Flâneur#26: Το “Μακρύ ταξίδι της μέρας” στην Κύπρο που βγαίνει από το μνημόνιο…
Εχω επισκεφθεί την Κύπρο, από το 1990 μέχρι σήμερα, δεκάδες φορές. Για προσωπικούς ή επαγγελματικούς λόγους.
Είχα την τύχη και την ευτυχία να γνωρίσω τις μεγάλες μορφές των γραμμάτων της, παλαιότερους και νεότερους: τον Κώστα Μόντη, τον Θεοδόση Νικολαΐδη, την Ηβη Μελεάγρου, την άδικα και τόσο νωρίς χαμένη Νίκη Μαραγκού από τη νεότερη γενιά, και πολλούς άλλους: ιστορικούς, πανεπιστημιακούς, εικαστικούς καλλιτέχνες, ποιητές, πεζογράφους. Και είχα τη δυνατότητα να παρακολουθώ διάφορες φάσεις της διαδρομής αυτού του τόπου, που κουβαλούσε ένα πολύ δύσκολο τραύμα: την τουρκική εισβολή του 1974 και το πώς, κάθε φορά, η πολιτεία, η κοινωνία και ο πολιτισμός του τόπου διαχειρίζονταν και αντιμετώπιζαν αυτή τη φοβερή εμπειρία.
Η Κεντρική Σκηνή του Θεατρικού Οργανισμού Κυπρου
Ηταν μια διαδρομή που πέρασε από πολλούς δρόμους, με εμφανή τα ίχνη αυτών των διαδρομών στον τρόπο ζωής και στις αντιλήψεις των κατοίκων της. Θα μπορούσα σήμερα να πω, ότι, προφανώς και ευλόγως, τα πρώτα χρόνια οι Κύπριοι λειτουργούσαν δύσπιστα, βάδιζαν σε ό,τι γνώριζαν και οι πιο δυναμικοί προσπαθούσαν να προβάλλουν την ιστορία και τα πολιτιστικά της ίχνη. Ταυτοχρόνως λειτουργούσαν με τις λιγότερο ή περισσότερο κακοχωνεμένες πρακτικές (είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό χώρο) που είχαν μάθει από τα χρόνια της Αγγλικής Αποικιοκρατίας. Στο μεταξύ, τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η Κύπρος έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Oδός Λήδρας στη Λευκωσία
Πριν λίγα, ελάχιστα χρόνια, η Κύπρος, ξαφνικά και απροσδόκητα για τους κατοίκους της, αντιμετώπισε capital controls, κούρεμα καταθέσεων, μνημόνιο και όσα το ακολουθούν και μας είναι πολύ γνωστά. Για τα επόμενα χρόνια, οι συνηθισμένοι σε πολλή μεγαλύτερη ευμάρεια (απ’ ό,τι οι Ελληνες) Κύπριοι, είδαν μειώσεις μισθών, είδαν καταστήματα να κλείνουν, είδαν ανθρώπους να χάνουν τις δουλειές τους, είδαν την Λεωφόρο Μακαρίου (έναν από τους κεντρικότερους και πιο εμπορικούς δρόμους της Λευκωσίας, κάτι σαν τη δική μας Σταδίου) να έχει σκοτεινιάζει τη νύχτα, αφού πλέον τα περισσότερα καταστήματα ήταν ξενοίκιαστα.
Σ’ αυτο το ταξίδι στην Κυπρο είδα τι σημαίνει «ρυθμός ανάπτυξης» δια γυμνού οφθαλμού.
Στο μεταξύ, πολύ γρήγορα και πολύ μεθοδικά και αποτελεσματικά, η Κύπρος βγήκε από το μνημόνιο. Είχα να πάω περίπου 4,5 χρόνια -πριν από την εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη, πριν από το μνημόνιο. Και βρήκα μιαν άλλη χώρα. Για να είμαι πιο σαφής, είδα τι σημαίνει «ρυθμός ανάπτυξης» δια γυμνού οφθαλμού.
Μοντέρνα πολυκατοικία στη Λευκωσία
Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, που είναι εμφανές, είναι ότι η Κύπρος και οι Κύπριοι θέλουν να προσπαθούν να γίνουν Ευρωπαίοι πολίτες. Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει (όπως τα πολλά προηγούμενα χρόνια) η μονόπλευρη βρετανική επιρροή σε όλα, αλλά οι Κύπριοι συνομιλούν πλέον με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντλούν από την αισθητική τους, από τον τρόπο ζωής τους, από τις ιδέες τους.
H Ρένη Πιτακή στην παράσταση «Ταξίδι μεγάλης μέρας προς τη νύχτα»
Ο νέος ΘΟΚ
[Η αντίληψη της σύμπραξης, της συνεργασίας και της συνέργειας είναι φανερή και από τη φετινή παρουσία του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου στο Φεστιβάλ Επιδαύρου, όπου θα παρουσιάσει, σε σκηνοθεσία του νέου και ταλαντούχου Αρη Μπινιάρη, τους «Πέρσες» του Αισχύλου στις 11 και 12 Αυγούστου, με τη συμμετοχή Ελλαδιτών και Κυπρίων ηθοποιών και συντελεστών].
Μερίδιο στην επιτυχία είχε και η Μελίνα Παιονίδου, που ανέλαβε τη φωνητική διδασκαλία, κάτι που ξέρει να κάνει πολύ καλά. Δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τον Αρη Μπαλή στο ρόλο του Εντμοντ, του φυματικού γιου, και τη Ρένη Πιττακή, στην εύθραυστη, φευγάτη μορφινομανή Μαίρη Ταϊρόουν, αλλά συνάμα και μια μητρική φιγούρα που κυριαρχεί και τα ελέγχει όλα: είτε παραβλέποντας τα, είτε αποσιωπώντας τα, είτε ωραιοποιώντας τα. Η Ιώβη Φραγκάτου, η Καθλίν, η κοπέλα που βοηθάει το σπιτικό των Ταϊρόουν και συμπάσχει με τα πάθη τους, έπαιξε πιάνο, τραγούδησε θαυμάσια, και είχε μια καθοριστική, παρά τη διακριτικότητά της παρουσία (ή μάλλον λόγω της διακριτικότητας της παρουσίας της).
Ο Θανάσης Δόβρης υπηρέτησε με επάρκεια το ρόλου του μεγάλου αλκοολικού γιου. Φοβάμαι ότι η μοναδική κυπριακή συμμετοχή στο θίασο, αυτή του έμπειρου και καλού ηθοποιού Αντώνη Κατσαρή ατύχησε. Δεν έπεισε για το πρόσωπο που υποδύθηκε, έναν καθοριστικό ρόλο του έργου, του τσιγκούνη και ματαιωμένο ηθοποιό, που δείχνει σκληρός για να κρύψει την ευαισθησία του.
Υπήρχαν στιγμές έξοχες στην παράσταση, όπως η αρχή του έργου, όπου οι τέσσερις της πυρηνικής οικογένειας ανεβαίνουν από την πλατεία προς τη σκηνή (σαν να είναι κάποιοι από εμάς). Οπως οι στιγμές που τραγουδούν σχεδόν όλα τα μέλη του θιάσου μοναδικά. Οπως η σπαρακτική λιτότητα του σκηνικού. Οπως ο καπνός που σιγά σιγά κρύβει το κάθε πρόσωπο του έργου. Οπως εκείνη η πόρτα που ανοίγει στο τέλος και φεύγει ένας-ένας. Οπως ο τρόπος που σιγά σιγά ενώ το κάθε μέλος της οικογένειας είναι όρθιο, όσο προχωράει η δράση και παρακολουθούμε το αλληλοσπάραγμά τους, είναι είτε καθισμένοι, είτε καταρρακωμένοι, είτε ξαπλωμένοι. Η μόνη όρθια, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης είναι η υπηρέτρια, η Καθλίν, που παρατηρεί, συμπάσχει, μετέχει ενίοτε, αλλά δεν «νοσεί».
Παρά τα θετικά στοιχεία, τα πολλά θετικά στοιχεία, την αναγνωρίσιμη «γλώσσα» του Γιάννη Χουβαρδά, θα προτιμούσα την παράσταση σ’ έναν πιο ατμοσφαιρικό χώρο, παρ’ ότι η Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ είναι cozy και θα παρατηρούσα, εν τέλει, ότι υπήρχαν κάποια φανερά χάσματα σ’ αυτή τη συνεργασία. Παρ’ όλα αυτά, κρατάμε το θετικό της συνεργασίας, που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν ήταν διόλου αυτονόητη.
Κι ίσως αυτό το στοιχείο, της τόλμης για συνεργασία που ακολουθεί ο ΘΟΚ, να είναι ο «τίτλος» της νέας φάσης που φαίνεται να διέρχεται η κυπριακή κοινωνία. Σε όλους τους τομείς. Κάτι που είναι, νομίζω, απαραίτητο συστατικό, για κάθε προχώρημα, για κάθε είδους επένδυση.