Η συναυλία στο Καλλιμάρμαρο προς τιμή του Μίκη Θεοδωράκη με 1000 χορωδούς από όλη την χώρα ήταν ένα γεγονός που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε ιστορικής σημασίας – κανείς δεν αμφιβάλλει για αυτό – υπογραμμίζοντας την βαρύτητα του συνθέτη στην σύγχρονη μας κουλτούρα, την ιστορία μας και τον αξιακό μας κώδικα.
Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν όντας «όρθιος», μιας και ποτέ δεν βρέθηκε στα «γόνατα», συντόνισε και διεύθυνε μια σύνθεση του και από μπροστά όλων πέρασε η στιγμή που κάποιοι ζήσανε και κάποιοι μάθαμε από τους παλιότερους, μια στιγμή της κοινής μας ιστορίας: αυτή που γέννησε με «δουλειά πολύ» μια τέτοια προσωπικότητα.
Ο Μίκης είναι ένα οικείο πρόσωπο και το ότι αναφερόμαστε σε αυτόν με το μικρό του όνομα είναι ένα καίριο σημάδι σεβασμού όλου του λαού προς την προσφορά του σε αυτά τα χώματα. Χώματα που τα περπάτησε μέσα από τεράστιες κακουχίες μονάχος του – ή σωστότερα και ακριβοδικαιότερα – πλάι στον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη, τον Λειβαδίτη, τον Καμπανέλλη, αλλά και τον πιο μακρινό Νερούντα.
«Είδα πιο μακριά, επειδή πάτησα σε ώμους γιγάντων» θα τοποθετηθεί ένας συνάδελφος για αυτό που ορίζει ίσως την πραγματικότητα πάνω στην οποία ο Θεοδωράκης τοποθετήθηκε μέσα στα χρόνια. Και αυτά τα χρόνια που ο Θεοδωράκης περιδιάβαινε δεν ήταν κυρίως χρόνια μουσικής τοποθέτησης. Δεν ήταν καν κάτι τέτοιο. «Όταν έχεις το θράσος να κάνεις τον οικοδόμο να τραγουδάει Ρίτσο, να τον τραγουδάει με πάθος γιατί το νιώθει, αυτό και μόνο είναι αυτό που για πάντα θα του χρωστάω» θα μου πει την επόμενη μέρα σε μια κουβέντα ένας άλλος μουσικός. Αυτή, πράγματι, ήταν η αίσθηση όλων των ανθρώπων που παραβρέθηκαν, να τον χαιρετήσουν και ίσως και να τον αποχαιρετήσουν.
Οι «γίγαντες», – οι ποιητές και ο λαός μας σύσσωμος – που αναφέραμε πιο πάνω, τα ονόματα που πορεύτηκαν πλάι του από της εξορίες, τις φυλακές, τα βιώματα και η αναγνώριση του σε παγκόσμιο επίπεδο του χαρίσανε το «θράσος» να κάνει το σύνθετο, απλό, να κάνει το «υψηλό», βίωμα της καθημερινότητας μας. Αυτή η στάση ζωής που την έκανε αναφορά και κτήμα όλων μας, μέσα από τις δυναμικές συνθέσεις τους και τις κληρονομιές που άφησε συνολικά στην ελληνική μουσική και τον τρόπο προσέγγισης της ποίησης και της ουσίας της, ολοκληρώνουν την καλλιτεχνική του – και προφανώς όχι μόνο – προσφορά.
Έτσι ο συνθέτης επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά την οικειότητα – όπως και την ευγνωμοσύνη – που του χρωστάμε μέσω μια σπάνιας σεμνότητας που ποτέ δεν έχασε: Η μουσική του και η παρουσία του η ίδια έγινε το «σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός».
Η συγκίνηση διάχυτη στο αρχαίο στάδιο, έκφραση των αναφορών του κοινού, αναφορές που εκφράζουν τις έννοιες της ελπίδας, του αγώνα, του πόνου, της αλήθειας και της ελευθερίας και που έχουν σε ένα τεράστιο βαθμό προσωποποιηθεί στον Θεοδωράκη. Οι χίλιοι χορωδοί – που από μόνο του αυτό το γεγονός, δείχνει το εκτόπισμα και την «τιμή» που του αποδίδει ο κόσμος – είχαν αυτές τις αναφορές, οι χιλιάδες που κατέκλυσαν το στάδιο είχαν στις πλάτες του ένα ιστορικό φορτίο, στεκόμενοι στα «ασκούριαστα» μάρμαρα του σταδίου, στεκόμενοι με το βλέμμα, τα αυτιά και την ψυχή τους προς τον συνθέτη, προσπαθώντας να το εκφράσουν. «Το γελαστό παιδί!» ακούγαμε να ζητάει – εκτός των άλλων – κάθε τόσο ο κόσμος.
Αυτή η πλευρά όμως του Μίκη δεν βρήκε την κατάλληλη θέση στο πρόγραμμα. Κι αυτό άφησε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου σε πολλούς ανθρώπους. Και τότε ήταν που τα χειροκροτήματα μοιάζανε όλο και πιο έντονα, όλο και πιο ενθουσιώδη, δίχως προγραμματισμό και ασύντακτα δηλαδή με ειλικρίνεια, με ψυχή, ανεμπόδιστα όταν οι χίλιες φωνές «καλούσαν» δίπλα μας τις «κοπέλες του Μαουτχάουζεν, τις κοπέλες του Μπέλσεν». Πώς να τεκμηριώσεις τον ενθουσιασμό του απλού ανθρώπου μπροστά σε τέτοια λόγια οικουμενικότητας; Ίσως μονάχα από το γεγονός πως ήμασταν «όλοι» εκεί με αυτή την ουσία του Μίκη στην καρδιά μας.
Ο συνθέτης ήρθε και έφυγε «όρθιος» ενώ κάπου δίπλα ένας άστεγος σιγομουρμούριζε συνέχεια «ευχαριστώ».