Συν & Πλην: «Δηλητήριο» στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
Θετικές και αρνητικές σκέψεις για την παράσταση «Δηλητήριο» της Ολλανδής Λοτ Φέικεμανς, σε σκηνοθέσία Γιάννη Μόσχου, στο «Φουαγιέ» της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του φετινού προγράμματος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Το έργο
Σύγχρονο έργο, χθεσινό λες, γραμμένο το 2010, οπότε η ταύτιση με ένα από τους δύο ήρωες του έργου είναι πιο εύκολη. Και δύσκολο έργο, δηλαδή δύσκολο είναι το θέμα με το οποίο καταπιάνεται (γιατί σαν θεατρική γραφή έχει αμεσότητα και σαφήνεια). Πρόκειται για τη συνάντηση δύο πρώην συζύγων, που έχουν χάσει το παιδί τους εδώ και μια δεκαετία. Οι δύο άνθρωποι χώρισαν άσχημα κάποια στιγμή, μετά το θάνατο του παιδιού τους, και δεν είχαν ξανά επαφή. Τι έχει γίνει στη ζωή τους στο μεταξύ; Πόσο προχώρησαν; Πόσο έμειναν καθηλωμένοι στο ανείπωτο τραύμα και στην απώλεια που δεν περιγράφεται με μία λέξη, σε καμία γλώσσα του κόσμου;
Ο άντρας (Ταξιάρχης Χάνος) ζει πλέον αλλού, έχει φτιάξει ξανά τη ζωή του, ετοιμάζεται να ξαναγίνει πατέρας και ετοιμάζεται, παράλληλα, να αφηγηθεί μέσω της μυθοπλασίας, μέσω ενός βιβλίου που έχει ξεκινήσει να γράφει, όσα έχει νιώσει και κουβαλάει πάντα. Η μητέρα (Μαρία Τσιμά) έμεινε στο ίδιο σπίτι, στην ίδια πόλη, στην ίδια δουλειά, δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα στην καθημερινότητά της και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι ζει «κανονικά». Και μέμφεται τον πρώην άνδρα της που έχει προχωρήσει…
Υπάρχει συνταγή στην αντιμετώπιση αυτής της απώλειας και κάθε απώλειας; Είναι καταδικαστέος εκείνος που προχωράει; Ολο αυτό ξετυλιγεται στα 70 λεπτά που διαρκεί η παράσταση, αλλά το έργο δεν μένει μόνο στο βαρύ του διακύβευμα. Συνοδεύεται, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, από χιούμορ, φρεσκάδα, σπιρτάδα και ανατροπές. Γι’ αυτό και είναι γοητευτικό.
Η παράσταση
Στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, που παλαιότερα ήταν η γκαρνταρόμπα του θεάτρου, κυριαρχούσε η απόλυτη λιτότητα, η απόλυτη γύμνια. Αυτή που επικρατεί στο θάνατο, αυτή που κυριαρχεί στα νεκροταφεία. Αλλωστε στο νεκροταφείο που βρισκόταν θαμμένο το παιδί τους συναντήθηκαν οι δύο πρώην σύζυγοι. Μόνο μερικές καρέκλες υπάρχουν (θα μπορούσαν να είναι παγκάκια, θα μπορούσαν να είναι πεζούλια) το αυτόματο μηχάνημα για το νερό με τα ποτήρια κι αυτό είναι όλο το σκηνικό. Η δράση εκτυλλίσεται στη μέση, πάνω στα μάρμαρα της αίθουσας (άλλη παραπομπή στα νεκροταφεία αυτή), με τις θέσεις του κοινού στο πλάι.
Ο Ταξιάχης Χάνος ήταν ήδη στη σκηνή καθώς μπαίναμε. Φαινόταν κάτι να περιμένει, φαινόταν σαν να τον είχαν στήσει αυτοί που περίμενε και, κυρίως, φαινόταν να νιώθει πολύ άβολα για το ότι βρισκόταν εκεί. Κάποια στιγμή από τα μπαλκόνια του κτιρίου, μπαίνει η Μαρία Τσιμά, αγχωμένη και προσπαθώντας με τη μεγάλη της ομπρέλα να προφυλαχθεί από τη «βροχή» που πέφτει. Η αρχική αμηχανία και οι τυπικότητες δύο ανθρώπων που είχαν να συναντηθούν χρόνια, αλλά είχαν τόσα πολλά που τους ένωναν, έγινε γρήγορα σύγκρουση, απορία, επιθετικότητα. Πότε από τη μία πλευρά, πότε από την άλλη. Κυρίως από την πλευρά της συζύγου. Παρά την απόλυτη σκηνική γύμνια, οι δύο ηθοποιοί, απέδωσαν έξοχα τις μεταπτώσεις αυτής της σχέσης κι αυτής της συνάντησης, αναζήτησαν τα νήματα, έδωσαν χώρο στην τρυφερότητα και στην κατανόηση. Με την καθοριστική καθοδήγηση του πάντα ευαίσθητου Γιάννη Μόσχου. Με την υπανικτική μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου. Με τα εύστοχα κοστούμια της Τίνας Τζόκα, που επιμελήθηκε και τις μικρές σκηνικές λεπτομέρειες. Με τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, που αξιοποίησε και τις απλίκες του Φουαγιέ.
Τα Συν (+)
- Το έργο. Ενα από τα πιο ωραία σύγχρονα κείμενα, που, όχι αδίκως, θεωρείται ένα από τα πιο δημοφιλή δείγματα της σύγχρονης ολλανδικής δραματουργίας και έχει ήδη παρουσιαστεί σε πολλές χώρες, ενώ ετοιμάζεται και η κινηματογραφική του μεταφορά. Για το δύσκολο θέμα που θίγει, για το χιούμορ και την τρυφερότητα που αντιπαραθέτει στην πληγή που δεν έχει κλείσει. Για το χώρο που δίνει στις ιδιαιτερότητες και στις αναζητήσεις των ανθρώπων, για τον τρόπο που ακούει και τις αδυναμίες τους και τις προσπάθειές τους.
- Η σκηνοθεσία. Γιατί δεν έβαλε τίποτα περιττό σ’ αυτή την παράσταση ο Γιάννης Μόσχος. Εδωσε χώρο στις ερμηνείες για να αναδείξει την ψίχα του κειμένου, και απέδωσε θαυμάσια το κείμενο, υπογράφοντας και τη μετάφραση.
- Οι ερμηνείες. Η επιλογή των δύο ηθοποιών είναι επίσης στα υπέρ του Γιάννη Μόσχου. Δύο άνθρωποι γύρω στα πενήντα, χωρίς πολλά φτιασίδια, καθημερινοί άνθρωποι, που κατάφεραν να μεταφέρουν, σ’ αυτή τη γυμνή σκηνή, στον μαρμάρινο διάδρομο για την ακρίβεια, ό,τι τους κρατάει δέσμιους με ένα σκληρό παρελθόν, την αγωνία και την προσπάθειά τους να πάνε παρακάτω, κρατώντας τις μνήμες τους. Εξαιρετική η Μαρία Τσιμά (με τον αυτοσαρκασμό, με την ειρωνεία, με τις φοβίες και τα τραύματά της παρόντα), ανέδειξε έξοχα τις στιγμές του έργου που στρέφονταν στο χιούμορ για να αντιμετωπίσουν τη δυσκολία. Στιβαρός και έμπειρος ο Ταξιάρχης Χάνος, στο ρόλο του ανθρώπου που δεν μένει πια εκεί, αλλά δεν θέλει να κλείσει και την πόρτα κατάμουτρα σε ό,τι υπήρξε. Του ανθρώπου που κατανοεί το πρόβλημα του άλλου, δεν θέλει να συγκρουστεί μαζί του, αλλά δεν αισθάνεται ενοχές για τις δικές του επιλογές.
Τα Πλην (-)
- Η απόσταση. Τι κρίμα που παίζεται μόνο στη Θεσσαλονίκη… Είναι από τις παραστάσεις που κάλλιστα θα μπορούσαν να ταξιδέψουν και στην Αθήνα, όπως θα γίνει με κάποιες ακόμα από τις φετινές παραγωγές του ΚΘΒΕ, που θα παρουσιαστούν στην Αθηνα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Το άθροισμα (=)
- Είχα εμπιστοσύνη στις επιλογές και στη ματιά του Γιάννη Μόσχου, έτσι κι αλλιώς. Στη δεύτερη φορά που ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη σ’ αυτή τη σεζόν, για να δω παραστάσεις του ΚΘΒΕ, έχω εμπιστοσύνη και στις επιλογές του Κρατικού Θεάτρου. Είδα μια παράσταση ολοκληρωμένη, πλήρη, κι ένα σύγχρονο δυνατό θεατρικό κείμενο, που ισορροπεί με θαυμαστή δεξιοτεχνία, παρά τα πολλά βάρη και βαρίδια που κουβαλούν οι δύο ήρωές του.