Συν & Πλην: Τρεις ψηλές γυναίκες στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για την παράσταση «Τρεις ψηλές γυναίκες» του Εντουαρντ Αλμπι, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Αρη Τρουπάκη.
Το έργο
Η τελευταία επιτυχία ενός προικισμένου θεατρικού συγγραφέα, που του χάρισε, το 1991, το τρίτο βραβείο Pulitzer. Ολη η δράση εκτυλίσσεται στο υπνοδωμάτιο μιας υπέργηρης και δεσποτικής γυναίκας (Μπέττυ Αρβανίτη), που έχει όλες τις ανασφάλειες, τις φοβίες, αλλά και τις ιδιοτροπίες και τα πείσματα των γηρατειών. Δίπλα της η ώριμη γυναίκα που την προσέχει (Μαρία Κεχαγιόγλου) και ξέρει πολύ καλά τα χούγια της, αλλά και το πώς θα χειριστεί αυτά τα χούγια, καθώς και μία νεαρή ασκούμενη δικηγόρος (Νεφέλη Κουρή) που έχει έρθει για να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητές.
Αυτή η τελευταία, η νεότερη (η νεότητα) αντιμετωπίζει ευθέως και θυμωμένα την υπέργηρη κυρία (που είναι όμως έξυπνη και χειριστική) και η ώριμη γυναίκα προσπαθεί να αποσοβήσει τις εντάσεις και να χειριστεί και τις δύο: και το γήρας και τη νεότητα. Αυτή είναι η ψίχα του έργου του Αλμπι, η διαρκής συνομιλία με το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, το τέλος της ανθρώπινης διαδρομής. Ο Εντουαρντ Αλμπι μας καλεί να δούμε τις τρεις φάσεις της ζωής ενός ανθρώπου, τις διαφορετικές ηλικίες, τις διαφορετικές αντιδράσεις, τις διαφορετικές αντιλήψεις. Μας καλεί σε μια συνομιλία με τις ηλικίες μας. Αλλά είναι μια συνομιλία με χιούμορ -πικρό χιούμορ-, με τρυφερότητα, με ορθολογισμό, με αλήθεια, με συγκίνηση.
Η παράσταση
Είναι η δεύτερη φορά που παρουσιάζεται αυτό το έργο στις αθηναϊκές θεατρικές σκηνές. Η πρώτη ήταν στο Θέατρο «Αθηνών» τη σεζόν 1995-96, με τις Ελένη Χατζηαργύρη, Ζωή Λάσκαρη, Κατερίνα Μαραγκού. Δεν το είχα δει τότε. Το είδα στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας και από την αρχή καθηλώθηκα από το κείμενο του Αλμπι. Κι επειδή, φυσικά, δεν άκουγα θέατρο στο ραδιόφωνο, αλλά έβλεπα μια παράσταση, αυτή η παράσταση και το όλο της στήσιμο προκάλεσε αυτή την καθήλωση και την ικανοποίηση.
Κατά πρώτον ήταν η «εικόνα» της παράστασης: ένα δωμάτιο με ολόασπρα έπιπλα είχε στηθεί στη σκηνή του θεάτρου, με μόνο χρώμα, το απαλό γαλάζιο στη ρόμπα της Μπέττυς Αρβανίτη, το ασπρόμαυρο κοστούμι της ωριμότητας, το κυρίως μαύρο κοστούμι της νεότητας και τις χρωματιστές φρέζιες (αυτές οι «μικρές» λεπτομέρειες της Ελένης Μανωλοπούλου). Οι κολώνες της σκηνής ήταν είχαν σκίτσα με άλογο και αναβάτη, σκίτσα ιππασίας -κάτι τον καλπασμό της ζωής το εισέπραξα, αλλά ίσως για άλλον λόγο είχε εντάξει τη συχνή αναφορά για ιππασία ο Αλμπι στο κείμενό του, το οποίο εμπνεύστηκε από τη θετή του μητέρα. Κατά δεύτερον (ή μήπως πρώτο και καθοριστικό;) ήταν ο τρόπος που ο Αρης Τρουπάκης -μας έχει δώσει δείγματα σκηνοθετικής ευφυΐας το τελευταίο διάστημα- προσέγγισε το κείμενο του Αλμπι, ο τρόπος που καθοδήγησε τις τρεις ηθοποιούς του, ο τρόπος που μας μετέφερε το χιούμορ, τη μελαγχολία, την αδυναμία, την αγωνία, τη σκέψη, τον στοχασμό, τη διαδρομή. Ασφαλώς ήταν οι ερμηνείες των τριών γυναικών στη σκηνή, που απέδωσαν γλαφυρά τις τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής και στης αντίδρασης.
Τα Συν (+)
- Το κείμενο και η μετάφραση: Ισως είναι από τα πιο ενδιαφέροντα θεατρικά κείμενα για την ανθρώπινη αυτογνωσία, που αποτυπώνει με σπαρακτική ευφυΐα τον βίο, τις ηλικίες, τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές. Ευτύχισε στη μετάφραση του αείμνηστου Ερρίκου Μπελιέ το κείμενο του Εντουαρντ Αλμπι. Σύγχρονη μετάφραση, ζωντανή, ρέουσα.
- Οι ερμηνείες: Εξαιρετικές η Μπέττυ Αρβανίτη, που ακροβατούσε θαυμαστά σε όλες τις αποχρώσεις του ψυχισμού και της προσωπικότητας της υπέρηγηρης ηρωίδας (ακόμα έχω στ’ αυτιά μου την απελπισμένη φράση της «έχω συρρικνωθεί», αυτή που καμάρωνε για το ότι ήταν ψηλή γυναίκα. Ακόμα γελάω με τα πείσματα και τα «βασανιστήρια» που έκανε στις νεότερες -αφού θαύμασα ιδιαιτέρως και τις κωμικές της στιγμές, που είναι πολλές στην παράσταση) και η Μαρία Κεχαγιόγλου, που απέδωσε τον ορθολογισμό (τον απελπισμένο κυνισμό κάποιες στιγμές) της ώριμης γυναίκας μπροστά στα δύο άκρα του βίου -τη νεότητα και το γήρας- με σοφία. Στη Νεφέλη Κουρή, μια ταλαντούχα νέα ηθοποιό, διέκρινα, ειδικά στην αρχή της παράστασης, άγχος, που απορροφήθηκε στη διάρκειά της.
- Τα σκηνικά και τα κοστούμια: Η Ελένη Μανωλοπούλου βρίσκεται συχνά σε μεγάλα κέφια τελευταίως. Και αυτή τη φορά, και σ’ αυτή την παράσταση. Εχει μεγάλο μερίδιο στη συνολική αίσθηση που μετέδωσε η παράσταση, χωρίς να αφήσει τίποτα στην τύχη: ούτε εκείνη την κουρτίνα γάζας (σαν αχλή, σαν ανάμνηση, σαν όνειρο -αυτό που βλέπουμε στο τέλος του βίου), ούτε τα κοστούμια των ηθοποιών, ούτε τα άλογα στις κολώνες, ούτε τις φρέζιες, το μόνο χρώμα στο άσπρο της ανάμνησης και του ονείρου.
- Φωτισμοί και μουσική: Ο Αλέκος Αναστασίου φώτισε τα όνειρα, τις φοβίες, τις αναμνήσεις -κυρίως της υπέργηρης ηρωίδας- και ο Αρης Τρουπάκης υπογράμισε μουσικά, με ευστοχία τις στιγμές.
Τα Πλην (-)
- Το κείμενο, οι αλήθειες του. Σχήμα λόγου είναι φυσικά, δεν πρόκειται για πλην, δεν πρόκειται για αρνητικό στοιχείο. Παρ’ όλα αυτά ήταν ένα κείμενο που σε καλούσε να δεις κατάματα την εξέλιξη του βίου, να αποδεχθείς τη διαδρομή του, τα όριά του, τις φάσεις του ανθρώπου. Τη θρασύτητα και και την αυθάδεια της νεότητας, την ωριμότητα και την καρτερικότητα της ωριμότητας, την ανασφάλεια, τη μοναξιά και τις φοβίες της τρίτης ηλικίας. Κι αυτό δεν είναι εύκολο, για κανέναν. Γίνεται ευκολότερο σε μια θεατρική παράσταση, ακόμα κι όταν στη διάρκειά της ο καθένας από τους θεατές είναι σίγουρο ότι σκεφτόταν ή τον εαυτό του ή τους κοντινούς του υπερήλικες.
Το άθροισμα (=)
- Για μια ακόμη φορά το Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας μας προσφέρει ένα σπουδαίο θεατρικό έργο, σε μια παραγωγή που δεν τσιγκουνεύεται, χωρίς να επιδεικνύεται. Στα 30 χρόνια λειτουργίας του, η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Βασίλης Πουλαντζάς συνεχίζουν να επενδύουν στα καλά κείμενα, στους έμπειρους αλλά και στους νέους ανθρώπους του θεάτρου, προσφέροντας άρτιες παραστάσεις. Το «Τρεις ψηλές γυναίκες» είναι μια από τις πολύ ευχάριστες θεατρικές στιγμές της φετινής σεζόν.