Στην Κουζίνα του Συγγραφέα: Έλενα Μαρούτσου
Αυτό που λέμε «τα γράμματα» είναι ο φυσικός χώρος της Ελενας Μαρούτσου πολύ πριν εμφανιστεί στον εκδοτικό χώρο.Όλγα Σελλά
Και στο πιο πρόσφατο βιβλίο της έχει τίτλο «Οι χυδαίες ορχιδέες» (εκδ. Κίχλη) ανακατεύει τις τέχνες, τα κείμενα, τα παπσπαλίζει με μπόλικη φαντασία και φτιάχνει τη δική της ιστορία. Στην προκειμένη περίπτωση, «συνεχίζει» την ιστορία της Λαίδης Τσάτερλι, η οποία περιμένει παιδί από τον κηπουρό εραστή της. Και οι γενιές συνεχίζονται και στο βιβλίο της Ελενας Μαρούτσου αφηγήτρια είναι η… εγγονή της Λαίδης Τσάτερλι, και μ’ αυτή την αφορμή η συγγραφέας αναζητά τις οικογενειακές σχέσεις, τα προβλήματα και τα πάθη τους. Διαβάστε το τρόπο που εμπνέεται και γράφει στο κείμενο που ακολουθεί, και είμαι σίγουρη ότι θα διαβάσετε αμέσως μετά το βιβλίο της.
«Όσο περνούν τα χρόνια, η κουζίνα μου όλο και πιο πολύ μοιάζει με της ηλικιωμένης πρωταγωνίστριας στη Σονάτα του Σεληνόφωτος. «Η κουζίνα», μονολογεί η ηρωίδα του Ρίτσου, «είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν/ σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών/ τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες /φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα / δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια». Καθώς λοιπόν κι εμένα η κουζίνα με πνίγει, σύντομα τα σκεύη της, αντί να φιλοξενούν κρέατα και λαχανικά που σιγοβράζουν, μεταμορφώνονται σε σκεύη συγγραφικής ηδονής.
Κι επειδή είμαι ικανή να κάθομαι όλη μέρα παλεύοντας να ξεκολλήσω τα φύκια και τα όστρακα που πιάνονται στα μαλλιά μου, χωρίς να μπορώ να ανέβω στην επιφάνεια, βοηθάει όταν κάποιος μου πετάει ένα σχοινί να πιαστώ. Το σχοινί στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η εν λόγω παραγγελία. Έτσι, ξεκινώντας από ένα διήγημα, έγραψα τις Χυδαίες Ορχιδέες συνομιλώντας με ήρωες, βιβλία και συγγραφείς που ανέσυρα καθώς ανέβαινα από το βυθό.
Λένε πως τίποτα δεν γεννιέται απ’ το τίποτα και πως τα κείμενα δίνουν τροφή σε άλλα, όμως εγώ δεν αντλώ έμπνευση μόνο από τη λογοτεχνία. Η ζωγραφική, η φωτογραφία, η τέχνη γενικότερα αποτελεί αγαπημένο έδεσμα της φαντασίας μου που αγαπά όταν μαγειρεύει να ανακατεύει κείμενα με εικαστικά έργα, όπως στο Μεταξύ συρμού και αποβάθρας, όπου έβαλα στο ταψί με τις λέξεις 52 ολόκληρους πίνακες του Μαγκρίτ. Ένα ανάλογο ανακάτεμα λογοτεχνίας και τέχνης ετοιμάζω και στο βιβλίο που γράφω τώρα στρογγυλοκαθισμένη στο βυθό μου «και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν/ και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες/ κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει/ αυτές τις φυσαλίδες/ τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;»
Χωρίς να αποκαλύψω τα μυστικά του νέου αυτού βιβλίου, ας πω μόνο πως υπάρχει μια δύτρια, ένα μεταλλείο, ένα κρινάκι θαλάσσης, φλεγόμενα μαλλιά, μια ορχιδέα πλάτης κι ένα κήτος που στην κοιλιά του κρύβει μυστηριώδη γράμματα. Επιστρέφω τώρα στην κουζίνα μου».