Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: Όταν δουλεύω δεν σκέφτομαι αν αυτό που κάνω θα αρέσει ή όχι. Επιμένω στη ματιά μου
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου μπαίνει στην πιο ώριμη και ουσιαστική περίοδο της θητείας του και διεκδικεί περισσότερα για το μέλλον του – ακόμη και περισσότερα χρήματα για τη διοργάνωση του.
Από το ταρατσάκι που βλέπει στην Ακρόπολη ως την αυλή με τη συλλογή από τα κεραμικά πιθάρια. Κι από το Δώμα όπου στεγάζεται η ομάδα του Λυκείου Επιδαύρου ως το ηλιόλουστο αίθριο που συνορεύει με το γραφείο του. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος κατοικεί κάθε γωνιά των νέων γραφείων του Ελληνικού Φεστιβάλ στο γραφικό πεζοδρομάκι της Ηπίτου, δίνοντας την αίσθηση ότι εκεί ανήκει· παρότι υπενθυμίζει διαρκώς πως άλλο είναι το σπίτι του. «Μου ανατέθηκε μια καινούργια δουλειά. Τη μαθαίνω και την υπηρετώ με χαρά και έννοια. Μαθαίνω πολλά πρακτικά πράγματα, ταξιδεύω και γνωρίζω πως λειτουργούν άλλοι μεγάλοι πολιτιστικοί οργανισμοί. Όλα αυτά θα μου είναι χρήσιμα όταν επιστρέψω στο Θέατρο του Νέου Κόσμου». Αυτό εξάλλου θεωρεί πως ήταν το «μικρό φεστιβάλ» που του έδωσε την ασφάλεια και την εμπειρία να περάσει στη διοίκηση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου – το οποίο και διοργανώνεται για δεύτερο καλοκαίρι υπό την καλλιτεχνική του διεύθυνση.
Μετά το «ταχύρυθμο σχολείο» – όπως χαρακτηρίζει την περσινή πρώτη του επαφή με τον οργανισμό όπου σχεδίασε τον προγραμματισμό στo χρόνο-ρεκόρ των πέντε εβδομάδων – ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος υπογράφει το ρεπερτόριο του φετινού φεστιβαλικού καλοκαιριού με τη σιγουριά που πηγάζει από την σκληρή δουλειά, την πίστη στις επιλογές του, το καλό κλίμα στα εσωτερικά του οργανισμού και από την όρεξη να ορίσει το μέλλον του θεσμού.
Φέτος θα δώσετε το προσωπικό σας στίγμα στο Φεστιβάλ. Σωστά;
Είχα το χρόνο να παρουσιάσω μια ολοκληρωμένη πρόταση. Χωρίς αρκετό χρόνο εξάλλου δεν γίνεται αυτή η δουλειά – αφού, για να καταλάβετε, έχω ήδη αρχίσει να δουλεύω για το καλοκαίρι του 2018, ακόμα και του 2019. Ως ένα βαθμό λειτούργησα σαν σκηνοθέτης, ο προγραμματισμός για μένα μοιάζει με μια μεγάλη σκηνοθεσία. Και όταν λέω «μεγάλη», δεν εννοώ υπερθέαμα. Δε μου ταιριάζουν τα υπερθεάματα, για όσους με ξέρουν κι απ’ το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Μετά το περσινό…ταχύρυθμο σχολείο – γιατί σχολείο ήταν για μένα η εμπειρία αυτής της πρώτης οργάνωσης – έστησα φέτος το φεστιβάλ με πιο καθαρή τη διαδρομή των επιλογών μου, έχοντας αρχίσει πια να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός. Η καινούργια πρόταση που φέρνω – και ξεκαθαρίζω δεν είναι πρωτότυπη – είναι το άνοιγμα στην πόλη. Θεωρώ πως πρέπει να ανοιγόμαστε και πέρα από τα φεστιβαλικά μας τείχη, επείγει να εμπλέξουμε και τον άνθρωπο της πόλης στην τέχνη και στην καλλιτεχνική δράση. Το δεύτερο καινούριο είναι το Λύκειο Επιδαύρου, ένα διεθνές σχολείο για το αρχαίο δράμα, που θα λειτουργήσει από φέτος, τον Ιούλιο, με πάνω από 100 σπουδαστές και πάνω από 20 καθηγητές απ’ όλο τον κόσμο. Όσο για το συνολικό στίγμα του φεστιβάλ, είναι δύσκολο να το ορίσω με δυο λέξεις, γιατί αναδύεται μέσα από δεκάδες παραγωγές και δράσεις. Αν κάτι γίνεται πιο φανερό, είναι η θεματική για την Επίδαυρο, η «Έλευση του ξένου», που όμως μέσα από το ενδιαφέρον αρκετών καλλιτεχνών διατρέχει και το πρόγραμμα της πόλης, δηλαδή συνολικά το φεστιβάλ.
Περήφανος, όχι· είμαι όμως αρκετά ήρεμος. Έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω
Είστε, μ’ έναν τρόπο, περήφανος για το φετινό προγραμματισμό;
Περήφανος, όχι· δε θα ’λεγα τόσο μεγάλη λέξη. Είμαι όμως αρκετά ήρεμος. Έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω. Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης δε, όπου εισέπραξα και την ενέργεια των παρευρισκομένων, ένιωσα ότι έχει ενδιαφέρον αυτό που πάμε να κάνουμε. Πως όλο αυτό αξίζει να δοκιμαστεί και να βρει το κοινό του.
Παράπονα ή αρνητικά σχόλια ακούσατε;
Τα περισσότερα σχόλια που άκουσα ή διάβασα ήταν θετικά και φιλικά σε αυτό που πάμε να παρουσιάσουμε. Κι αν υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, μέσα στο παιχνίδι είναι κι αυτό. Θα ήταν πολύ αλαζονικό εκ μέρους μου να περιμένω πως ό,τι κάνω θ’ αρέσει σε όλους.
Τα αρνητικά σχόλια αφορούσαν στο περιεχόμενο του προγραμματισμού ή προέρχονταν και από καλλιτέχνες που δεν συμπεριελήφθησαν σε αυτόν;
Φέτος συγκεντρώσαμε 1260 προτάσεις. Από αυτές, σας λέω με βεβαιότητα πως σχεδόν οι 300 ήταν πολύ καλές – και δεν εννοώ μόνο το θέατρο, αλλά και το χορό, τη μουσική, τα εικαστικά, τις περφόρμανς. Τις διαβάσαμε όλες με προσοχή, μαζί με τους συνεργάτες μου. Την τελική επιλογή την έκανα εγώ. Αν διάλεξα τις καλύτερες ή κάπου έκανα λάθος, η ευθύνη είναι δική μου. Ήδη το Φεστιβάλ έχει περισσότερες παραγωγές απ’ ότι πέρσι – κάποιοι το χαρακτήρισαν πληθωρικό – κι ωστόσο αρκετές καλές προτάσεις έμειναν απ’ έξω. Για πολλούς λόγους κάποιοι, και με δεδομένη την οικονομική δυσκολία, το εκλαμβάνουν αυτό ως απόρριψη. Όμως, δεν γίνεται να χωρέσουν μέσα σ’ ένα καλοκαίρι όλοι οι καλοί – όσο κι αν το θέλουμε. Αυτό το γνωρίζω και είναι ένα θέμα για το υπόλοιπο της θητείας μου.
Στο μεσοδιάστημα σας κούρασε η σύγκριση του τωρινού Φεστιβάλ με την προηγούμενη κατάσταση;
Ξέρετε τι έχω συνειδητοποιήσει στο διάστημα αυτό; Πως δεν υπάρχουν συνταγές για ένα φεστιβάλ. Και το διαπιστώνω κάθε φορά που δουλεύουμε με τους συνεργάτες μου, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η διαφορά του ενός φεστιβάλ από το άλλο έγκειται στο γούστο, στην ιδεολογία και στα χρήματα που διαθέτει ο κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής για να φτιάξει το πρόγραμμά του. Κάποιες επιλογές μπορεί να είναι παρόμοιες στη διεθνή σκηνή, άποια μεγάλα ονόματα όλοι τα θέλουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως αντιγράφεις τη συνταγή κάποιου άλλου, όσο και να την εκτιμάς. Κατ’ αναλογία τα ίδια ισχύουν και για τις εγχώριες παραγωγές.
Θα ήταν πολύ αλαζονικό εκ μέρους μου να περιμένω πως ό,τι κάνω θ’ αρέσει σε όλους
Συγκριτικά με πέρυσι ακούγεστε πιο σίγουρος, αισθάνεστε πια ότι ανήκετε σ’ αυτή τη θέση;
Ναι. Τη χρονιά που πέρασε η σχέση μου με το Φεστιβάλ έγινε πιο καθαρή. Γιατί όταν δουλεύω δεν σκέφτομαι αν αυτό που κάνω θα αρέσει ή όχι. Επιμένω στη ματιά μου, αναλαμβάνω την ευθύνη, ξέρω πως και οι αποτυχίες είναι μέσα στο παιχνίδι. Δεν είναι δυνατόν άλλωστε να παραγγέλνεις παραστάσεις και δράσεις σε 126 ανθρώπους και να είναι όλες άριστες! Μακάρι να είναι καλό το 70% εξ αυτών· θα είναι μεγάλη επιτυχία για το Φεστιβάλ και για εμάς.
Συνέβαλε σ’ αυτή τη σιγουριά ο διορισμός του νέου ΔΣ;
Το καινούργιο Διοικητικό Συμβούλιο μου έδωσε απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Είναι άνθρωποι μεγάλης εμπειρίας, ο καθένας στον τομέα του, όπως ο καθηγητής αρχαιολογίας Βασίλης Λαμπρινουδάκης, με υψηλό επίπεδο, που παρεμβαίνουν ακόμα και διαφωνώντας μαζί μου για το καλό του Φεστιβάλ· όχι για προσωπικές φιλοδοξίες και ούτε προς μία πολιτική κατεύθυνση. Δεν είναι πολύ συχνό αυτό. Θέλω να μιλήσω και για τους υπόλοιπους, για την ήρεμη δύναμη του Γιώργου Κουρουπού, της Μάρθας Φωστέρη από το ΚΕΘΕΑ, του Γιάννη Μηλιού, που είναι πρόεδρος του ΔΣ, ή του αντιπροέδρου Πέτρου Σταυριανού. Στο ίδιο πνεύμα συμμετέχουν και οι νεότεροι, Έφη Γιαννοπούλου και Νίκος Ερηνάκης. Όλοι λειτουργούμε συμπληρωματικά. Η διαφωνία είναι μέσα στο κομμάτι της δημιουργίας και δεν μεταφράζεται σε αντιπαράθεση.
Το Ελληνικό Φεστιβάλ έχει πλέον και Γενικό Διευθυντή. Τι πιστεύετε ότι θα αλλάξει στο θεσμό;
Η Φένια Ρουγκούνη είναι ένας άνθρωπος που έχει γνώση για το Δημόσιο, σε οικονομικά και διοικητικά ζητήματα, εφόσον είμαστε ένας οργανισμός εποπτευόμενος από το υπουργείο Πολιτισμού. Σε διαφορετική περίπτωση όλα αυτά τα παίρνει πάνω του ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Ωστόσο διαπιστώνω πως είναι καλύτερος ο δρόμος μέσα από το Γενικό Διευθυντή – όχι μόνο γιατί σε αφήνει να προσηλωθείς στο καλλιτεχνικό αντικείμενο αλλά και γιατί δεν χρειάζεται να έρθεις αντιμέτωπος, με την έννοια της καθημερινής φθοράς, με το εργασιακό κομμάτι. Κι επίσης, να σημειώσω πως μετά από 18 χρόνια, που πήγαινε κι ερχόταν και ποτέ δε φτιαχνόταν το οργανόγραμμα του φεστιβάλ, ο αντιπρόεδρος μας ανέλαβε και το έφερε σε πέρας, και μάλιστα σε συντομότατο διάστημα, επαναφέροντας το Φεστιβάλ σε φάση κανονικότητας. Χάρη σε αυτό μοιράζονται σωστά οι αρμοδιότητες και δεν θα λειτουργεί άναρχα και με αυθαιρεσίες ο οργανισμός.
Η φιλική σχέση σας με την υπουργό Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, κάνει τα πράγματα ευκολότερα; Συναντάτε ευήκοα ώτα στις προτάσεις σας;
Βέβαια. Δεν είναι μόνο ότι έχουμε συνεργαστεί και ότι είμαστε καλλιτέχνες της ίδιας γενιάς. Είναι πολύ σημαντικό που η Λυδία Κονιόρδου προέρχεται από το δικό μας χώρο, άρα συνομιλώ μ’ έναν άνθρωπο της δουλειάς. Επιπλέον, είναι μια πολύ δυναμική γυναίκα, με πολλή ενέργεια και όρεξη, σε βαθμό που δυσκολεύομαι, καμιά φορά, να την παρακολουθήσω. Κι επίσης, έχοντας διοικήσει στο παρελθόν δημόσιους οργανισμούς, ξέρει τα καλά και τα κακά του Δημοσίου, ξέρει τις παγίδες. Νιώθω τυχερός που βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση η Λυδία.
Τι απαντάτε σε αυτούς που λένε πως είστε ευνοούμενος του Υπουργείου Πολιτισμού;
Τι πάει να πει ευνοούμενος;
Ότι έχετε ευκολότερη πρόσβαση στο ΥΠΠΟ.
Μα πρέπει, επιβάλλεται οι δημόσιοι οργανισμοί να έχουν πρόσβαση στο υπουργείο. Απ’ ό,τι βλέπω, γιατί η Κονιόρδου προσπαθεί να δημιουργήσει δίκτυα μεταξύ των καλλιτεχνικών οργανισμών, το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους καλλιτεχνικούς διευθυντές. Δε νιώθω ότι έχω προνομιακή σχέση. Θα προτιμούσαμε ο εκάστοτε υπουργός να είναι κλεισμένος στον πύργο του, χωρίς επαφή με τους υπεύθυνους των εποπτευόμενων οργανισμών; Δε νομίζω.
Δεν γίνεται να χωρέσουν μέσα σ’ ένα καλοκαίρι όλοι οι καλοί – όσο κι αν το θέλουμε
Από την άλλη, αισθάνεστε άτυχος που διαχειρίζεστε το Φεστιβάλ Αθηνών σε καιρό κρίσης;
Πιστεύω πως έχει νόημα να βρίσκεσαι σε μια θέση ευθύνης στις δύσκολες μέρες που ζούμε. Έχει νόημα να ιδρύεις κάτι καινούριο, όπως το Λύκειο Επιδαύρου, ένα σχολείο για το αρχαίο δράμα που έπρεπε να υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Έχει νόημα να βγαίνεις από τα θεατρικά σου τείχη και να ανοίγεσαι στην κοινωνία, να εμπλέκεις τον κόσμο στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να μοιράζονται μεταξύ τους, να συμμετέχουν στη δημιουργία του καλλιτεχνικού γεγονότος. Η συμμετοχή των ανθρώπων, είτε ως θεατές είτε ως συνδημιουργοί, ανοίγει το μυαλό, την καρδιά, τη διάθεση. Που σημαίνει ότι δεν αισθάνομαι άτυχος αυτή την εποχή. Τώρα βέβαια τα οικονομικά μας δεν έχουν καμία σχέση με αυτά του παρελθόντος. Θέλουμε να το καταλάβει αυτό η πολιτεία και να δώσει τη σημασία που πρέπει στον πολιτισμό. Δεν είναι πολυτέλεια, είναι ζωτική ανάγκη για τον κόσμο. Απ’ την άλλη, η τέχνη αντιμετωπίζει τη λιτότητα με φαντασία. Ο κίνδυνος είναι η μιζέρια.
Τα 10 εκατομμύρια ευρώ που διαχειρίζεται το Ελληνικό Φεστιβάλ είναι ένας ικανοποιητικός προϋπολογισμός τηρουμένων των αναλογιών;
Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι μόνο 2.000.000 ευρώ από τα 9.500.000 (και όχι 10.000.000 ευρώ) προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα υπόλοιπα είναι από πρόβλεψη εισιτηρίων, από τα καζίνο κλπ. Και βεβαίως όλο αυτό το ποσό δεν προορίζεται μόνο για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Πάνω από τα μισά είναι μισθοί εργαζομένων, λειτουργικά, νοίκια κλπ. Επίσης να θυμίσω ότι στη διάρκεια του καλοκαιρινού φεστιβάλ παρουσιάζεται ένας μεγάλος αριθμός παραγωγών, και ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φεστιβάλ, αλλά κατά κάποιο τρόπο με περισσότερα. Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και η Μικρή Επίδαυρος θα μπορούσαν να είναι από μόνα τους ένα αυτόνομο φεστιβάλ. Και είναι μεγάλο κόστος το ανέβασμα παραστάσεων αρχαίου δράματος. Φέτος προστέθηκε στην περιοχή και το Λύκειο Επιδαύρου. Στην Αθήνα, επιθυμούμε το Ηρώδειο να αποκτήσει αμιγώς μουσικό χαρακτήρα. Εκεί να δείτε τι σημαίνει να φέρεις κάνα δυο μεγάλες ορχήστρες ή και μια όπερα από το εξωτερικό! Η Πειραιώς 260, επίσης θα μπορούσε να είναι ένα φεστιβάλ από μόνη της, το ίδιο και το Άνοιγμα στην πόλη που προτείνουμε φέτος. Επειδή λοιπόν τα χρήματα δεν φτάνουν για όλα αυτά, προσπαθούμε να κάνουμε οικονομίες, συμπαραγωγές, συνεργασίες με θεσμικούς ή ιδιωτικούς φορείς και πρωτοβουλίες, να βρίσκουμε χορηγούς, ΕΣΠΑ κλπ. Ναι, χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα.
Μιλάτε συχνά για το Άνοιγμα στην πόλη και το Λύκειο Επιδαύρου. Είναι οι προτεραιότητες σας στη διοργάνωση;
Όχι, δεν τα θεωρώ προτεραιότητες. Είναι πράγματα τα οποία αισθανόμουν την ανάγκη να δοκιμάσω. Κι αν ίσως μιλάω περισσότερο γι’ αυτά, είναι επειδή πρόκειται για καινούρια πράγματα που ελπίζω να βρουν το χαρακτήρα τους.
Δεν τα αντιμετωπίζετε δηλαδή σαν προσωπικό στοίχημα;
Δεν έχω ποντάρει ποτέ σε στοιχήματα. Όταν θέλω να πετύχει κάτι προσπαθώ με νύχια και με δόντια. Έτσι θέλω να σκέφτομαι. Τώρα αν υπάρξουν ελλείψεις ή δυσλειτουργίες, πρώτη χρονιά είναι φέτος, θα βελτιωθούμε ή θα αλλάξουμε και ρώτα. Χρειάζεται χρόνος, δε γίνονται τα πράγματα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
Δε νιώθω ότι έχω προνομιακή σχέση με το υπουργείο Πολιτισμού
Πέρυσι η Επίδαυρος πήγε εξαιρετικά καλά, ωστόσο φέτος έχετε επιλέξει παραστάσεις με περιορισμένο εμπορικό εκτόπισμα. Πως δικαιολογείτε αυτή την επιλογή;
Πιστεύω στις συγκεκριμένες παραστάσεις. Πιστεύω στους καλούς ηθοποιούς που τις στελεχώνουν και στους σκηνοθέτες που αναλαμβάνουν αυτές τις παραγωγές. Κατά την άποψή μου, το αρχαίο δράμα χρειάζεται σκηνοθέτες με ισχυρή άποψη και πρόταση. Ό,τι επέλεξα το πιστεύω. Θα φέρω ένα παράδειγμα: Επαναλαμβάνουμε τους «Επτά επί Θήβας», μια παράσταση του ΚΘΒΕ που πέρυσι δεν πήγε εισπρακτικά τόσο καλά στην Επίδαυρο, αλλά κέρδισε το κοινό της στην πορεία και συγκέντρωσε εξαιρετικές κριτικές. Νομίζω πως η φήμη για μια παραγωγή λειτουργεί σαν τον παλιό τηλέγραφο. Συμβαίνει αυτό το μαγικό στο θέατρο, το ένστικτο του κοινού. Εκεί επενδύω. Πιστεύω επίσης ότι πρέπει να έχουν και οι νέοι θέση στην Επίδαυρο, όπως φέτος ο Άρης Μπινιάρης, η Ιώ Βουλγαράκη και η Κατερίνα Ευαγγελάτου, που κατεβαίνει με το Εθνικό.
Στην Πειραιώς, αντίστοιχα, με τι θα είστε ικανοποιημένος; Πέρυσι, διαπιστώθηκε κάμψη στην προσέλευση.
Ήταν φυσικό, γιατί και ονόματα πολλά δεν είχαμε και συμμετείχαν πολλές νεανικές ομάδες κι έκανα προσωπικά λάθη.
Δηλαδή;
Εγκρίναμε περισσότερες απ’ ό,τι έπρεπε παραστάσεις devised θεάτρου, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές τις ομάδες να μην προλάβουν στο μικρό χρονικό διάστημα που τους δόθηκε να φτιάξουν αυτό που μπορούσαν. Κι από την άλλη, οι πιο έμπειροι σκηνοθέτες στους οποίους απευθύνθηκα δεν θέλησαν να κάνουν παράσταση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Πιστεύετε ότι η μετά-Φαμπρ, αναστάτωση τραυμάτισε το κύρος του Φεστιβάλ;
Προφανώς και δεν είναι ωραίο για το θεατή να γίνεται κοινωνός σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας. Πέρυσι, από τον Δεκέμβρη του ’15 ως τον Απρίλιο του ’16 βρέθηκε πολλές φορές στη θέση να αναρωτιέται «τι γίνεται επιτέλους στο Φεστιβάλ;». Επομένως, ναι, πληρώσαμε κι αυτήν την αναστάτωση.
Θέλω το Φεστιβάλ να ανοίξει στην κοινωνία και να μην απευθύνεται μόνο σ’ ένα μικρό κύκλο – τον οποίο σέβομαι πάρα πολύ – φιλότεχνων, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων
Ιδεωδώς τι θα έπρεπε να αλλάξει στη νοοτροπία του οργανισμού;
Ο ίδιος ο οργανισμός πρέπει να προοδεύσει. Αλλά υπάρχει αυτό το κακό στο δημόσιο: Από τη μια, βλέπεις ανθρώπους με όρεξη για δουλειά και ιδέες, κι από την άλλη κάποιους με τη γνωστή δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Νομίζω ότι κάθε οργανισμός, όπως και το Φεστιβάλ, χρειάζεται πολλή δουλειά, πολύ τρέξιμο και πολλή αγάπη.
Οι αμοιβές των καλλιτεχνών και των σχημάτων που συμμετέχουν δεν θα έπρεπε να είναι καλύτερες;
Νομίζω πως είναι αρκετά καλές – χωρίς να τις συγκρίνω με τις αμοιβές προ κρίσης αλλά ούτε και με τις αμοιβές πείνας που επικρατούν στην αγορά. Βεβαίως, αν είχαμε λιγότερες παραγωγές, κάτι παραπάνω θα πήγαινε στους καλλιτέχνες, οι οποίοι, σε γενικές γραμμές, είναι ικανοποιημένοι.
Πως σχολιάζετε τις αμοιβές πείνας της αγοράς;
Θα σας πω το εξής. Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου εξακολουθούμε να πληρώνουμε κανονικά τους ανθρώπους στις παραγωγές μας. Αυτό δεν αποτελεί κάποιου είδους υπερηφάνεια· σημειώνω απλώς ότι μείναμε συνεπείς στην αρχή αυτού του θεάτρου: Αν δεν έχουμε λεφτά να πληρώνουμε τον κόσμο, καλύτερα να το κλείσουμε. Κι αυτό σας εγγυώμαι πως το κάνουμε για το καλύτερο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Καταλαβαίνω τη δυσκολία, αλλά δεν συμφωνώ με αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Δεν γίνεται ένας ηθοποιός να κάνει πρόβες το πρωί σ’ ένα θίασο, να τρώει κάτι στο πόδι, να συνεχίζει το απόγευμα σε πρόβες για άλλη παράσταση και το βράδυ να παίζει σε μια τρίτη. Πιστεύω πως ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη ακόμα και την τεμπελιά για να σκέφτεται και να γονιμοποιείται μέσα του αυτό που κάνει. Φυσικά και σέβομαι την ανάγκη που τον οδηγεί σε αυτό για να επιβιώσει, απλώς δεν θεωρώ ότι είναι ένας δημιουργικός δρόμος. Μόνο όταν ένας άνθρωπος πληρώνεται κανονικά, δουλεύει σωστά και πειθαρχημένα. Υπάρχει μια στρέβλωση στο θεατρικό τοπίο των 1.000 παραστάσεων ετησίως. Η οικονομική ανάγκη οδήγησε προς τα ‘κει. Πρέπει να το επανεξετάσουμε όλοι μας, η Πολιτεία αλλά και οι άνθρωποι του θεάτρου.
Είπατε πως δεν σας αρέσουν τα «θα». Ωστόσο επί των ημερών σας, τι θέλετε να συμβεί στο Ελληνικό Φεστιβάλ;
Ένα μηχανισμό που θα δουλεύει αποτελεσματικά, που οι εργαζόμενοι θα τον αγαπούν, που όλοι θα νιώθουν σαν μια ομάδα· και που από το φύλακα μέχρι το διευθυντή θα εργάζονται άπαντες για να γίνει ένα καλό Φεστιβάλ. Αυτή η υγιής στάση απέναντι στη δουλειά μας με αφορά πάρα πολύ. Επίσης, θα ήθελα να εδραιωθεί και να κάνει ουσιαστική δουλειά το Λύκειο Επιδαύρου. Και φυσικά, ό,τι άλλο συναποτελεί το Φεστιβάλ θα ήθελα να έχει κάτι να πει, να γίνεται αφορμή για μια σκέψη, μια ανάταση. Θέλω το Φεστιβάλ να ανοίξει στην κοινωνία και να μην απευθύνεται μόνο σ’ ένα μικρό κύκλο – τον οποίο σέβομαι πάρα πολύ – φιλότεχνων, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων. Θέλω η επαφή με μια παράσταση ή μια δράση να ομορφαίνει, να δίνει κάποιο νόημα στη μέρα των ανθρώπων. Ακόμα κι εκείνων που δεν θα ξεκινούσαν να πάνε στο Φεστιβάλ, αλλά το Φεστιβάλ πήγε να τους συναντήσει.
Βεβαίως κι έχω φιλοδοξίες για οτιδήποτε κάνω στη ζωή μου
Προσωπικές φιλοδοξίες έχετε μέσα από όλη αυτήν την ιστορία;
Στο διάστημα που δουλέψαμε εντατικά για να ολοκληρώσουμε το πρόγραμμα και να το παρουσιάσουμε στη συνέντευξη τύπου αισθανόμουν φριχτά κουρασμένος – ούτε σε εργοστάσιο δεν θα δούλευα τόσο πολύ. Από τη μια ένιωθα πόσο ενδιαφέρον είναι αυτό που κάνουμε κι από την άλλη αναρωτιόμουν τι κάνω εγώ εδώ… Γιατί να πρέπει να υποστώ επιθέσεις από ανθρώπους, έστω και λίγους, που δεν συμπεριλήφθηκαν στο πρόγραμμα, ας πούμε… Γιατί να με αντιμετωπίζουν ξαφνικά σαν εχθρό… Σκεφτόμουν τι δουλειά έχω εγώ εδώ, κι από την άλλη δεν ήθελα να το εγκαταλείψω. Κι αυτό τελικά υπερισχύει, παρ’ όλες τις συγκρούσεις μέσα μου. Ναι, έχει νόημα για μένα αυτή η δουλειά.
Δεν μου απαντήσατε παρ’ όλα αυτά…
Βεβαίως κι έχω φιλοδοξίες για οτιδήποτε κάνω στη ζωή μου. Δεν θεωρώ πως η φιλοδοξία έχει μόνο αρνητικό πρόσημο. Αρκεί να δουλεύεις, όπως έλεγε κι ο Τσέχοφ, να αφορά η δουλειά σου τον κόσμο και να μην παίρνεις τον εαυτό σου πολύ στα σοβαρά.
Δεν θέλω να «σκηνοθετήσω» το Φεστιβάλ μόνος μου
Θα λέγατε ότι έχετε περισσότερους φίλους ή εχθρούς από τότε που βρεθήκατε στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή;
Δεν ξέρω να απαντήσω. Δεν είναι μετρήσιμα αυτά τα μεγέθη. Εκτός από τους λίγους που εκδήλωσαν μια επιθετικότητα, η αύρα είναι θετική.
Έχετε δεχθεί πιέσεις από εξωφεστιβαλικούς παράγοντες να μπουν στο Φεστιβάλ παραστάσεις που δεν είναι του προσωπικού σας γούστου;
Ο καθένας που βρέθηκε στη θέση που είμαι εγώ τώρα θα σας απαντούσε «όχι». Εγώ θα σας πω και το γιατί. Γιατί αν ανοίξεις ένα τέτοιο παραθυράκι μετά θ’ ανοίξουν κι άλλα. Αν πεις «ναι» σ’ ένα τηλεφώνημα, θα αναγκαστείς να πεις και σε επόμενα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ακούσεις και πολύ ωραίες ιδέες μέσα από αυτή τη διαδικασία, ούτε ότι θα κλείνεις τα τηλέφωνα. Σας βεβαιώνω πως έχω διαθέσει πάρα πολύ χρόνο στην επαφή με τους καλλιτέχνες. Γιατί πιέσεις δεν δέχεται κανείς μόνο από πολιτικά πρόσωπα αλλά και από τους συναδέλφους του. Εννοείται πάντως πως είμαι ανοιχτός σε προτάσεις, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Δεν θέλω να «σκηνοθετήσω» το Φεστιβάλ μόνος μου.
Χαίρεστε που η θεατρική πιάτσα συνεχίζει να σας αποκαλεί με το μικρό σας όνομα;
Η αλήθεια είναι ότι προτιμώ να μου μιλούν στον ενικό, να μη μου απευθύνονται με το «κύριε Θεοδωρόπουλε» ή το «κύριε Βαγγέλη»· δε μου πάει, δεν ταιριάζει στο χιούμορ μου. Απευθύνομαι σχεδόν σε όλους με το μικρό τους όνομα, και το ίδιο περιμένω να κάνουν κι εκείνοι. Πάντα έτσι ήμουν και δεν θα αλλάξω τώρα. Έχω μεγαλώσει πολύ για να αλλάξω.