Flâneur#29: Οι Επτά επί Θήβας θα κατακτήσουν την Επίδαυρο, ξανά
Νομίζω, όχι είμαι σίγουρη, ότι είναι η πρώτη φορά τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια, που δεν θα βρίσκομαι στην έναρξη των Επιδαυρίων στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Για όσους και όσες παρακολουθούμε επαγγελματικά τις παραστάσεις των Επιδαυρίων, η έναρξη, η πρώτη παράσταση είναι μια ξεχωριστή μέρα. Ξεκινάει μια «εποχή». Θεατρική, ειδική, φορτισμένη, με προσδοκίες.
Ήταν οι «Επτά επί Θήβας», του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις και μετάφραση Γιώργου Μπλάνα. Και ήταν μια παράσταση που απόλαυσα, που με συγκίνησε, που τη χάρηκα.
Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να ξαναπάω και φέτος. Δεν βγαίνει ο χρόνος, δεν βγαίνουν οι ημερομηνίες. Αλλά όσοι δεν καταφέρατε να δείτε πέρυσι αυτή την παράσταση, προτείνω χωρίς κανέναν ενδοιασμό, πηγαίνετε την Παρασκευή 30 Ιουνίου ή το Σάββατο 1η Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Θα δείτε μια παράσταση που είχε συμπρωταγωνιστή τον λόγο και τη μουσική, επέμεινε στην εκφραστικότητα των κινήσεων, ακόμα και των σιωπηλών κινήσεων των ηθοποιών και μετέφερε στο κοινό την έννοια του διχασμού, όπως ξεκίνησε και όπως συνεχίζεται, τα πάθη, το φόβο, τον φανατισμό, την ένταση και την οδύνη που δημιουργεί.
Εικονοποίησε, πραγματικά εικονοποίησε, τη σχέση του λαού με τον ηγέτη, την εναλλαγή της διάθεσής του λαού όταν καταφέρνει να τους πείσει ο εύγλωττος ηγέτης, την εναλλαγή των συναισθημάτων του φόβου και της παθιασμένης πίστης, τις μεταστροφές του λαού και των πολιτών δηλαδή, τότε, τώρα, πάντα. Και μ’ έναν σπαρακτικό τρόπο ανέδειξε πώς ένας ηγέτης που έχει το χάρισμα να πείθει τους πολίτες του, μπορεί να τους εμπνεύσει και να τους οδηγήσει σε μεγάλες στιγμές ή -άλλοτε- να τους κάνει το άσπρο μαύρο, και να τους οδηγήσει στον όλεθρο.
Τα έδειξε όλα αυτά ο Τσέζαρις Γκραουζίνις σε μία από τις καλύτερες παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Και μέσω της εξαιρετικής, για μία ακόμη φορά, μετάφρασης του Γιώργου Μπλάνα, μας κάλεσε να σκεφτούμε τι γίνεται στην πόλη και στην πολιτεία όταν αλληλοσπαράζεται• όταν είναι χωρισμένη σε στρατόπεδα, με κάθε αφορμή. Γιατί «δίδυμος θάνατος, διπλός καημός». Γιατί όταν συμβαίνει ο διχασμός «αυτό το πένθος ανήκει στην πατρίδα. Οι άρχοντες και οι νόμοι αλλάζουν». Γιατί όταν δεν υπάρχει αυτό το μικρόβιο, «οι πόλεις που ανθίζουν στον καιρό τους, πίστη και ευσέβεια καρπίζουν».
Εντοπίζουμε λοιπόν 7 λόγους για να την (ξανα)δείτε
- Για τη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα.
- Για τη μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη, που συνταίριαξε ήχους παλιούς και νέους, έβαλε τους ηθοποιούς (και όχι μόνο του χορού) να τραγουδούν α καπέλα τα χορικά, έδωσε τον τόνο με τα τύμπανα, με το χτύπημα των ποδιών στη γη.
- Για τις ερμηνείες. Με πρώτον τον Γιάννη Στάνκογλου στο ρόλο του Ετεοκλή. Που ήταν σπαρακτικός, στις σιωπές τους και στο λόγο του, στις φοβίες του, στα διλήμματά του, στην απελπισία του, στην αίσθηση ευθύνης που κουβαλούσε. Από τις πιο ωραίες σκηνές της παράστασης η εμβρυακή στάση που πήρε, ξαπλωμένος στο έδαφος, λίγο πριν αντιμετωπίσει τον αδελφό του στη μάχη.
- Για τη χορογραφία και την κίνηση του Εντι Λάμε. Που ενέταξε στοιχεία από χορούς των Βαλκανίων, αλλά και από τη σκληρότητα των βορειοευρωπαίων. Και χορογράφησε το δέος και την απελπισία. Κάποιες φορές συνταρακτικά.
- Για τα χορικά. Είχα πολύ καιρό να δω τους «Επτά επί Θήβας» και δεν θυμόμουν πόσο ωραία χορικά έχει και πόσο ωραία αναδείχθηκαν στην παράσταση.
- Γιατί, ήταν μια παράσταση που συνταίριαζε θαυμαστά το κλασικό με το μοντέρνο. Που ενσωμάτωνε, συγκινητικά, στοιχεία από τους βυζαντινούς μουσικούς δρόμους, από την παράδοση της Βόρειας Ευρώπης, από τους ποντιακούς και τους βαλκανικούς χωρούς• που προκαλούσε το συναίσθημα από την κίνηση και μόνο των σωμάτων, από τους μορφασμούς του φόβου, της οδύνης, της απελπισίας, της απελπισμένης τρυφερότητας.
- Και τέλος γιατί ήταν μια παράσταση που έδωσε συγκίνηση, πληρότητα, τέρψη.