Depeche Mode: Πολλές φορές ίσως να υπάρχει και ανάγκη επανεκτίμησης
Αιρετικές σκέψεις με αφορμή την εμφάνιση τους στο Terravibe.
Η επιτυχία όμως στην τέχνη, πόση σχέση μπορεί να έχει με τα νούμερα; Όπως και να έχει, οι Depeche Mode δεν βρέθηκαν ποτέ εκτός τοπίου, αλλά επίσης και ποτέ «εκτός πλαισίου».
Αν μη τι άλλο, οι Depeche Mode είναι από τα συγκροτήματα που μετά από κάθε δίσκο ξεκινούν μια παγκόσμια περιοδεία. Ως εκ τούτου, οι ζωντανές εμφανίσεις τους, ελεγχόμενες, σχεδιασμένες και προβαρισμένες θα έπρεπε να στηρίζουν την όλη τους ιστορική πορεία, την όλη τους δισκογραφική πρόθεση και να μπορούν να επανεφευρίσκουν την ουσία και τον λόγο ύπαρξης τους. Να μπορούν να μεταφέρουν τον ακροατή στα νερά τους. Να τον συνεπαίρνουν και να τον κάνουν εν δυνάμει αγοραστή τους, οπαδό τους, ακόμη και όταν δεν είναι. Αλλιώς προς τι το όνομα;
Το «οπαδιλίκι» έχει κάνει κακό σε πολλούς καλλιτέχνες, τους κάνει έρμαιο των πωλήσεων, τους εγκλωβίζει αισθητικά, τους καταλήγει σε στασιμότητα και παρακμή
Και εδώ έρχεται μια δεύτερη παρένθεση: Σχεδόν πάντοτε, όταν κάποιος είναι οπαδός μιας μπάντας, η κρίση του για αυτή θολώνει. Όπως ακριβώς και το να είναι οπαδός μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Όχι ότι στο ποδόσφαιρο δικαιολογείται η όποια τυφλή υπακοή αλλά στην μουσική, εκ των πραγμάτων, από την φύση και την λειτουργία της, τα κριτήρια, τα μέτρα και τα σταθμά είναι άλλα. Το «οπαδιλίκι» στην μουσική δεν προσφέρει τίποτε και ειδικά σε αυτόν που όντως την αγαπάει. Έχει κάνει κακό σε πολλές μουσικές σκηνές, σε πολλούς καλλιτέχνες, τους κάνει έρμαιο των πωλήσεων, τους εγκλωβίζει αισθητικά, τους καταλήγει σε στασιμότητα και παρακμή. Κάνει καλό μονάχα στα εταιρικά συμφέροντα και ίσως σε ένα κάποιο ναρκισσισμό, μια ματαιοδοξία του καλλιτέχνη, το να έχει, ίσως, ακόλουθους.
Τι έγινε λοιπόν στο «Terravibe» της Μαλακάσας με την βροχή που θύμιζε φθινοπωρινή Αγγλία, το κρύο να τρυπάει κόκκαλα ενώ είναι μέσα Μάη; Θα ήταν φυσικά αφελές να τα βάλουμε με τα σύννεφα και τον καιρό αλλά μπορούμε κάπως να τα βάλουμε με τις συνθήκες που αποκλείουν αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί μια ηχητική εμπειρία. Όταν οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν θα έπρεπε να το επιτρέπουν αυτοί που δικαιολογούν εισιτήρια για ένα 4ωρο στις λάσπες. Ίσως το ως τώρα κείμενο, να δίνει δια της πλαγίας, μια υποκειμενική απάντηση: Οι Depeche Mode δεν τα κατάφεραν.
Πόσοι από το κοινό, τραγούδησαν περισσότερα από τέσσερα ή πέντε τραγούδια των Depeche Mode;
Και ίσως οι φαν να φύγανε ικανοποιημένοι – όταν όχι κάποιοι λιγοστοί εκστασιασμένοι μα χιλιάδες (ένας στους τρεις περίπου!) καταγράφανε με το κινητό τους, τους προσωπικούς τους σωτήρες. Αυτό, τα share σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης δηλαδή, μπορεί να θεωρηθεί εξάλλου μια ένδειξη (μετά)μοντέρνας ικανοποίησης για τους φαν και επιτυχίας για την μπάντα. Αλλά οι πιο ψύχραιμοι ή οι πιο δεκτικοί στις νέες εμπειρίες – με τα κινητά στις τσέπες τους και τα αυτιά τους και τα μάτια τους κεραίες -, μείνανε να κοιτάζουνε μια εμφάνιση που τους κάνει να αναρωτιούνται. Γιατί; Αυτό το αιώνιο γιατί. Γιατί μια τέτοια επιτυχία, ένας τέτοιος ντόρος, μια τέτοια pop έξαψη; Πως δικαιολογείται, πως και που στηρίζεται;
Ε λοιπόν το απλό ερώτημα, παραμένει: Αγγίζει στο παρόν, με παλμούς τις αισθήσεις μας ή απλώς γινόμαστε μάρτυρες και νοσταλγοί ενός ακόμη προαναγγελθέντος τέλους ενός περασμένου μεγαλείου που όμως αρνούμαστε να το πιστέψουμε πως επήλθε;
Θέλετε από άποψη χαμηλής εκφραστικής δυναμικής του Dave Gahan και του Martin Gore (της ψυχής και του μυαλού αντίστοιχα της μπάντας), θέλετε από άποψης παραγωγής, τεχνικής αρτιότητας και δυναμικής, θέλετε από άποψη beat και βόμβων – ηλεκτρονική μουσική είναι άλλωστε –, θέλετε από άποψη των dark industrial στοιχείων που ακροβατούν σε κάτι μη ενιαίο και κούφιο, το όλο σκηνικό μοιάζει κουρασμένο, ως μια δουλειά που απλά πρέπει να βγει. Είναι φυσικά βάσιμο και δικαιολογημένο να πει κάποιος: «Τι ζητάς δηλαδή και μετά από τόσα χρόνια, να ασχοληθεί μια μπάντα με έναν άνθρωπο προσωπικά για να τους εκτιμήσει;» και θα απαντήσω θετικά. Αυτό πρέπει να ζητάμε από κάθε μουσικό. Να μας υποχρεώνει, όσο δηλώνει ενεργός, να τον εκτιμήσουμε για την μουσική του και προφανώς όχι για τα ευπώλητα στατιστικά του – των γεμάτων σκηνών, των πλατινένιων δίσκων και του τίτλου του ως «του πιο εμπορικού και πετυχημένου ηλεκτρονικού συγκροτήματος του πλανήτη» -.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά, και ενώ η Θάτσερ έφυγε και ως φυσική παρουσία, οι Depeche Mode έρχονται με το τελευταίο τους single και αναρωτιούνται «Where’s the revolution?» Εφόσον δεν την βρήκαν οι ίδιοι ούτε στα 80s, μάλλον είναι ακόμη πιο δύσκολο να την βρούμε και εμείς οι θνητοί, που αδυνατούμε εξάλλου να εκφραστούμε με θεατρινίστικα και στυλιζαρισμένα – αλλά εμφανώς και προφανώς αδιάφορα και κουρασμένα – σκηνικά τερτίπια. Οι «κριτικές» μιλάνε για στίχους που αγγίζουν τους τσακισμένους από την φτώχεια λαούς, σαν τον δικό μας και σκέφτομαι που απευθύνονται αυτές οι θριαμβολογίες. Αδυνατώ να πιστέψω στο ελάχιστο σε μια τέτοια προσέγγιση, όταν βλέπω τον Dave Gahan να ανεβοκατεβαίνει σαν personal jesus τραγουδώντας το, ένα διάδρομο, εν είδει pop πασαρέλας. Κάτι πραγματικά δεν κολλάει.
Ας αναρωτηθεί ο καθένας που έφυγε από την Μαλακάσα. Αποτέλεσε η βραδιά, το όλο ηχητικό και μουσικό γεγονός, ένα βίωμα, μια μνήμη;
Ας αναρωτηθεί ο καθένας που έφυγε από την Μαλακάσα. Αποτέλεσε η βραδιά, το όλο ηχητικό και μουσικό γεγονός, ένα βίωμα, μια μνήμη; Ή ίσως – και αυτό κάπως δικαιολογείται – το θεώρησε ως άλλο ένα τικ στο «1001 πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν πεθάνεις;» Τα πρόσωπα που έβλεπα μετά την συναυλία, μοιάζανε σιωπηρά, ανέγγιχτα, αδιάφορα. Επιβεβαίωναν μάλλον το δεύτερο. Παραφράζοντας ένα πασίγνωστο τραγούδι τους, οι Depeche Mode μοιάζουν να «περπατούν πλέον στα παπούτσια τους και να σκουντουφλάνε στα βήματα τους». Μήπως εν τέλει πρέπει να επανεκτιμούμε το οτιδήποτε καθιερωμένο; Πολλές φορές μπορεί και να μας κάνει καλό. Η μουσική, άλλωστε, χρειάζεται την ευθύτητα και την ειλικρίνεια, και από πλευράς κοινού, από τους οπαδούς, τους αγοραστές, για να μεγαλουργήσει, να επαναδομηθεί, να επανεφευρεθεί, να συνταράξει. Αυτός δηλαδή, που είναι ο στόχος και ο λόγος ύπαρξης της. Μπορεί να κάνω και λάθος. 20.000 κόσμος ήταν αυτός που μάλλον διαφωνεί. Όμως η μουσική, πραγματικά δεν έχει ανάγκη από στατιστικές αναφορές επιτυχίας και smartphone – που λάμπουν περισσότερο και από τα φώτα της σκηνής – νοοτροπίες.