Το Δείπνο
Ριμέικ μιας ιταλικής ταινίας («Τα δικά μας παιδιά»), διασκευή του best seller του Χέρμαν Κοχ, με οσκαρικό καστ και πληθώρα δύσκολων, ηθικών διλημμάτων.
Περισσότερο γνωστός και ικανός ως σεναριογράφος («I’m not there») παρά ως σκηνοθέτης, ο ισραηλινός Όρεν Μούβερμαν έκανε ντεμπούτο πίσω από την κάμερα το 2009 με το δυνατό «Μessenger» για να ακολουθήσει τρία χρόνια το ενδιαφέρον αν και άνισο «Στα όρια», ένα αστυνομικό δραματικό θρίλερ με τον Γούντι Χάρελσον.
Εδώ ο Μούβερμαν καλείται να δώσει πνοή και σασπένς σε ένα θεατρικών προδιαγραφών κλειστό δράμα που χρησιμοποιεί τον εγκλεισμό του εστιατορίου ως μέσο παραβολής για την ασφυξία που νιώθουν οι ήρωες. Αφορμή φυσικά θα είναι η αποτρόποια και βίαιη εγκληματική πράξη του καψίματος μιας άστεγης γυναίκας από τα βλαστάρια τους αλλά και πάλι αυτό το γεγονός θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο για να αναδειχτεί η μακρόχρονη ανταγωνιστική σχέση των δύο αδελφών. Ο Πολ ζηλεύει τον Σταν από παιδί, πιστεύοντας ότι είχε μεγαλύτερο μερίδιο προσοχής από τους γονείς τους απ’ ότι εκείνος. Την ίδια στιγμή, ενώ εκείνος (ο Πολ) έχει σταματήσει να εργάζεται ως καθηγητής ιστορίας, εξαιτίας μίας νευρικής κατάρρευσης, και ζει με επιδόματα , ο Σταν διεκδικεί θέση Κυβερνήτη, και βρίσκεται στη μέση μίας επιτυχημένης πολιτικής εκστρατείας. Άρα, έχει έναν επιπλέον λόγο να ανησυχεί μήπως το έγκλημα που διέπραξαν τα παιδιά τους βάλει φρένο στην καριέρα του.
Δεν είναι άσχημο το φιλμ αλλά κουράζει πολύ με το φορτωμένο από δεκάδες ιδέες, ιστορικά γεγονότα, ψυχολογικά τραύματα, θεατρικές αναφορές, διδακτικές ρητορείες σενάριο του, που θέλει να πει τόσα πολλά και μοιραία καταλήγει σε βιαστικά και κάπως απλοϊκά συμπεράσματα. Καλές όλες οι ερμηνείες με προεξάρχουσες τις γυναίκες του καστ. Υποψήφιο για χρυσή Αρκτο στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης