Γκουλτούρα Απόψε: Το Γελοίο Σκότος
Σαν βγεις στον πηγαιμό για τις τροπικές ζούγκες του Αφγανιστάν (μην γκουγκλάρετε άδικα, δεν υπάρχουν) να εύχεσαι να είναι ΓΕΛΟΙΟΣ ο δρόμος, γεμάτος φαντασία, γεμάτος αντιφάσεις και παράδοξα, πειρατές και πνιγμένους, παπαγάλους και παπάδες, παλαιστές, παρανοϊκούς και παραστρατημένους, παρθένους, παρενδυτικούς, πλασιέ και πέργκολες, πολεμικούς ανταποκριτές και — χοτ ντογκ.Πηγή: Gkoultoura.gr
Yeloi-usses / Γελοία Οδύσσεια
Δυο στρατιώτες ξεκινούν ένα σκοτεινό και υπέροχο και γελοίο και ανατρεπτικό ταξίδι στα βάθη μιας ζούγκλας που δεν υπάρχει για να ανακαλύψουν έναν μυστηριώδη λιποτάκτη ο οποίος βρίσκεται πάντα δυο βήματα πιο μπροστά, σαν δυο Μικροί Nemo (το παιδάκι από τα κόμικς που στα όνειρα του ταξιδεύει σε αλλους κόσμους πάνω στο κρεβάτι-βάρκα του) παγιδευμένοι μέσα σε μια παράλογη παρωδία του Αποκάλυψη Τώρα του Κόππολα και της Καρδιάς του Σκότους του Κόνραντ.
Έτσι κι αυτοί, ονειρεύονται και πλέουν μέσα στη θεατρική σύμβαση: διασχίζοντας ένα βουνό που επιμένουν πως είναι ποτάμι, πάνω σε ένα μπιλιάρδο που λένε πως είναι βάρκα, πάνω σε μια σκηνή που έχουν ντύσει σαν συνοικιακό μπαρ των αποικιών αλλά προσποιούνται πως είναι οι ανύπαρκτες τροπικές ζούγκλες του Αφγανιστάν, όπως τους λέει το κείμενο του Βόλφραμ Λοτς. Και το κείμενο το ακολουθούμε, είναι το πεπρωμένο μας, οι εντολές μας. Όποιος ελέγχει το κείμενο, όποιος ελέγχει την αφήγηση, ελέγχει τον κόσμο.
Τέρατα
Στον δρόμο τους, σε μια σειρά αυτόνομων επεισοδίων συναντούν ένα πάνθεον από συμβολικούς και μη χαρακτήρες, έναν κάθε φορά και μοιρασμένοι όλοι σε δυο ηθοποιούς, οι οποίοι έχουν όλοι τη δική τους παράλογη εξομολόγηση να μοιραστούν και με αυτή να επιβληθούν στην αφήγηση, μέσω της αγνής δύναμης της παραλογοσύνης τους.
Ο Γιώργος Κισσανδράκης είναι αυτός που ανοίγει την παράσταση ως ένας νεαρός Σομαλός πειρατής, ο οπόιος αν και δεν είναι ούτε μαύρος, ούτε πειρατής, είναι τουλάχιστον άντρας, όπως μας προετοιμάζει το εισαγωγικό σημείωμα «από τη διεύθυνση του Εθνικού» που μας διαβάζει η βοηθός σκηνοθέτη. Δεν πειράζει όμως, αφού στην οθόνη προβάλεται (με ζωντανή βιντεοσκόπηση από τον υπόλοιπο θίασο) η «αληθινή» εικόνα του μαύρου πειρατή, ως ένα παιχνίδι πλεημομπίλ, το οποιο θα αναπαραστήσει όλη τη ζωή του χαρακτήρα στη διάρκεια του μονολόγου. Πρόκειται για μια ανατροπή από το πρώτο λεπτό που μας εισάγει στη διάθεση του κειμένου και της σκηνοθεσίας να σχολιάσει/χλευάσει το πολιτικά ορθό, πρόκειται για έναν μονόλογο που εισάγει το χιούμορ της παράστασης, γελοίο και deadpan, και πρόκειται για μια συνθήκη (βιντεοσκόπησης) η οποία δίνει την παιδική διάθεση του παιχνιδιού του θεάτρου και αργότερα την ψυχρή αποστασιοποίηση της επιβολής της αλήθειας της εικόνας (εξάλλου στο θέατρο η νόρμα είναι η φαντασία και ο συμβολισμός, στο βίντεο/σινεμά η εικόνα πάντα απαιτεί ένα προορισμένο επίπεδο ρεαλισμού). Μετά τον Σομαλό πειρατή θα ακολουθήσουν για τον Κισσανδράκη ένας πλασιέ που θρηνεί τον χαμό της γυναίκας του εξαιτίας μιας πέργκολας (και του πολέμου) και ένας πολεμικός ανταποκριτής ντυμένος παπαγάλος με αυτοκτονικές τάσεις (στον οποίο ρόλο και θα λάμψει ουσιαστικά με μια αξιοζήλευτα τιθασευμένη παράνοια).
Αντίστοιχα, ο Μάριος Παναγιώτου θα ενσαρκώσει μια σειρά από πιο extravagant ρόλους, ο καθένας από τους οποίους κλέβει τη σκηνή όσο εμφανίζεται, από έναν καμμένο από 5 χρονών στα ναρκωτικά κυανόκρανο, επικεφαλή ορυχείου που εκμεταλλεύεται τους ιθαγενείς, ως την highlight περσόνα της παράστασης τον αιδεσιμότατο Λάηλ Κάρτερ, ντυμένο με καθολικό κολάρο, ορθόδοξα επιτραχήλια, ράσο μπαλαρίνας και μάσκα μεξικανού παλαιστή luchador (!)πάνω από φλούο κίτρινη φόρμα αντίντας (Νίκη Ψυχογιού απλά κεντάει στα κουστούμια που ορίζουν επακριβώς την αισθητική της παράστασης) και έναν ακόμα χαρακτήρα έκπληξη. Δείχνει σε κάθε έναν υπέρογκο κωμικό χάρισμα που δεν φοβάται να δοκιμάσει τα όρια του camp και να τα ξεχειλώσει – είναι και αυτός που ξεζουμίζει απολαυστικά κάθε δυνατότητα χιούμορ του κειμένου.
Meet the Director
Αξίζει ένα introduction, καθώς είναι η λιγότερο γνωστή από την εντυπωσιακή τριάδα σκηνοθέτιδων της φετινής σεζόν της Πειραματικής (με Κιτσοπούλου και Μαραθάκη).
Η νεαρή σκηνοθέτις Κατερίνα Γιαννοπούλου, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών, έχει χαράξει πολύ συγκεκριμένη πορεία μετά το ντεμπούτο της στη συνσκηνοθεσία του Βόυτσεκ των 4frontal στο Bios. Ακολούθησε το άτυπο πρώτο μέρος του “bar trilogy” με το Holy Beat στον ίδιο χώρο και πέρυσι με το adaptation του Οιδίποδα Τυραννου ως «Πανούκλα» στην Πλατφόρμα Νέων Δημιουργών της Πειραματικής, με μια πλέον λίγο-πολύ εδραιωμένη ομάδα συνεργατών (Σαφός, Κισσανδράκης, Παναγιώτου, η Νίκη Ψυχογιού σε σκηνικά/κουστούμια, η Νάντη Γώγουλου στην κίνηση και ο Γρηγόρης Λιακόπουλος στη δραματουργία).
Η Γιαννοπούλου είναι ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα και επένδυση της Πειραματικής φέτος (ως ένα όνομα που αναδείχθηκε στους κύκλους του Εθνικού από το περσινό φεστιβάλ μετά από πολύ καλό word of mouth από fringe δουλειές), αλλά και η μεγαλύτερη της καλλιτεχνική επιτυχία.
Όποιος ελέγχει την αφήγηση, ελέγχει τον κόσμο.
Είναι μια πανέξυπνη προσέγγιση σε αυτόν τον ιδιότυπο τύπο έργου τον οποίο δεν έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα – ένα έργο που γράφτηκε για να παιχτεί στο ραδιόφωνο, άρα εμπεριέχει όλες τις περιγραφές των σκηνικών και όλες τις δράσεις των χαρακτήρων, οι οποίες προφανώς δεν θα μπορούσαν αλλιώς να επικοινωνηθούν, να «ειδωθούν» σε ένα μη οπτικό μέσο.
Η Γιαννοπούλου εκμεταλλεύεται αυτή την απολυταρχική σχεδόν περιγραφικότητα του έργου σε όφελος της. Δίνει τη δύναμη της αφήγησης στον πρωταγωνιστικό ρόλο του ταγματάρχη Όλιβερ Πέλλνερ, cast εδώ με πολύ συγκεκριμένη άποψη (και διάθεση για σχολιασμό του αυτοσχολιασμού του συγγραφέα για την ανδροκρατία στους ρόλους του έργου) στην Γωγώ Παπαϊωάννου, η οποία σωματοποιεί άψογα την απόλυτη ουσία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμου και του male privilege. Στο πλευρό του Πέλλνερ, βοηθός και διαρκές αντίστιγμα, ο Στέφαν Ντορς, ένας αγαθός 31χρονος στρατιώτης που δείχνει την υπέροχη αγνή αφέλεια η οποία βρίσκεται συχνά στο κέντρο τέτοιων εμπόλεμων καταστάσεων από ανάγκη ή συνθήκες. Υποδυόμενος από τον Βασίλη Σαφό εδώ, εξελίσσεται από τον «συμπαθητικό χαρακτήρα» της παράστασης, στην αληθινή καρδιά της και το συναισθηματικό κέντρο της πλοκής, αρνούμενος μέχρι τέλος να ενδώσει σε αυτό το σκοτάδι που εμμένει να προσπαθεί να τον σκληρύνει.
[spoiler-filled ανάλυση αλέρτ]
Ο Όλιβερ Πέλλνερ ελέγχει την αφήγηση και επιβάλει τα λόγια και τις δράσεις της σε κάθε ένα από τους άλλους χαρακτήρες τους οποίους συναντούν. Όσο όμως προχωρούν όλο και πιο μέσα στη ζούγκλα/το σκότος, οι χαρακτήρες γίνονται ολοένα και πιο ανατρεπτικοί. Ενώ αρχικά μόνο ο ταγματάρχης είναι ο μόνος που ελέγχει τι είναι και τι δεν είναι συνθήκη (αφήνοντας χαρακτηριστικά άφωνους και έντρομους τους άλλους χαρακτήρες σε μια σκηνή όταν ευθαρσώς πηδάει εκτός του «πλοίου»-μπιλιάρδου τους πάνω στη «θάλασσα»-σκηνή για να μονολογήσει), ένας-ένας οι επόμενοι χαρακτήρες αμφισβητούν την κυριαρχία του στη συνθήκη.
Ένας πλασιέ «πειρατεύεται» το μπιλιάρδο του σαν δική του σχεδία απλά αναφέροντας το στην εισαγωγή του, αναγκάζοντας τον Πέλλνερ να βγάλει την υπόλοιπη σκηνή καβαλώντας τον Στέφεν Ντορς. Ένας ιεραπόστολος, αντιπροσωπεύοντας τη γελοιότητα και παράλογη ισχύ της οργανωμένης θρησκείας, μαγεύει τους χαρακτήρες να τον μιμούνται σε ένα μπαλέτο γύρω γύρω στη σκηνή και είναι ο μόνος που μπορεί ξεκάθαρα να δει πίσω από την έξωθε αόρατη συνθήκη της ζούγκλας την εσωτερική ορατή συνθήκη του μπαρ και έξω από όλες τις συνθήκες τους ηθοποιούς που παίζουν τους ρόλους. Σε μια κρίσιμη σκηνή όπου η ζωή ενός χαρακτήρα διακυβεύεται εν αγνοία του σε ένα μεγάλης έντασης παρατεταμένο cliffhanger που υπογραμμίζει την άκρατη δύναμη του ενός ατόμου πάνω στο άλλο, ο ίδιος ο συγγραφέας είναι αυτός που σπάει τη συνθήκη της αφήγησης και επιτρέπει στον χαρακτήρα-θύμα να διαμαρτυρηθεί για τη θέση που βρίσκεται, όπου η ζωή του εξαρτάται από μόνο ένα καπρίτσιο κάποιου ισχυρού. Ο ανίσχυρος και άκακος Στέφεν Ντορς τότε είναι ο πρώτος που παίρνει από αυτόν τα ινία της αφήγησης. Στο φινάλε, ο μυστηριώδης στόχος της αποστολής με τη χαρισματική προσωπικότητα του αποδυναμώνει τελείως τον Πέλλνερ και αρπάζει την αφήγηση, ενώ ένας returning χαρακτήρας-έκπληξη προχωράει τόσο μακριά ώστε να επέμβει στην παράσταση με λόγια εκτός του προκαθορισμένου «σεναρίου».
Η αντίδραση του ισχυρού/Πέλλνερ είναι, αναμενόμενα, εκτός ορίων και αμείλικτη, όπως όποτε διακυβεύεται η τόσο σημαντική επιβολή της αυταπάτης, της συνθήκης πάνω από τη συνθήκη. Ακόμα και όταν ένας χαρακτήρας προσπαθεί να «δει» δικές του ερμηνείες στα πράγματα, όπως όταν ο Στέφαν Ντορς αναπολεί την μακρινή πλέον παιδική του ηλικία και τα τραύματα που είναι ακόμα κι αυτά για εκείνον πλέον νοσταλγικές αποδεκτές αναμνήσεις, βιωμένη θλίψη (υπέροχη δουλειά από τον Βασίλη Σαφό στο χτίσιμο ενός τόσο γεμάτου ελπίδα ήρωα στον πιο φορτισμένο συναισθηματικά μονόλογο της παράστασης) μέσα στις πατέντες ενός μισοκομμένου μήλου (που είναι σκηνικά μια κόκκινη μπάλα μπιλιάρδου), ο Πέλλνερ επεμβαίνει και αναγκάζει στον άντρα να φάει το μήλο, να φάει αυτή τη θλίψη του, να καταπιεί κυριολεκτικά τα συναισθήματα του δηλαδή, επιβάλλοντας τη δική του θεώρηση (και της αφήγησης) οτί αυτή η μπάλα είναι ένα μήλο και δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο.
Η πορεία από εκείνη τη στιγμή της απόλυτης τελικής επιβολής μέχρι το φινάλε αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές θεατρικές στιγμές της χρονιάς, ένα αδίστακτο «περίμενε», με τους χαρακτήρες παγωμένους μπροστά στο αναπόφευκτο και τον ίδιο τον Πέλλνερ στημένο προσοχή να τρέμει εσωτερικά, να πάλλεται σωματικά, μπροστά στο τετελεσμένο των αποφάσεων και πράξεων του, στο μετανιωμένο αλύγιστο της τυφλής υποταγής του. Και, σκοτάδι.
…
Το λένε από την αρχή. Ο κόσμος δεν τελειώνει με έκρηξη.
Μα με λυγμό.