εμπάθειας.
Για να μιλήσω με όρους δεκαετίας του ’80 πάντως, αυτή η αντίδραση και η κριτική των δύο αρθρογράφων στην ΕφΣυν θα μπορούσε κάλλιστα να παραλληλιστεί με το χάσμα που χαρακτήριζε τις οπτικές και τις αντιλήψεις των Κνιτών και των Ρηγάδων τότε. Και δεν χρειάζεται, φαντάζομαι, να πω ποιοι είναι οι «Κνίτες» και ποιοι οι «Ρηγάδες».