Ο Μαθητευόμενος
Πολυεπίπεδη ταινία γύρω από τη θανατική ποινή που αποτέλεσε την πρόταση της Σιγκαπούρης για το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ συμμετείχε και στο «Ένα κάποιο βλέμμα» του φεστιβάλ Καννών.
Ο Αϊμάν είναι ένας 28χρονος σωφρονιστικός υπάλληλος, που πρόσφατα μεταφέρθηκε στη μεγαλύτερη φυλακή της περιοχής. Ζει με τη μεγαλύτερη αδελφή του σε ένα μικρό συγκρότημα κατοικιών. Στο νέο χώρο εργασίας του, γίνεται φίλος με τον 65χρονο Ραχίμ, που, όπως αποδεικνύεται, είναι ο επικεφαλής των δημίων της φυλακής. Όταν ξαφνικά ο βοηθός του αρχιδημίου παραιτείται, εκείνος προτείνει στον Αϊμάν να γίνει ο μαθητευόμενος του.
Σε πλήρη αντίθεση με τα προβλέψιμα και εκβιαστικά οικογενειακά μελοδράματα που συνδέουν μια προσωπική τραγωδία με ανατρεπτικές σεναριακές μαϊμουδιές, το φιλμ κρατάει μια στιβαρή αξιοπρέπεια από την αρχή μέχρι και το τέλος. Παρότι το θέμα της ταινίας είναι η θανατική ποινή, ο πολυδιάστατος προβληματισμός της, δοκιμάζει τα όρια του ανοιχτόμυαλου θεατή καθώς και τις αντοχές της δυτικής κοινωνίας που προτάσσει τον ανθρωπισμό και τη ψυχολογία ως λύση στα περισσότερα «καυτά» ζητήματα που την ταλανίζουν. Η ταινία θα μπορούσε να χαθεί σε ανούσιες ή έστω αδιέξοδες κουβέντες γύρω από την αναγκαιότητα ή όχι της θανατικής ποινης, στο διαχωρισμό των ποινικών αδικημάτων – εξαίσια η σεκάνς του διαλόγου στο αυτοκίνητο του δημίου γύρω από τον επικείμενο απαγχονισμό του εμπόρου ναρκωτικών και τον παραλληλισμό με το δολοφόνο πατέρα του ήρωα- και στο διδακτισμό. Όμως ο ταλαντούχος σκηνοθέτης από τη Σιγκαπούρη επιλέγει να κρατήσει λιτή και χαμηλόφωνη την ένταση του «Μαθητευόμενου», παραδίδοντας μαθήματα ώριμου και ψύχραιμου σινεμά. Μέσα από μινιμαλιστικές εικόνες, ελάχιστους διαλόγους και στεγνές αλλά ανατριχιαστικές λεπτομέρειες γύρω από την ικανότητα του δημίου στην εκτέλεση των καθηκόντων του («δουλειά μου είναι να μην υποφέρει ο καταδικασμένος και στη δουλειά αυτή είμαι ο καλύτερος») ο Μπου Τζανφένγκ, θέτει φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, την αναζήτηση της ταυτότητας και τη σχέση πατέρα- γιου. Η κυριότερη ένσταση μας έχει να κάνει με το
ανοιχτό φινάλε που δεν ταιριάζει σε όλη τη μεθοδολογία και τον δομημένο έντεχνα χαρακτήρα της ταινίας, καθώς δείχνει κάπως άστοχο και άκυρο σε σχέση με το υπόλοιπο ύφος του φιλμ.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης