Συν & Πλην: Ο Θερισμός στο Εθνικό Θέατρο
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για το έργο «Θερισμός» του Δημήτρη Δημητριάδη, που παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου.
Το έργο
Δύο ζευγάρια και μια φίλη τους (που έχει αφήσει τον άνθρωπο που διεκδικεί ερωτικά πίσω) βρίσκονται σε ένα υπερλούξ ξενοδοχείο στο Ακαπούλκο. Για λίγες μέρες. Για να ξεφύγουν από την καθημερινότητά τους. Καθένα από τα ζευγάρια κουβαλά μαζί του την τελματωμένη σχέση του, ενώ η μόνη γυναίκα κουβαλάει την απελπισία. Και όλοι δίπλα στην ξαπλώστρα τους στο μπαρ του ξενοδοχείου έχουν το κινητό τους. Το οποίο χτυπάει διαρκώς. Και τους συνδέει με ό,τι θέλησαν ν’ αφήσουν πίσω: με τα προβληματικά, απεγνωσμένα, καταθλιπτικά και εκδικητικά παιδιά τους (για τον καθένα από τους γονείς τους), με τον σαδιστή «σύντροφο», από τον οποίο θέλει να απαλλαγεί αλλά δεν μπορεί η απελπισμένη, ερωτευμένη, εξαρτημένη μόνη γυναίκα. Κι ας κάνουν προσπάθειες να αγνοήσουν τις κλήσεις. Πάντα υποκύπτουν τελικά…
Πέντε άνθρωποι εύποροι, που κάνουν ό,τι μπορούν για να επιδείξουν την επιφανειακή τους οικονομική άνεση, που όμως δεν κρύβει με τίποτα την εσωτερική τους ένδεια: τα αδιέξοδα της σχέσης τους, την απόλυτη ήττα τους στην επικοινωνία με τα παιδιά τους, την εξάρτηση και τον εγκλωβισμό τους σε νοσηρές ερωτικές καταστάσεις. Η ζωή τους μοιάζει κολλημένη, και σ’ αυτό το ειδυλλιακό μέρος. Κάθε τόσο ρωτάνε τι ώρα είναι και η ώρα είναι ακριβώς ίδια. Κάθε τόσο «αποφασίζουν» για το αν θα πάνε στην πισίνα ή στην παραλία για κολύμπι, αλλά δεν ξεκινούν ποτέ, για τίποτα από τα δύο. Κάθε τόσο λένε «Είμαστε καλά. Καλά», προσπαθώντας να το ακούσουν και οι ίδιοι. Και το μόνο που ακούστηκε καθαρό και εκκωφαντικό, εκεί στο μακρινό Ακαπούλκο, εκεί που πήγαν για να αποφύγουν την πραγματικότητα, ήταν, μέσω κινητού τηλεφώνου, ένας πυροβολισμός. Εχει αυτοκτονήσει ο γιος που διαρκώς απειλεί ότι θα το κάνει; Η απάντηση δεν δίνεται ποτέ, αλλά η σφαίρα είναι σίγορο ότι άγγιξε πρώτα εκείνους που θεωρούσε, αυτός ο έφηβος που ποτέ δεν εμφανίζεται στην παράσταση, υπαίτιους της δυστυχίας του -δυστυχισμένοι κι αυτοί. Οι οποίοι καταφεύγουν ξανά στη βιτρίνα τους και στην πλήξη του πολυτελούς τους περιτυλίγματος: «Θα πάμε στην πισίνα ή στην παραλία;». Το ραπάρισμα των τελικών φράσεων του κειμένου ήταν η έκπληξη και το δημιουργικό «πείραγμα», αλλά και ο συγκλονιστικός υπαινιγμός για το πώς αντιδρούν οι άνθρωποι όταν δεν μπορούν να αντέξουν το ανείπωτο…
Η παράσταση
Μας υποδέχτηκε ένα εντυπωσιακά κιτς χλιδάτο σκηνικό (η Ελένη Μανωλοπούλου έστησε μια βεράντα ξενοδοχείου στο όποιο Ακαπούλκο, πάντως ένα σκηνικό που απέπνεε νεοπλουτισμό και επίδειξη). Εκεί ήταν στημένες οι ξαπλώστρες, οι πετσέτες, τα απεριτίφ λίγο πριν το μεσημέρι. Και οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης (Αννα Μάσχα, Περικλής Μουστάκης, Νίκος Ψαρράς, Αλεξία Καλτσίκη, Μάρω Παπαδοπούλου) με ένδυση παραλίας υποδύθηκαν εξαιρετικά τους πέντε απελπισμένους και κενούς ανθρώπους, που δεν ξέρων πώς να φερθούν στη σχέση τους, πώς να φερθούν στα παιδιά τους, πώς να φερθούν στον εαυτό τους. Τα ιδιαίτερα όμως, και καθοριστικά εύσημα ανήκουν στον σκηνοθέτη της παράστασης, τον Δημήτρη Τάρλοου, που διάβασε με κέφι, με ευφυΐα, με ευαισθησία και με δημιουργική σχολαστικότητα το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη και μας έδωσε μια παράσταση που διαχειρίστηκε πολλά και δύσκολα θέματα, φώτισε εμπνεσμένα το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη -ένα κείμενο που κοιτούσε πολύ περισσότερο την κοινωνία και τις παθογένειές της από τα άλλα του κείμενα- και εντέλεια έδωσε μια παράσταση που είχε ρυθμό, είχε περιεχόμενο, είχε όλα τα συστατικά του θεάτρου και προ(σ)καλεί τους θεατές να σκεφτούν, να ψυχαγωγηθούν (με κάθε έννοια), να προβληματιστούν, να απορρίψουν, να αποδεχθούν, να μετάσχουν.
Τα Συν (+)
- Το κείμενο και η σκηνοθεσία. Μια ευτυχής συνάντηση (η τρίτη ευτυχής συνάντηση στη Νέα Σκηνή του Εθνικού φέτος) του κειμένου με τη σκηνοθεσία. Μ’ ένα σύγχρονο κείμενο κι αυτή τη φορά, που θίγει πάλι τις ενδοοικογενειακές παθογένειες και μια παράσταση που τις αναπαριστά με ευστοχία. Ο Δημήτρης Τάρλοου δεν άφησε τίποτα στην τύχη του. Ιδιαίτερη μνεία σ’ εκείνες τις σκιές που περνούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα πίσω από τις κουρτίνες του «φουαγιέ» του ξενοδοχείου και θα μπορούσε να είναι είτε οι άλλοι ένοικοι, είτε οι άνθρωποι, ζώντες και νεκροί, που ο καθένας από εμας κουβαλάει, αλλά και στο ραπάρισμα των τελευταίων φράσεων του κειμένου, μια νότα καθηλωτική, λυτρωτική και απογειωτική μαζί.
- Οι ερμηνείες. Ο καθένας από τους πολύ έμπειρους και πολύ ταλαντούχους ηθοποιούς της παράστασης ερμήνευσε με συγκεκριμένες και τονισμένες υπερβολές τις εμμονές του χαρακτήρα που υποδυόταν. Η Αννα Μάσχα και η Αλεξία Καλτσίκη ήταν οι σύζυγοι σε μια βαλτωμένη σχέση, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην αντιμετωπίσουν τα αδιέξοδα των κλώνων τους, αλλά και τα δικά τους. Ο Περικλής Μουστάκης και ο Νίκος Ψαρράς προσπαθούσαν να διασώσουν ό,τι δεν σώζεται, είτε γαντζωμένοι σε αμπελοφιλοσοφίες, είτε στον… Λάο Τσε, σε διαφυγές «ανδρικές» πάντως, και ήταν οι μόνοι που επωμίζονταν τις συνομιλίες με τα παιδιά τους και προσπαθούσαν να κάνουν έναν υποτυπώδη διάλογο. Η Μάρω Παπαδοπούλου υποδύθηκε με επιτυχία την υστερικά γαντζωμένη ερωτευμένη σε μια αδιέξοδη σχέση, τη γυναίκα που δεν μπορεί με τίποτα να λειτουργήσει με στοιχειώδη αυτοσεβασμό. Θα ξεχώριζα λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους, την Αλεξία Καλτσίκη (που εξέπληξε για πολλούς λόγους), την Αννα Μάσχα (πάντα στιβαρή) και τον Νίκο Ψαρρά (που τον τελευταίο καιρό μας δίνει κάθε φορά και πιο μεστές ερμηνείες).
- Τα σκηνικά και τα κοστούμια. Εστησε ένα «Ακαπούλκο» με το 5άστερο ξενοδοχείο του στη Νέα Σκηνή η Ελένη Μανωλοπούλου, και έντυσε τους ηθοποιούς με κοστούμια χαβανέζικα, χαλαρά, πολύχρωμα, με μεγάλα ψάθινα καπέλα και για ντεκόρ συμπλήρωσε όλα τα μικρά αλλά απαραίτητα gatzet της σύγχρονης ζωής. Πρωτίστως το κινητό τηλέφωνο, που είναι ένας ακόμα πρωταγωνιστής της παράστασης.
- Οι φωτισμοί. Από τους βασικούς συντελεστές στο επιτυχημένο «δέσιμο» κάθε παράστασης. Σ’ αυτή την παράσταση οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου υπογράμμισαν τον ψυχισμό των ηρώων και έφτιαξαν μικρά εικαστικά στιγμιότυπα.
Τα Πλην (-)
- Η μουσική. Με πολλή δυσκολία το σημειώνω, καθώς την εκτιμώ πολύ και έχω δει σπουδαίες δουλειές της, αλλά συνειδητοποίησα, καθώς έγραφα το κείμενο, ότι δεν κράτησα στη μνήμη τη μουσική της Κατερίνας Πολέμη, ιδίως σε ένα έργο που η μουσική είναι διαρκώς παρούσα, είτε σαν διέξοδος είτε σαν εμμονή, και οι ήρωες επικαλούνται, σε στιγμές απόλυτης αμηχανίας τον καταπληκτικό μουσικό του ξενοδοχείου, που με τους ήχους που βγάζουν τα πλήκτρα του ταξιδεύεις… Ισως και για άλλα σύμπαντα, πέραν του κόσμου τούτου… Μπορεί όμως και να με απέσπασαν άλλα στοιχεία της παράστασης και να μην έδωσα την πρέπουσα σημασία στη μουσική της Πολέμη.
Το άθροισμα (=)
- Οπωσδήποτε μια καλοστημένη και καλοκουρδισμένη παράσταση, με όλα εκείνα τα συστατικά που δημιουργούν τη γεύση και την πληρότητα της καλής θέασης: σκηνοθεσία, κείμενο, ερμηνείες, συγκίνηση, ρυθμό, χιούμορ, αισθητική.