Φεστιβαλικά notes #8: Μίλο Ράου «Αυτοκρατορία» στην Πειραιώς 260
Σκέψεις, στιγμιότυπα, εντυπώσεις από την παράσταση που σκηνθέτησε ο Ελβετός Μίλο Ράου «Αυτοκρατορία», και παρουσιάστηκε στον Χώρο Η της Πειραιώς 260 την Πέμπτη 15 Ιουνίου για πρώτη μέρα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Κάτι «χτιζόταν» στο προαύλιο της Πειραιώς 260, μπαίνοντας από την Πειραιώς. Μικρές εξέδρες, με κάποια από τα σκηνικά τους ήδη επάνω, ένα κάτι σαν… καρουζέλ στο κέντρο με πολλά φώτα και κάτι που έμοιαζε με μεταλλικό αμφιθέατρο απέναντι. Ηταν οι προετοιμασίες για την πρώτη παράσταση της Φολκσμπύνε «Σ’ αγαπώ, αλλά επέλεξα την αποδραματοποίηση», στις 17 και 18 Ιουνίου. Και μάθαμε ότι όποιος από τους θεατές αυτής της παράστασης επιθυμεί, μπορεί να έχει μαζί του μακώ μπλουζάκια για να σταμπωθεί ένα ξεχωριστό σήμα της Φολσμπύνε την ημέρα της παράστασης.
Είδαμε
Τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας του Μίλο Ράου για την Ευρώπη, τους παλιούς και τους νέους κατοίκους της, τις ιστορίες και την παράδοση που κουβαλούν, το νέο ανακάτεμα αυτών των παραδόσεων και των βλεμμάτων. Με τέσσερις ηθοποιούς επί σκηνής (δύο Σύρους, έναν από το κουρδικό κομμάτι της Συρίας, μία Ρουμάνα (τη γοητευτικότατη και πολύ γνωστή μας Μάγια Μόργκενστερν) κι έναν Ελληνα (τον Ακύλλα Καραζήση που μας αποζημίωσε με το παραπάνω και με αυτή την εμφάνισή του).
Μας υποδέχθηκε στη σκηνή ένα σπίτι απομεινάρι πολέμου, φωτιάς, καταστροφής. Οι τέσσερις ηθοποιοί το μετακίνησαν πάνω στην κυκλική πλατφόρμα του και βρεθήκαμε στο εσωτερικό ενός φτωχικού σπιτιού, που σ’ έναν χώρο βρίσκονται όλα: η κουζίνα, το τραπέζι, το κρεβάτι, οι φωτογραφίες, οι μνήμες. Καθένας, όπως συνηθίζει ο Μίλο Ράου, στεκόταν με τη σειρά μπροστά σε μία κάμερα και εναλλάξ άρχισε να αφηγείται τη ζωή του, και ταυτοχρόνως τον τόπο του, και φυσικά τις μνήμες και όσα τον διαμόρφωσαν. Εικόνες ειρήνης, σκανταλιάς και προσωπικής αναζήτησης μετέφερε ο Ακύλλας Καραζήσης, με μόνη γκρίζα περίοδο, εκείνην της χούντας. Εικόνες καταπίεσης, ολοκληρωτισμού, ανάτασης και νέων διαδρομών μετέφερε η Μάγια Μόργκενστερν, μιλώντας για την περίοδο του Τσαουσέσκου, για «την πείνα, το κρύο, τη φτώχεια» εκείνης της εποχής.
Οι δύο Σύροι ξεκίνησαν να αφηγούνται αμέριμνα παιδικά χρόνια για να φτάσουν πολύ σύντομα σε εικόνες πολέμου, απωλειών, απελπισίας, απόγνωσης. Και οι δύο αυτοί άνθρωποι βρίσκονται πια στην Ευρώπη, έχουν συνδέσει τη ζωή τους με γυναίκες από άλλες χώρες, κουβαλούν τις μνήμες των παιδικών τους χρόνων, ρουφάνε τις ευκαιρίες της νεάς τους ζωής, πηγαίνουν κλεφτά στην πατρίδα τους ή δεν πηγαίνουν ούτε για την κηδεία της μητέρας τους, και έχουν πάντα στο μυαλό τους ό,τι άφησαν πίσω. Τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι, από διαφορετικές περιοχές, συνυπήρχουν και συνομιλούν στην ίδια ήπειρο. Και μέσω αυτών των μονολόγων, που τους μοιράζονται όμως, και συμμετέχουν ο ένας στην αφήγηση του άλλου, επιχειρούν να βρουν τρόπους να φτιάξουν το σύγχρονο πρόσωπο της Ευρώπης, που θα συμπυκνώνει πάλι τις ιστορίες πολλών ανθρώπων. Διαφορετικών ανθρώπων.
Παρών στην παράσταση, με τρυφερότητα και νοσταλγία και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, και σκηνές από «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (όχι τυχαία φυσικά) και η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, αισθαντική, υποβλητική, τρυφερή πάντα.
Η επίγευση
Χωρίς να είναι ένα καινούργιο θέαμα, χωρίς να είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί (έχει ήδη κάνει μεγάλη διαδρομή το θέατρο-ντοκουμέντο) η παράσταση αυτή του Μίλο Ράου δημιούργησε συγκίνηση και έθιξε πολλά και σημαντικά θέματα με τα απλά λόγια της μικροϊστορίας, της εξιστόρησης των προσωπικών διαδρομών των ανθρώπων. Γι’ αυτό και στο τέλος χειροκροτήθηκε θερμότατα και παρατεταμένα από τους θεατές, που γέμισαν λίγο πάνω από το μισό τον Χώρο Η.
Ακούσαμε στο φουαγιέ…
Μόνο καλά λόγια και αίσθημα ικανοποίησης μοιράζονταν οι θεατές της παράστασης. Το καφέ δίπλα στον Χώρο Η ήταν πάλι γεμάτο παρέες. Αλλά και όρθια πηγαδάκια γέμιζαν το προαύλιο, ενώ στις εξέδρες που στήνονταν για την παράσταση της Φολκσμπύνε δοκίμαζαν τα φώτα. Πάντως, να τα λέμε κι αυτά, στα σχόλια πρωταγωνίστησε κυρίως… ο Σίμος Κακάλας και οι απόψεις όσων είδαν την παράστασή του.