Εντυπώσεις από τα έργα: “Το Θωρηκτό” σε σκηνοθεσία-ερμηνεία Ασπασίας-Μαρίας Αλεξίου και Βασίλη Βηλαρά που παρουσιάζεται στο Bios και “Μύτη” των Patari Project, σε σκηνοθεσία Σοφίας Πάσχου, που φιλοξενεί το θέατρο Πόρτα.
Σε κάθε σεζόν δύναται κανείς να διακρίνει δουλειές, όχι συνήθως από τις τρανταχτές, που ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία τους, καθώς αφορούν στην αναπαράσταση ή καλύτερα στην αναδημιουργία μιας ιστορίας, με τρόπο που ξεφεύγει από τις κλασικές νόρμες. Οι παραστάσεις αυτές διαθέτουν ανανεωτική πνοή που πηγάζει τόσο από το κέφι των νεαρών -ως επί το πλείστον- συντελεστών και ένα συνολικό αισιόδοξο αποτέλεσμα. Ξεχωρίσαμε και αναφέρουμε δύο από αυτές:
Το Θωρηκτό
Η ιστορία προκύπτει από απόσπασμα του μυθιστορήματος «Μεθυσμένη Πολιτεία» του Σωτήρη Πατατζή (1948). Μια καθηγήτρια Γαλλικών και ο γυμνασιάρχης σύζυγός της προσπαθούν να βρουν ουσιαστικούς κώδικες επαφής που φαίνεται χαμένη από πολύ καιρό. Συζητάνε, μονολογούν, ταυτίζονται σε στιγμές, σε εκείνες ειδικά που προσπαθούν να ξεδιπλώσουν τον εσωτερικό τους κόσμο και εν τέλει αμφότεροι αναδεικνύουν την προσωπική μοναξιά. Ακόμα και η ερωτική εξομολόγηση – μοιάζει μάταια υπόθεση εκ των προτέρων- θα χαθεί και αυτή από την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας.
Οι δύο νέοι ηθοποιοί που συν-σκηνοθετούν την παράσταση, Ασπασία Αλεξίου και Βασίλης Βηλαράς, με λιτό αλλά συνάμα εφευρετικό τρόπο θα αφηγηθούν τα λόγια και τις σκέψεις των δύο ηρώων και θα αναδείξουν την κρίση στην αναμεταξύ τους σχέση, τη ρουτίνα της καθημερινότητας, τη συμβατικότητα των υποχρεώσεων. Στην κουζίνα του σπιτιού, ανάμεσα στα αντικείμενα του συμβατού τους μικρόκοσμου (πιάτα, βιβλία) θα κάνουν μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης, ακόμα και αν στο τέλος δεν θα έχει happy end. Τίποτα δεν έβρισκαν να πούνε, μάλλον μάταια ήταν τα όσα εξομολογήθηκαν, στη σιωπή θα επιστρέψουν, αφήνοντας τους θεατές να αναλογιστούν τα τεκταινόμενα, ίσως μέσα από μια προσωπικότερη ενδοσκόπηση.
Είναι φανερό ότι οι συντελεστές δεν έδωσαν έμφαση στην εποχή της δεύτερης δεκαετίας του μεσοπολέμου που αναφέρεται το κείμενο, κάποιος ίσως θα μπορούσε να μιλήσει και για έλλειψη στο εγχείρημα. Εκ του αποτελέσματος όμως προκύπτει ότι δεν είχαν αυτήν την πρόθεση, να διηγηθούν δηλαδή περιστατικά μιας αλλοτινής εποχής, αλλά αντίθετα να αναδείξουν μια κατάσταση διαχρονικά εκτεινόμενη και εντεινόμενη, την εσωτερική μοναξιά, αντλώντας υλικό από σελίδες του παρελθόντος. Αντικρίζουν το φαινόμενο του τώρα και του πάντα, μέσα από μια αφορμή του τότε, με χιούμορ, πραότητα, με σκηνική σεμνότητα, χωρίς εξάρσεις φωνητικές ή κινησιολογικούς εντυπωσιασμούς. Αν και χρονικά σύντομη, με έναν λιγότερο γοργό ρυθμό στην αρχή -η μακρόσυρτη σιωπή της έναρξης συντελεί σε αυτό- σταδιακά η σύνθεση αυτή με τον διάλογο, την αφήγηση, το χιούμορ, τα τραγούδια-παρενθέσεις και κυρίως την ειλικρινή απλότητα δημιουργούν -παρά το θέμα- την ευχάριστη διάθεση, συνολικά θετική.
Μύτη
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια άλλου είδους σκηνική σύνθεση, περισσότερο προβλέψιμη, αφού οι Patari Project μας έχουν συνηθίσει σε ένα θέατρο άκρως κινησιολογικό. Με τη φετινή τους δουλειά επιχειρούν τη διασκευή της «Μύτης» του Νικολάι Γκόγκολ, της αλληγορικής ιστορίας, όπου ένας άντρας διαπιστώνει ότι έχει χάσει τη μύτη του και αρχίζει έναν ακατάπαυστο αγώνα εντοπισμού και… επανατοποθέτησης. Το κείμενο κινείται ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, την κωμωδία και το δράμα, τη φάρσα και την αλήθεια. Στοχεύει στο να καυτηριάσει τα κακώς συστήματα μιας εποχής, που λίγο πολύ αποδεικνύονται αναλλοίωτα στον χρόνο.
Ο ήρωας, ένας καθημερινός τύπος, αναζητά επίμονα το χαμένο του δίκιο, την επανάκτηση της μύτης του, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με ένα ολόκληρο σύστημα που λιμνάζει από τη γραφειοκρατία, την κωλυσιεργία, χωρίς να δείχνει κατανόηση ή έστω έλεος μπροστά σε αυτήν την επείγουσα, ιδιόρρυθμη κατάσταση. Από την άλλη και ένα κομμάτι του εαυτού του, η ίδια του η μύτη, δείχνει να τον απορρίπτει, να μην δέχεται να επιστρέψει, να μην συγκινείται από τον αλλοτριωμένο κάτοχο της, η αποδέσμευση από το υπόλοιπο σώμα είναι η δική της σωτηρία, το πέταγμα στην ελευθερία, μακριά από συμβάσεις, όσο αυτονόητες και αν είναι αυτές. Όλες οι προσπάθειες του λοιπόν καταλήγουν στο κενό και κείνος μένει αντιμέτωπος και έκθετος συνάμα τόσο απέναντι στο κοινωνικό σύνολο όσο και ως προς την προσωπική του ολότητα.
Η δουλειά των Patari Project δίκαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια σύνθεση με εμφανέστατη πρωτοτυπία. Τα δείγματά της αρχίζουν πριν την έναρξη της παράστασης αφού όλοι και όλα ακολουθούν την αντίστροφη πορεία. Οι θεατές με τους ηθοποιούς βγαίνουν από το φουαγιέ έξω από το θέατρο, ξαναμπαίνουν μέσα σε αυτό από την πίσω πόρτα και βρίσκουν τη θέση τους στη σκηνή, αφού το δρώμενο λαμβάνει χώρα στις κερκίδες. Οι Patari στην κυριολεξία ακροβατούν στα καθίσματα δημιουργώντας μια σκηνική τρέλα, στο συνολικό της αποτέλεσμα μια περιπέτεια για την ανθρώπινη ύπαρξη, τη ματαιότητα των πράξεων, τις χαμένες αναζητήσεις και όλα αυτά με τρόπο ευφάνταστο και ευφυή.
Ολόκληρος ο θίασος, με φανερό το μεράκι και την πίστη σε ό,τι διαφορετικό παρουσιάζει, ερμηνευτικά αξιοπρεπής και κινησιολογικά -που είναι και το πλέον εμφανές- αξιοθαύμαστος. Η σκηνοθεσία (Σ. Πάσχου) ανεξάρτητα με το αν προσδίδει έμφαση στο νόημα του κειμένου (μάλλον δευτερευόντως) εντούτοις συνθέτει μια ξεχωριστή πρόταση, πέρα από τα τετριμμένα, ένα ασυνήθιστο happening, που ίσως ακόμα και για αυτό μόνο είναι γεγονός. Δύσκολα θα εντοπίσει κανείς σε αυτήν τη δουλειά θεατρικές συμβάσεις. Θα δει όμως φωνές και σώματα να αλωνίζουν (ίσως λίγο επαναλαμβανόμενα σε στιγμές) και να δημιουργούν ένα ευχάριστο συνονθύλευμα και μια αθωότητα, καθόλου επιτηδευμένη και αφελή, αλλά περισσότερο γλυκόπικρη, σαν σε παραμύθι για ενήλικες (ενδεικτικά τα ωραία κοστούμια που θυμίζουν μαριονέτες).
Σύνολο
Αμφότερες καλοδουλεμένες και ευρηματικές παραστάσεις, με πρωτοτυπία και αέρα νεανικής φρεσκάδας.