Θεατής: Ο Παπαγάλλος μου στο θέατρο Σφενδόνη
Εντυπώσεις από το έργο “Ο παπαγάλλος μου” της Σοφίας Τρικούπη, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Σφενδόνη μέχρι την Κυριακή 11 Ιουνίου σε σκηνοθεσία Άννας Κοκκίνου.
Το έργο
Η Σοφία, κόρη του Σπυρίδωνος και της Αικατερίνης Τρικούπη, γεννήθηκε και ανατράφηκε στο Λονδίνο, εντρυφώντας στην ανώτερη κοινωνική τάξη καθώς ο πατέρας της ήταν πρέσβης εκεί. Αισθανόταν μεγάλη αγάπη για τον αδερφό της και αφοσιώθηκε στις ιδέες του μετά τον θάνατο των γονιών της, όταν εκείνος ανέλαβε ενεργό πολιτικό ρόλο στην Ελλάδα. Η ξεχωριστή της φυσιογνωμία, το οξύ της πνεύμα την κατέστησαν σύντομα ξεχωριστή προσωπικότητα, μια κυρία των τιμών.
Το κείμενο έχει μνημονικό χαρακτήρα και (αυτό)παρηγορητική σκοπιμότητα. Με γλώσσα μεστή και ζωντανή, ακριβολογία, σαφήνεια αποτελεί ένα ψυχογράφημα που εκπλήσσει καθώς αποτυπώνει τα λεπτά αισθήματα για ένα μικρό, εκ πρώτης ασήμαντο, πλάσμα από ένα πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στον δημόσιο βίο και οι ευκαιρίες συγκίνησης ήταν αναμενόμενο να προέρχονται από πρωτοκλασάτα γεγονότα και πρόσωπα. Ο θαυμασμός και η αφοσίωση, η θλίψη για την απώλεια συγκινούν και αποδεικνύουν μια προσωπικότητα ευαίσθητη, σχεδόν εύθραυστη.
Η παράσταση
Χωρίς να λοξοδρομήσει διόλου από τη βάση, το κείμενο -κειμήλιο για την περίπτωση-, κατάφερε να δημιουργήσει εκ νέου μια δουλειά με εμφανή τον δημιουργικό της χαρακτήρα και να αναδείξει πέρα από τον λόγο και την σπάνια ποιότητα που διέθετε η ηρωίδα της. Δεν την ενέταξε ως ένα ακόμη πρόσωπο στην ιστορική μνήμη, αλλά συνέθεσε έναν αληθή κόσμο, τον κόσμο της Σοφίας, μέσα στον οποίο πραγματώνεται το ποιόν της ηρωίδας.
Ένα λοιπόν κείμενο για την απώλεια μεταμορφώθηκε σε μια λεπτεπίλεπτη παράσταση μέσα στην οποία καθρεφτίζεται το πορτρέτο της ηρωίδας και ακόμα περισσότερο εκείνο του αδερφού της. Εκεί μέσα οι δύο μεγάλες απώλειες, του πουλιού αλλά και του αδελφού, γίνονται μια, κράμα μνήμης, θλίψης και αναζήτησης. Ο παπαγάλος λειτουργεί απελευθερωτικά μέσα στο αυστηρό πλαίσιο που ζει. Είναι η χαρά της ζωής, μια πλευρά που η Σοφία συγκράτησε στα ενδότερα λόγω των περιστάσεων αλλά ουδέποτε φαίνεται να απαρνήθηκε.
Τα δύο παιδιά -μικρά παπαγαλάκια- που πλαισιώνουν σε στιγμές την στέρεα, σαν πορσελάνινη κούκλα, Σοφία (Άννα Κοκκίνου) εκφράζουν αυτήν την allegro εκδοχή της που απέχει από τα συμβατικά, μετατρέποντας τον παπαγάλο σε εύρημα – αποκτά ακόμα και ανθρώπινη λαλιά για να ενημερώσει για την άφιξη του Τρικούπη- που βγάζει και εκείνη από το δικό της “κλουβί” για να πετάξει, έστω και για λίγο, προς την ελευθερία, την απεραντοσύνη του ουρανού, εκεί που τα μέτρα και τα όρια εκλείπουν. Αλλά και η πολιτική ανασκόπηση έχει θέση, καθώς στην εκτενή αναφορά για τον αδερφό καταγράφεται και η αντιμετώπισή του από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές της εποχής.
Η ίδια η Κοκκίνου χωρίς εξάρσεις, με ακριβολογία και μετρημένο συναισθηματισμό, ακίνητη σχεδόν σε όλη τη διάρκεια -ο περιορισμός αυτός έχει διττό αντίκτυπο καθώς συμβολίζει επιτυχώς την τυπική αυστηρότητα της ηρωίδας, αφήνει όμως λόγω της επαναληπτικότητας και του συνδυασμού με τον μονόλογο σημάδια μονοτονίας- , με έμφαση στις συσπάσεις του προσώπου και τα ραγίσματα στη φωνή -σε αυτά τα δύο διακρίνει κανείς όλη την υποβόσκουσα δραματική ένταση και τις διακυμάνσεις-, πείθει και κερδίζει με το σπαθί της στο ρίσκο αυτής της δραματοποίησης.
Στα συν της παράστασης λογίζονται τα κοστούμια (εποχής) και η μουσική επένδυση.
Το σύνολο
Ακόμα ένα παράδειγμα από την Κοκκίνου ότι όλα μπορούν να γίνουν θέατρο και μάλιστα σπουδαίο. Αν και βασίστηκε σε κείμενο καθαρεύουσας, με γραφή αισθαντική, δημιούργησε μια ρέουσα, περίτεχνη παράσταση που της αξίζει εξέχουσα θέση στη φετινή θεατρική παραγωγή.