Κονγκ: Η Νήσος του Κρανίου
Επιστροφή του μυθικού γορίλα με ένα θέαμα αντάξιο του ένδοξου παρελθόντος του αν και λείπει από το φιλμ η ιδιαίτερη ματιά ενός δημιουργού (πχ. Πίτερ Τζάκσον) που θα το έκανε πραγματικά σημαντικό.
Μια ετερογενής ομάδα εξερευνητών και επιστημόνων συγκεντρώνεται για να εξερευνήσει τα βάθη ενός αχαρτογράφητου νησιού στον Ειρηνικό Ωκεανό –όμορφο και την ίδια στιγμή επικίνδυνο- χωρίς να γνωρίζουν ότι διασχίζουν το βασίλειο του μυθικού Κονγκ. Όταν το πράγμα στραβώνει άσχημα με υπερφυσικά όντα να βγαίνουν στη στεριά, έρχεται και η επίλεκτη ομάδα των αμερικανών κομάντο για να δέσει το…γλυκό της δράσης.
Σε επίπεδο θεάματος η ταινία είναι άπαιχτη. Καταπληκτικά εφέ ( το μπάτζετ ανήλθε στα 190 εκατομμύρια δολάρια), σωστό τάιμινγκ στις σκηνές που ο τρόμος από τα υπερφυσικά ζώα κάνει τους ανθρώπινους ήρωες να μοιάζουν με μυρμήγκια, κάποιες κωμικές σκηνές έξυπνα βαλμένες στην πινακοθήκη της εποποιίας του Κινγκ Κονγκ, που εδώ λέγεται απλώς…Κονγκ! Το σεναριακό κομμάτι παρότι δεν είναι φτιαγμένο στο πόδι, αφηγείται μια ιστορία με αρκετές αναφορές στα κλασικά φιλμ του πελώριου γορίλα – οι ιθαγενείς που τον έχουν ως θεό, η ξανθιά αγαπημένη – και ιδέες που έχουν αρκετό ψαχνό αλλά η τελική αίσθηση που αφήνει είναι ότι διστάζει να πάρει θέση ως προς το συμβολισμό του Κονγκ. Είναι τελικά ο ξένος και άγνωστος κόσμος μια αναγκαία περιπέτεια του ανθρώπου που αξίζει να ολοκληρωθεί με κάθε τίμημα ή είναι προτιμότερο κάποιους αρχαίους θεούς να τους αφήνουμε στην ησυχία τους;
Η προσθήκη ειδικών σκηνών που λειτουργούν ως φόρος τιμής σε κλασικά έπη («Αποκάλυψη Τώρα», «Πλατούν») προσδίδουν εκτός από σινεφιλική χροιά και μια περισσότερο πολιτική διάσταση στην ταινία. Δεν είναι τυχαίο ότι το έτος δράσης της ιστορίας τοποθετείται στα 1973, εποχή του τέλους του πολέμου στο Βιετνάμ, με το μονοδιάστατο – δυστυχώς έτσι είναι κι οι περισσότεροι χαρακτήρες του φιλμ – στρατόκαυλο Samuel L. Jackson να έχει πάρει πατριωτικά το θέμα εξόντωσης του Κονγκ («δεν πρόκειται να χάσουμε κι άλλον πόλεμο») και να μετατρέπεται σε κακό του φιλμ, αν και μέχρι ενός σημείου μοιάζει να δικαιώνεται παίρνοντας συγχωροχάρτι από τους σεναριογράφους για την άκαμπτη, αδίστακτη αλλά και ακέραια στάση του. Πάντως αυτό που χαρήκαμε περισσότερο – και είναι ουσιαστικά η μόνη καινοτομία του φιλμ- είναι η διακριτική αλλά και τρυφερή σχέση του τριχωτού ήρωα με το αντικείμενο του πόθου (;) του, μια δυναμική και ευφυέστατη φωτογράφο που υποδύεται η Brie Larson του «Room» και, κυρίως, ο τρόπος που την αποδίδει ο σκηνοθέτης του φιλμ, Jordan Charles Vogt-Roberts, που πραγματοποιεί ένα οπωσδήποτε θετικό ντεμπούτο.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης