Ένας υπέρμετρος μα και δικαιολογημένος ενθουσιασμός υπάρχει στα πρόσωπα των ανθρώπων που επισκέφτηκαν το Κέντρο Πολιτισμού του Νιάρχου, ειδικά αυτές τις μέρες καλοκαιριού όπου πραγματοποιούνταν το Summer Nostos Festival.
Χιλιάδες, επιβεβαιωμένο, πήραν μέρος στις εκδηλώσεις του. Τους βλέπουμε να κοιτάζουν τριγύρω, να διαβάζουν εκστασιασμένοι το πρόγραμμα, να ψάχνουν να προλάβουν αυτό που τους ενδιαφέρει, να είναι όλοι βιαστικοί ή και να κάθονται να πιούνε ένα καφέ συζητώντας και κυρίως να μοιάζουν ικανοποιημένοι τριγυρνώντας σε αυτό το επιβλητικό συγκρότημα. Άλλοι κουβεντιάζουν για το πώς χτίστηκε και σε πόσο διάστημα, άλλοι για την θέα, άλλοι για το πάρκο με τις ελιές, άλλοι για την δωρεάν συναυλία που είδαν την προηγούμενη. Υπέρμετρος λοιπόν ενθουσιασμός, γιατί οι Αθηναίοι βρίσκονται ξαφνικά «αντιμέτωποι» με μια υψηλού ποιοτικού επιπέδου πολιτιστική πρόταση, λαμπρή, σύγχρονη, οργανωτικά πλήρης που βρίσκεται μέσα στον ιστό της πόλης και είναι πλήρως «απομακρυσμένη» από τις λογικές φθηνής διασκέδασης και δικαιολογημένος γιατί επιβεβαιώνει πως τους λείπουν τόσες και τέτοιες πολιτιστικές εκδηλώσεις – και ποσοτικά μα και ποιοτικά – συγκεντρωμένες σε ένα χώρο που από την μία δεσπόζει η Λυρική σκηνή από την άλλη η Εθνική βιβλιοθήκη, στην μέση μια πλωτή εξέδρα, λίγο παραπάνω ένα τεράστιο stage μέσα σε ένα πάρκο, τους λείπουν εκδηλώσεις όπου η τρίτη συνεχόμενη διοργάνωση του Summer Nostos Festival τις προσφέρει ταυτόχρονα όλες δωρεάν.
Από το απόγευμα, κόσμος συρρέει και προετοιμάζεται να δει αυτό για το οποίο ήρθε ή αυτό που μπορεί να ανακαλύψει. Μέχρι να φτάσει το βράδυ ο χώρος τους κερδίζει και «κλείνονται» μέσα του. Για οχτώ μέρες λοιπόν, το Summer Nostos Festival είναι ένα φεστιβάλ όπου στα πλαίσια του δεν γιορτάζεται μονάχα η μουσική μα και γενικά οι τέχνες, το θέατρο, τα εικαστικά, το διαδραστικό, οι συζητήσεις με τους μουσικούς και τους καλλιτέχνες λίγο πριν βγούνε στην σκηνή – ένα σπάνιο και σημαντικό φαινόμενο για διοργάνωση -, και οι αθλητικές και άλλες δραστηριότητες. 17 διαφορετικοί χώροι που όλο και κάτι συμβαίνει δεν είναι προφανώς κάτι το αμελητέο. Αυτή είναι και η λογική ενός φεστιβάλ. Να έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα που να αρνείται την μονοτονία και το «κλασική» δομή των μουσικών κυρίως φεστιβάλ και να μετατρέπεται σε εργαλείο εύρεσης νέων προσεγγίσεων, ερεθισμάτων και ενθουσιασμών.
Με τον Garry Kasparov να διαγωνίζεται νέους – και ηλικιακά – σκακιστές, την γνωστή και βραβευμένη ηθοποιό Charlotte Rambling να παίρνει μέρος πλάι στην Sonia Wieder Atherton σε μια ιδιαίτερη ποιητικoμουσική performance, με καλλιτεχνικές αναζητήσεις και συζητήσεις πάνω στο έργο του Άγγελου Σικελιανού ή του δημοτικού τραγουδιού ή ιστορικές για την 21η Απρίλη και για τον Λούθηρο και πολλά άλλα ενώ ταυτόχρονα και λίγο παραδίπλα, λιγάκι Capoeira και ξιφασκία και αναρρίχηση και τσίρκο και στο «ποτάμι» καγιάκ αλλά και ένα «περίεργο» αθλητικό show, το Wakeboard.
Όλοι οι χώροι – εξωτερικοί και εσωτερικοί – βρίσκονται στην διάθεση αυτού του Φεστιβάλ όπως η Λυρική σκηνή με τον βιρτουόζο βιολιστή Λεωνίδα Καβάκο να έχει δημιουργήσει μια ουρά για το πολυπόθητο «εισιτήριο», το δελτίο προτεραιότητας δηλαδή και κάποιοι τελικά να μένουν απ’ έξω, ενώ λίγες μέρες πριν η Λένα Πλάτωνος και ο Νίκος Πορτοκάλογλου ήρθανε να τιμηθούν ενώ και η Monica – συνοδευόμενη με την Ορχήστρα Σύγχρονης μουσικής της ΕΡΤ – την τελευταία μέρα του φεστιβάλ, κλείνει υπό το show πυροτεχνημάτων την όλη διοργάνωση. Μία από τις πιο ενδιαφέροντες πλευρές είναι η δεύτερη σκηνή, η μικρή, αυτή στο κανάλι όπου οι προτάσεις έρχονται από όλη την παγκόσμια σκηνή. Δύσκολα γνωρίζεις τις ξένες κυρίως μπάντες που την πατάνε. Το πολιτικό hard bop των Black Art Jazz Collective ή η ζωντανή εκτέλεση έργου του Brian Eno που έθεσε τον όρο της ambient music δεν είναι δα και κάτι που βιώνουμε κάθε μέρα. Ναι, πολλά συμβαίνουν εκεί. Προσέχοντας παράλληλα να μην προσάψουμε και την ιδιότητα ενός ελληνικού Woodstock που κάποιοι βιάστηκαν να τονίσουν.
Η τέχνη που προσφέρεται είναι αυτή που θα λέγαμε πλήρως σύγχρονη, πλήρως μοντερνιστική. Και κράτησα αυτό το σημείο για να τονίσω για τις δυο μεγάλες συναυλίες που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια του φεστιβάλ. Η εμφάνιση των Cinematic Orchestra, αυτής της ιδιαίτερης μπάντας που συνδυάζει το ηλεκτρονικό, την jazz, τον αυτοσχεδιασμό σε ένα νέο μείγμα που τονίζει την δυναμική τους – που αν και παίξανε λίγο, δηλαδή περίπου μια ώρα και κάπως στενοχώρησαν – παρόλα αυτά υπογράμμισαν την σημασία τους και τους Νεοϋορκέζους Yo La Tengo, μιας σπουδαίας μπάντας που ξεκίνησε από τα μέσα του 80’ και συνεχίζει ανεξάρτητη, indie και καθόλου mainstream – ή καλύτερα «είμαστε mainstream… αφού βρήκαμε ευκαιρία να παίξουμε στην Ελλάδα» όπως είπαν με χιούμορ στην κουβέντα λίγες ώρες πριν -, προσφέροντας ένα noise ήχο τύπου Velvet Underground με λίγο Neil Young, λίγο Sonic Youth και punk προσφέροντας ένα live από τα καλύτερα της χρονιάς από άποψη performance, ήχου, καλλιτεχνικού εκτοπίσματος και σημασίας και είναι αυτό που πραγματικά ορίζει την σημασία της όλης διοργάνωσης. Ο χώρος προσφέρεται για αυτό, με την αμφιθεατρική του αντίληψη, την σοβαρή ακουστική του. Η διοργάνωση άλλωστε – αν και χτυπάει στο μάτι η υπέρμετρη παρουσία security – βοηθάει στο να νιώσεις μια μεγαλύτερη οικειότητα και ελευθερία κινήσεων, να αράξεις, να μην είσαι υποχρεωμένος να αγοράζεις από «μέσα» τίποτα, και να απολαύσεις την μουσική και μόνο. Μουσική πλήρως μοντερνιστική που άλλες διοργανώσεις θα είχαν άλλου τύπου αντίτιμο.
Αυτή η πρώτη ολοκληρωμένη καλοκαιρινή στιγμή για το Κέντρο Πολιτισμού είναι σαφώς πετυχημένη ως προς τον στόχο της. Αυτό το μεταμοντέρνο οικοδόμημα μοιάζει να κέρδισε τις εντυπώσεις και να κερδίζει το στοίχημα ως μια μόνιμη πολιτιστική πρόταση για την Αθήνα. Δεν μένει παρά να δούμε πως θα συνεχίσει μέσα στο καλοκαίρι, το επόμενο διάστημα και κυρίως μέσα στα χρόνια.