Ακριβώς το τέλος του κόσμου
Ταγμένος μέχρι σήμερα στο αυστηρό προσωπικό του σύμπαν ο 28χρονος φοβερός Καναδός Xavier Dolan ανοίγει εδώ τα φτερά του και πραγματοποιεί την καλλιτεχνική υπέρβαση του.
Ο 34χρονος Λουί επιστρέφει στη γενέτειρα του μετά από 12 χρόνια απουσίας. Οι δικοί του προσπαθούν να καταλάβουν τους λόγους που τον οδήγησαν στην εξαφάνιση του όλο αυτόν τον καιρό αλλά και την αφορμή για την απρόσμενη επιστροφή του.
Συγκινητικός, σκληρός, λίγο φλύαρος αλλά και αποτελεσματικός με τρόπο που δεν επιτρέπει καμιά αμφισβήτηση γύρω από την αξία του ταλέντου του (κάνοντας μάλιστα τον κριτικό ή το θεατή να τρομάξει στη σκέψη και μόνο του τι μπορεί να φτιάξει ο αθεόφοβος στα …40 του), ο Xavier Dolan στην τελευταία του ταινία κυριολεκτικά μεγαλουργεί! Η ωριμότητα στο άρτιο και ψυχωμένο δράμα χαρακτήρων του -και δωματίου καθώς η περισσότερη πλοκή περιορίζεται στους τοίχους του πατρικού σπιτιού του Λουί- αποτελεί συνάμα και τη δημιουργική στροφή του Dolan (“Φανταστικές αγάπες”, “Σκότωσα τη μητέρα μου”, “Laurence για πάντα”, “Mommy”) σε ένα σινεμά λιγότερο ναρκισσιστικό και περισσότερο ουσιώδες. Με το φιλμ αυτό ο καναδός ξορκίζει οριστικά τους προσωπικούς δαίμονες του και κόβει τον ομφάλιο λώρο με το μητρικό σύμβολο που τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια. Είναι όμως πολλά παραπάνω τα ζητήματα που θίγει στην αριστουργηματική ταινία του με βάση το αυτοβιογραφικό έργο του Jean-Luc Lagarce. Η δυσλειτουργική οικογένεια, η αδυναμία επικοινωνίας, ο χαμένος χρόνος, το ζήτημα της διαφορετικότητας και η μοναξιά του ατόμου είναι τα διάσπαρτα αλλά αλληλένδετα κομμάτια ενός ιδεολογικού πάζλ μιας βαθιάς συγκινητικής και ποιητικής ταινίας που διαθέτει σεκάνς (οι παλιές αναμνήσεις που ζωγραφίζονται με τα ομορφότερα χρώματα στη σκέψη του Λουί) τόσο γοητευτικές που κόβουν την ανάσα. Ολόκληρη σχεδόν η εθνική Γαλλίας πρωταγωνιστεί στο φιλμ του τρομερού παιδιού από το Κεμπέκ, το οποίο δικαίως απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της κριτικής επιτροπής στο τελευταίο φεστιβάλ των Κανών.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης