Alien: Covenant
Στο «Alien: Covenant» ο Ρίντλεϊ Σκοτ διορθώνει όσα δεν πήγαν καλά στον «Προμηθέα» και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό κάνοντας τους φαν του διαστημικού saga να ξεφυσήσουν με ανακούφιση.
Με προορισμό έναν απομακρυσμένο πλανήτη σε ένα μακρινό σημείο του γαλαξία, το πλήρωμα του αποικιακού πλοίου Covenant που μεταφέρει 2000 εποίκους, νομίζει ότι ανακαλύπτει έναν αχαρτογράφητο παράδεισο, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν σκοτεινό, επικίνδυνο κόσμο – ο μόνος κάτοικος του οποίου είναι ο «συνθετικός» Ντέιβιντ (Μάικλ Φασμπέντερ), επιζών της καταδικασμένης αποστολής Προμηθέας.
Τρομαχτικό, σκοτεινό και πεσιμιστικό, το σίκουελ του «Προμηθέα» – και πραγματικό πρίκουελ του αρχικού «Alien»- παρουσιάζει την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου να συναντήσει το Θεό του. Ο Σκοτ κάνει την ιδεολογική ρελάνς εδώ και παρουσιάζει ένα τίγκα στο σασπένς και τις σκηνές τρόμου φουτουριστικό θρίλερ, που όμως φιλοσοφικά βρίσκεται περισσότερο κοντά στο πνεύμα του «Μπλέιντ Ράνερ» παρά σε κείνο της μυθολογίας του «Alien». Για να το πετύχει αυτό ο βρετανός σκηνοθέτης, δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ανδροειδές του Μάικλ Φασμπέντερ (τον οποίο παρακολουθούμε στο διπλό ρόλο του παλιού Ντέιβιντ και του νέου εξελιγμένου μοντέλου της αποστολής του «Covenant») που αντλεί απευθείας έμπνευση από τον Ρούτγκερ Χάουερ του «Μπλέιντ Ράνερ» και ξεκινάει τη σφαγή των ανθρώπινου πληρώματος με δύο τελετουργικούς φόνους στην πρώτη επαφή με τον «παραδεισένιο» πλανήτη, από αίτια όχι απλώς αόρατα αλλά σχεδόν ακατανόητα από τα υπόλοιπα. Πρόκειται για μια απλή επισήμανση της θνητότητας τους αλλά και της αδυναμίας να «δουν» αυτό που τους ξεπερνάει καθώς η γνώση του ανθρώπου για το άγνωστο βρίσκεται ακόμη σε «νηπιακή» φάση. Το στόρι κυλάει σαν ρυάκι με τον Σκοτ σαν έτοιμος από καιρό να βρίσκεται σε δαιμονιώδη φόρμα και να κάνει θαύματα με την κάμερα, κλείνοντας αρκετές φορές το μάτι στους φαν της σειράς που θα ανακαλύψουν εξαίσια κοπιαρίσματα σκηνών της ταινίας του 1979 – από την πρώτη εμφάνιση του πληρώματος με φανελάκια vintage μέχρι την τελική σκηνή- ενώ η στιβαρή αφήγηση του (ένα ποτ πουρί κλειστοφοβίας, σπλάτερ, δράματος και ευφυίας) δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Μάλιστα η απόφαση του να δώσει τη σκυτάλη της μυθικής Ρίπλεϊ της Σιγκούρνι Γουίβερ στην σχετικά άγνωστη Κάθριν Γουότερστον («Taking Woodstock») τον δικαιώνει παρά το μουδιασμένο ξεκίνημα της αμερικανίδας στις 2-3 πρώτες σκηνές της ταινίας.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης