Φεστιβαλικά notes #6: Τσιμάρας Τζανάτος, «Κώστας Νούρος: Δυο φορές ξένος»
Σκέψεις, στιγμιότυπα, εντυπώσεις από τη μουσική παράσταση «Κώστας Νούρος – Ξένος δυο φορές», σε κείμενα, μουσική και δραματουργία των Ανθής Γουρουντή, Χρύσας Καψούλη και Τσιμάρα Τζανάτου, που έκανε πρεμιέρα στην ταβέρνα «Ρεβαΐζι» στον Πειραιά, το Σάββατο 10 Ιουνίου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ανοιγμα στην πόλη» του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Είδαμε…
Η ταβέρνα «Ρεβαΐζι» είναι πίσω ακριβώς από τον Αγιο Διονύσιο. Στο δρόμο μπροστά της περνούσε παλιά το τραμ. Εχουν μείνει οι γραμμές. Είμαστε στα όρια της Δραπετσώνας. Το σκηνικό, φυσικό και δυνατό. Παλιά σπίτια κλειστά. Μικρομάγαζα με τα ρολλά κατεβασμένα εκείνη την ώρα. Ανθισμένα λιγούστρα που μοσχομύριζαν, συμπλήρωναν το φυσικό σκηνικό. Καθήσαμε στα τραπέζια μας, παραγγείλαμε -απλωμένα στο δρόμο τα τραπέζια- και στο μεταξύ κινούνταν δίπλα μας οι άνθρωποι της χορωδίας Libro Coro και οι ηθοποιοί της παράστασης. Σε κάποια γωνιά του δρόμου η ορχήστρα ήταν ήδη στη θέση της. Θα παρακολουθούσαμε μια μουσική παράσταση, που θέλησε να αφηγηθεί τη ζωή και τη διαδρομή ενός ρεμπέτη που ήρθε από τη Σμύρνη το 1922 και έζησε στον Πειραιά: του Κώστα Μασσέλου ή Κώστα Νούρου.
Ελάχιστος λόγος, πολύ τραγούδι, χορογραφημένη η κίνηση όλων. Ακόμα και των μελών της χορωδίας, ερασιτέχνες όλοι, που ανταποκρίθηκαν απολύτως στις δύσκολες συνθήκες ενός τέτοιου θεάματος. Μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια υπήρχαν στιγμές εξαιρετικής εικονοποίησης αλλά και υπογράμμισης των συνθηκών της εποχής αλλά και της διαδρομής και των αναζητήσεων του ρεμπέτη Νούρου. Το τανγκό εναλλασσόταν με τον αμανέ – οι ήχοι δύο κόσμων. Και δίπλα μας, στο δρόμο η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Τα λεωφορεία συνέχιζαν να περνούν, τα πλοία ετοιμάζονταν να σηκώσουν άγκυρα στην Πύλη 3 απέναντι, κάποιοι περαστικοί κοντοστέκονταν και κοιτούσαν για λίγο ή για περισσότερο.
Η επίγευση…
Ηταν μια διαφορετική παράσταση, δεν επρόκειτο για θέατρο με τη στενή έννοια του όρου. Το βασικό στοιχείο αυτής της ιδέας δεν ήταν μόνο η δομή της παράστασης, αλλά κυρίως η επιλογή του χώρου. Η παρέα, το τσούγκρισμα, η συνύπαρξη, η πόλη. Κάποιες φορές ένιωσα σαν να βρισκόμουν στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, εκεί στην ταβέρνα που τραγουδούσε η Μελίνα. Κι αυτή η αίσθηση έβαλε παραπίσω κάποιες μικρές ενστάσεις για την παράσταση: τους τρυφερούς ερασιτεχνισμούς των μη επαγγελματιών, την κάπως παραπάνω δόση μελό σε ορισμένες στιγμές της δραματοποίησης. Γι’ αυτό και το χειροκρότημα ήταν ζεστό και θερμό, επιβραβεύοντας την προσπάθεια, την ιδέα, το κλίμα που δημιουργήθηκε.
Ακούσαμε στο φουαγιέ…
Φουαγιέ δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στα ίδια τραπέζια συνεχίσαμε να καθόμαστε, αλλά πλέον είχε δημιουργηθεί η κατάλληλη θερμοκρασία. Σηκωθήκαμε, χαιρετίσαμε γνωστούς, βρήκαμε παλιούς φίλους, χαζεύαμε το φυσικό σκηνικό γύρω μας. Υπήρχε σαφέστατα ικανοποίηση από τη βραδιά, σε άλλους υψηλότερη σε άλλους πιο συγκρατημένη. Πάντως, ικανοποίηση. Κι αυτό είναι πάντα το ζητούμενο.