Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς: Ένα βαλκανικό γεφύρι πάνω από το Φεστιβάλ Αθηνών
Με τον Νικίτα Μιλιβόγεβιτς συναντηθήκαμε μετά το τέλος της πρόβας για το Γεφύρι του Δρίνου, την καινούργια παράσταση που παρουσιάζει στις 9 και 10 Ιουνίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Ο χώρος των προβών ήταν πια κατειλημμένος από τους επόμενους. «Εδώ εργάζονται συνέχεια», είπε γελώντας. Ήρεμος και χαμογελαστός, ο σέρβος σκηνοθέτης κοίταξε τα σύννεφα που μαζεύοντας στον ουρανό, ενώ η μεσημεριανή ζέστη ήταν ήδη σχεδόν αποπνικτική. «Τρελός καιρός», μονολόγησε. «Εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε», σκέφτηκα, χωρίς να πω τίποτε…
Γνώριμος στο ελληνικό κοινό ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, καθώς πάνε πια είκοσι χρόνια που σκηνοθετεί συστηματικά (και) στην Ελλάδα. Στην Αθήνα άλλωστε σκηνοθέτησε για πρώτη φορά εκτός γιουγκοσλαβικών συνόρων, παρουσιάζοντας το 1997 τον Ιβανόφ του Τσέχοφ στο Θέατρο Αμόρε του Γιάννη Χουβαρδά, ενώ την επόμενη χρονιά διασκεύασε για τη σκηνή το Έγκλημα και τιμωρία, πάλι για το Αμόρε.
Από τότε επανέρχεται συχνά στη διασκευή λογοτεχνικών κειμένων για το θέατρο, ίσως γιατί, στην πραγματικότητα, η πρώτη του μεγάλη αγάπη ήταν η λογοτεχνία. Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό της Βοϊβοντίνας, δεν είχε καμία ευκαιρία να δει θέατρο, όπως λέει. Γι’ αυτό και αρχικά θέλησε να σπουδάσει λογοτεχνία, ενώ η επαφή του με τις παραστατικές τέχνες περιοριζόταν στον κινηματογράφο, που παρακολουθούσε μανιωδώς –άλλη μια μεγάλη του αγάπη, στοιχεία της οποίας χρησιμοποιεί συχνά στις θεατρικές του δημιουργίες. Άλλωστε, το 2012 σκηνοθέτησε και τη μοναδική μέχρι σήμερα κινηματογραφική του ταινία, με τίτλο Jelena, Katarina, Marija.
Πώς οδηγήθηκε τότε στο θέατρο; Ο ίδιος το ονομάζει «τύχη» και αποδίδει την ενασχόλησή του με τη σκηνοθεσία στις προτροπές των φίλων, μαζί με τους οποίους έδωσε εξετάσεις για την Ακαδημία Τεχνών του Νόβισαντ, εκεί όπου σήμερα διδάσκει και ο ίδιος. Από την αυτήν την παρέα φίλων, ήταν ο μόνος που πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αν και προσήλθε καθυστερημένος, όπως θυμάται σήμερα, ντροπιασμένος και έτοιμος να τα παρατήσει. Όμως η τύχη αποφάσισε διαφορετικά…
Η φοιτητική του ζωή κυλούσε από τη μια σκοτεινή αίθουσα στην άλλη, μέχρι που πάλι η τύχη αποφάσισε γι’ αυτόν. «Άρχισα να δουλεύω για τη σερβική τηλεόραση και σε κάποιες μικροδουλειές για το σινεμά. Στη συνέχεια ανέλαβα βοηθός σκηνοθέτης στην Ακαδημία Τεχνών, κάτι που δεν μου άρεσε πολύ, αλλά μου έδωσε το βήμα να σκηνοθετήσω για το θέατρο».
Τότε τον συνάντησε ο διευθυντής ενός από τα σημαντικότερα εναλλακτικά φεστιβάλ της εποχής, που του πρότεινε να σκηνοθετήσει στο Dramatic Theater του Βελιγραδίου. «Ήταν σαν να πρότεινε κάποιος σ’ έναν ερασιτέχνη να παίξει στην Μπαρτσελόνα! Έτσι πήρα μεταγραφή και κάθε χρόνο μου έδιναν προαγωγή! Επειδή οι παραστάσεις μου είχαν επιτυχία, μου έδιναν και μια μεγαλύτερη σκηνή να σκηνοθετήσω μέχρι που έφτασα στην Κεντρική Σκηνή».
Αλλά και η Ελλάδα, η οποία υπήρξε η πρώτη χώρα, εκτός Σερβίας, όπου σκηνοθέτησε, «ήταν για μένα έκπληξη. Νόμιζα ότι θα είναι κάτι προσωρινό κι όμως σκηνοθετώ πια εδώ είκοσι χρόνια».
Ήταν μια εποχή που οι τραυματικές εμπειρίες του εμφυλίου πολέμου στη χώρα του, τη Γιουγκοσλαβία, τον έκαναν να αντιδρά με οργή απέναντι στην πραγματικότητα που ζούσε, προσεγγίζοντας τις θεατρικές του δουλειές με έντονα πολιτικοποιημένο, «στρατευμένο» τρόπο: «Ένιωθα πως δεν ήταν ηθικό να παρουσιάζω στο θέατρο κάτι που δεν συνδέεται με την πραγματική ζωή. Ήθελα να νιώθω πως αντιδρώ σε όσα συνέβαιναν στην πατρίδα μου και πίστευα πως ο μόνος τρόπος να σκηνοθετήσω ήταν να συγκρουστώ με την πραγματικότητα».
Συνεχίζει και σήμερα να θεωρεί τον εαυτό του πολιτικοποιημένο σκηνοθέτη; Ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς μένει για λίγο σκεπτικός. «Κατά κάποιον τρόπο, ναι» απαντά. «Όμως δεν με ενδιαφέρει πια η άμεση αντίδραση απέναντι στην πραγματικότητα. Μερικές φορές είναι πιο έξυπνο να πεις αυτά που θέλεις με πιο έμμεσο τρόπο, λιγότερο κοινότυπο από το στρατευμένο λόγο. Μπορώ να μιλήσω καλύτερα για το σήμερα μέσα από τα κλασικά έργα. Για παράδειγμα, ήταν πιο ενδιαφέρον να μιλήσω για την εξουσία μέσα από τη Λουκρητία Βοργία. Αν θέλω να μιλήσω για την ιστορία και τον τρόπο που επαναλαμβάνεται είναι πιο ενδιαφέρον να το κάνω μέσα από το κείμενο του Άντριτς για το Γεφύρι του Δρίνου».
Γιατί όμως επέλεξε ειδικά αυτό το έργο;«Γιατί είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Για τους Σέρβους είναι σαν το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι ή Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν. Είναι μια ιστορία με γοητευτικούς χαρακτήρες, με στοιχεία από κοινούς βαλκανικούς θρύλους, όπως και το δικό σας Γεφύρι της Άρτας».
Ο νομπελίστας Ίβο Άντριτς, στο έργο αυτό του 1945 γύρω από το γεφύρι που βρίσκεται στη βοσνιακή πόλη Βίσεγκραντ, αφηγείται μια ιστορία τεσσάρων αιώνων, από την οθωμανική κατάκτηση μέχρι την ενσωμάτωση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Πώς μπορούν να χωρέσουν τετρακόσια χρόνια σε μια παράσταση; «Πράγματι, πολλοί πιστεύουν πως είναι αδύνατον να παρασταθεί. Όμως απλώς χρειάζεται να μεταφράσεις μια γλώσσα σε μια άλλη. Να κάνεις τις λέξεις να φτιάξουν εικόνες, συγκίνηση, κίνηση. Από το μυθιστόρημα του Άντριτς αξιοποιούμε εννέα κεφάλαια, τα πιο χυμώδη, τα πιο θεατρικά. Οι ηθοποιοί λειτουργούν σαν συλλογικός αφηγητής της ιστορίας, αλλά κάποιες φορές γίνονται κομμάτι της και την ζουν. Προσπαθείς να γεννήσεις κάτι από κάτι άλλο, όπως οι αλχημιστές. Είναι μια θαυμάσια περιπέτεια».
Τι σημαίνει γι’ αυτόν η έννοια της «γέφυρας»;«Είναι από τις σημαντικότερες έννοιες του ανθρώπινου πολιτισμού. Είναι το σημείο επαφής με τον άλλο. Όλες οι δυνάμεις μας, όλες οι προσπάθειες μας στοχεύουν στο να φτάσουμε στην άλλη πλευρά, γιατί όλες οι ελπίδες μας βρίσκονται στην άλλη πλευρά, λέει κάπου ο Άντριτς. Για μένα, η συνάντηση με την άλλη πλευρά είναι η συνάντηση με το θεατρικό κοινό, η ελπίδα ότι θα συγκινήσω έστω και έναν θεατή με την πρόταση μου».
Απηχεί άραγε αυτό μια νοσταλγία για τη Γιουγκοσλαβία; «Δεν ξέρω πως να το ονομάσω… Ήμασταν μια χώρα πλούσια μέσα στη διαφορετικότητα. Η πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν μια μικρή Ε.Ε. Και την ίδια στιγμή που οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες έφτιαχναν τη δική τους ένωση, συνεργάζονταν για να καταστραφεί κάτι που προσομοίαζε ήδη στο μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά από αυτό συνειδητοποιείς ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορεί να διέθεταν κάποιο όραμα».