Ναταλία Τσαλίκη: Οι βωμολοχίες στον Αριστοφάνη είναι πια πασέ
Στο κινηματοθέατρο «Ζίνα», τις τελευταίες εβδομάδες έπαιζε… «Λυσιστράτη»! Για την ακρίβεια εκεί έκαναν πρόβα οι ηθοποιοί της παράστασης που από τις 6 Ιουλίου ξεκινά την περιοδεία της σε όλη την Ελλάδα. Με σκηνοθέτη τον Γιάννη Μπέζο, με Λυσιστράτη -ολόξανθη και ζουμπουρλούδικη- τον Πέτρο Φιλιππίδη, με Μυρίνη τη Ναταλία Τσαλίκη και Κινησία τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη και με πολλούς νέους ηθοποιούς στο χορό. φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Το ραντεβού μου ήταν με τη Μυρίνη (Ναταλία Τσαλίακη), αλλά πριν τα πούμε οι δυο μας είχα τη χαρά να πάρω μια γεύση αυτής της παράστασης: να ακούσω μια υπέροχη μουσική του Κωστή Μαραβέγια, να ακούσω σπουδαίους στίχους στα χορικά γραμμένους από τον Πέτρο Φιλιππίδη, να ακούσω εκείνο το παλιό, το εμβληματικό «Έναν μύθο θα σας πω», αλλιώς, αλλά υπέροχα, να δω το σκηνικό που δεν σας το μαρτυράω (αλλά μ’ έναν τρόπο η Ακρόπολη είναι, εκεί εκτυλίσσεται η δράση της Λυσιστράτης) και να δω τη Ναταλία Τσαλίκη να ερμηνεύει την αγαπημένη σκηνή της Μυρίνης, κάνοντας κόνξες με «πειραγμένα», πολύ εύστοχα, γνωστά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.
Όχι, είναι η πρώτη φορά που παίζω αττική κωμωδία. Και η δεύτερη φορά που παίζω ελληνικό έργο. Το πρώτο ήταν “Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα” και το δεύτερο είναι η “Λυσιστράτη”. Δεν έχω παίξει ποτέ ελληνικό έργο.
Είναι εντυπωσιακό. Αλλά επειδή ξέρω ότι είσαι ένας επιμελής θεατής παραστάσεων, σίγουρα έχεις δει παραστάσεις της «Λυσιστράτης». Ποια σου έχει «μείνει»;
Φέτος, αυτή η παράσταση είναι λίγο “οικογενειακή υπόθεση”…
Ναι, μ’ έναν τρόπο, Μόνο με τον Πέτρο Φιλιππίδη δεν έχω ξαναδουλέψει. Και σχεδόν αυτοπροτάθηκα.
Εχουμε ανάγκη την ευεξία, τη χαρά, την απόλαυση και σαν να ντρεπόμαστε να το πούμε
Θέλω να πω, ότι δεν υπάρχουν φέτος πολλές ιδιωτικές παραγωγές αρχαίου δράματος, που κάνουν περιοδεία, κ.λπ. Και σίγουρα σ’ αυτό που είδα στο πέρασμα, δεν είδα κάτι ευτελές, κάτι πρόχειρο ή κάτι που επιδιώκει να προσελκύσει άκριτα το ευρύ κοινό.
Σε καμία περίπτωση. Δεν υπάρχει περίπτωση ο Γιάννης Μπέζος να κάνει κάτι ευτελές. Και γι’ αυτό συμμετέχω. Εκείνο που πάντα προτάσσει ο Γιάννης στις δουλειές του είναι η αισθητική και το επίπεδο. Αυτός ο συνδυασμός, ο πολύ δύσκολος, αυτή η ισορροπία, ανάμεσα στο γέλιο, στη λαϊκότητα, με τη θετική έννοια, γιατί έχουμε φτάσει στο σημείο να ζητάμε συγνώμη γι’ αυτές τις έννοιες και την απόλυτη ποιότητα. Δεν κάνει κανένα σκόντο ο Γιάννης. Πιστεύω ότι θα γίνει μια παράσταση-γιορτή.
Βγάζει μια θετική διάθεση, έτσι κι αλλιώς είναι θετικό το πρόσημο στο τέλος του έργου…
Γιατί επιλέχτηκε αυτή η συγκριμένη κωμωδία του Αριστοφάνη;
Τι σκαμπρόζικες βωμολοχίες…
Οι βωμολογίες είναι πια πασέ. Δεν νομίζω ότι κανένας νοήμων άνθρωπος να ακουμπάει σ’ αυτό. Το θέμα είναι ότι μέσα από μια κωμικότητα και μια ατμόσφαιρα χαράς, να πεις αυτά τα θεμελιώδη πράγματα που μας αφορούν μέχρι σήμερα: αυτή την τάση που έχουμε να διχαζόμαστε. Αυτής της αντιπαλότητας, σε κάθε περίσταση, με την παραμικρή αφορμή, αυτό το μεγάλο θέμα. Βλέπεις ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν πολεμική διάθεση μόνο απέναντι στους Πέρσες, είχαν και ανάμεσά τους. Όλες οι πόλεις. Ήταν όλες οι πόλεις σε εμπόλεμη κατάσταση…
Υπάρχουν δύο αποφθέγματα έξω από το ναό των Δελφών, το “Γνώθι σ’ αυτόν” και το “Μηδέν άγαν”, που αν τα είχαμε σαν βάση, θα ήμασταν ο ευτυχέστερος λαός του κόσμου, ο πιο προηγμένος, ο πιο πολιτισμένος.
Όπως είμαστε τώρα μεταξύ μας, σ’ αυτόν τον τόπο…
Ακριβώς. Είναι αυτός ο θυμός, αυτό που υπάρχει μέσα μας και έχουμε ανάγκη να το διοχετεύσουμε. Κι αν δεν ακουμπήσει στην τέχνη δεν μπορεί ν’ ακουμπήσει πουθενά, από τη στιγμή που, κατά τη γνώμη μου, έχει καταρρεύσει όλο το πολιτικό σύστημα. Αλλά όχι με την έννοια του δασκάλου, αλλά με την έννοια της παρηγοριάς, της βαθιάς συγκίνησης. Όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, η τέχνη έχει αυτό το στόχο ν’ ακουμπήσει μέσα στην καρδιά μας και μετά μόνοι μας να βγάλουμε συμπεράσματα. Αφού έχουμε δει ένα έργο εδώ, ένα εκεί…. Κι έτσι μαλακώνει το μέσα μας, μας συμφιλιώνει με τον εαυτό μας κατ’ αρχήν. Αυτό λείπει. Είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση με το μέσα μας. Υπάρχουν δύο αποφθέγματα έξω από το ναό των Δελφών, το “Γνώθι σ’ αυτόν” και το “Μηδέν άγαν”, που αν ακουμπάγανε την κουλτούρα μας, την παιδεία και τα είχαμε σαν βάση, θα ήμασταν ο ευτυχέστερος λαός του κόσμου, ο πιο προηγμένος, ο πιο πολιτισμένος. Τι να πω… Έχουμε σαν ρίζα αυτό τον πλούτο τον πνευματικό και δεν τον εκμεταλλευόμαστε. Ας ακουμπήσουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτός είναι ο στόχος μας λοιπόν: να βγάλουμε σε πρώτο επίπεδο, αυτό που έχει να πει, αυτός ο μέγας ποιητής. Πρέπει να βγάλουμε το ζουμί γι’ αυτό που έγραψε αυτός ο άνθρωπος.
Παρ’ ότι είδα μια πρόβα χωρίς κοστούμια, χωρίς τίποτα, το εισέπραξα στο πέρασμα. Είδα κάτι που έχει στηθεί με αγάπη και σεβασμό.
Εκείνο που πάντα προτάσσει ο Γιάννης Μπέζος στις δουλειές του είναι η αισθητική και το επίπεδο. Η πολύ δυσκολη ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και στη λαϊκότητα. Πιστεύω ότι θα γίνει μια παράσταση-γιορτή.
Έχω την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια κάνεις άλλου είδους επιλογές. Ήταν δική σου ανάγκη αυτή, αισθάνθηκες ώριμη για κάτι άλλο, τι ήταν;
Ήταν ότι από ένα σημείο και μετά που απαλλάχτηκα, κατά κάποιον τρόπο, από τη μεγάλη ευθύνη της ανατροφής της κόρης μου, που για μένα ήταν πρωταρχικό, χωρίς κανένα βάρος και καμία υποχώρηση, από ένα σημείο και μετά, αναζητούσα άλλα πράγματα. Δεν έχει λογική. Έρχεται κάποια στιγμή που λες “θέλω να παίξω αυτό το έργο, ή αυτούς τους ρόλους”. Κι επειδή η ψυχή του Γιάννη είναι πιο εξωστρεφής, παρ’ ότι δεν φαίνεται, θέλω να πω ότι του αρέσει να απευθύνεται στον πολύ κόσμο, εγώ ήμουν πιο πολύ του ψυχολογικού. Από τη σχολή ακόμα. Με τραβούσε πολύ ο Τσέχωφ και ο Στρίνμπεργκ. Έχω παίξει και τους δύο. Ήταν πάντα ζητούμενο μέσα μου και άρχισα να οργανώνω δουλειές μόνη μου. Ήταν πάρα πολύ επίπονο και μαζί πολύ γόνιμο. Μου δημιουργούσε χαρά και αυτοπεποίθηση.
Το περσινό στο «Θησείον» ήταν νομίζω αποθέωση…
Πάντως τα τραγούδια στη σκηνή της Μυρίνης, μου θύμισαν λίγο τη Φλόρενς…
Ναι, γιατί η ίδια φωνή ήταν, μόνο που δεν ήταν φάλτσα.
Αυτή τη φορά συνεργάζεσαι με γνώριμους ανθρώπους. Με τις άλλες δουλειές, με τις δικές σου επιλογές, ανταμώνεις με νεότερους καλλιτέχνες. Τι βρίσκεις στο ένα, τι ξαναβρίσκεις εδώ τώρα;
Αναγκαστικά γίνεται αυτό. Όταν ψάχνεις ένα τέτοιο ρεπερτόριο, αναγκαστικά θα συνεργαστείς με νεότερους ανθρώπους κι αυτό είναι πολύ ζωογόνο. Είναι σαν να κάνεις μετάγγιση αίματος. Δεν μπορείς να πας παραπέρα μόνο με την ασφάλεια και τη σιγουριά των ανθρώπων της ηλικίας και της γενιάς σου. Εδώ είναι λίγο οικεία τα πράγματα. Οι νεότεροι θα σε ερεθίσουν να πας παραπέρα. Δεν μπορείς να προχωρήσεις αν δεν το κάνεις. Και μένα πάντα με γοητεύει αυτό το πάντρεμα: της δικής μου εμπειρίας, μ’ αυτό το νέο αεράκι. Η συνεργασία μου με τον Γιάννο Περλέγκα ήταν αποκαλυπτική.
Θα το πάτε ξανά;
Ε, κάποια στιγμή. Όχι του χρόνο όμως, όλοι νομίζουν ότι θα το πάμε του χρόνου. Δεν θα πάμε του χρόνου τη “Φλόρενς”, αλλά κάποια στιγμή θα την πάμε.
Μετά τη «Λυσιστράτη» τι σχέδια υπάρχουν για το χειμώνα;
Συζητήσεις για δύο δουλειές, που δεν είναι ανακοινώσιμες. Είναι η πρώτη φορά που δεν οργανώνω κάτι μόνη μου, επειδή θα έχω την περιοδεία και δεν θα προλάβαινα να οργανώσω κάτι εγώ. Έτσι από τις προτάσεις που είχα, κράτησα τις δύο πιο ενδιαφέρουσες.
Σε ιδιωτικά θέατρα;
Ολοι έχουμε βιοποριστικό πρόβλημα. Και γι’ αυτό αναγκαζόμαστε και δουλεύουμε. Δεν θα κάναμε τόσο μεγάλη περιοδεία αν δεν είχαμε. Το λέω ευθαρσώς.
Είχαμε συναντηθεί, πριν από μερικά χρόνια, σ’ ένα καφέ της Αγίας Παρασκευής για τις ανάγκες μιας άλλης συνέντευξης.. Είχα αντιληφθεί ότι είστε ένας άνθρωπος οργανωμένος, σαφής, περιεκτικός. Αναγνωρίζετε αυτά τα χαρακτηριστικά στον εαυτό σας;
Ναι, αλλά όταν οι άνθρωποι έχουν βιοποριστικό πρόβλημα…
Ολοι έχουμε βιοποριστικό πρόβλημα. Και γι’ αυτό αναγκαζόμαστε και δουλεύουμε. Δεν θα κάναμε τόσο μεγάλη περιοδεία αν δεν είχαμε. Το λέω ευθαρσώς. Αλλά όταν πας να πεις κάτι καλό σου λένε “ναι, αλλά ο διπλανος οσυ υποφέρει”. Σαν να μην έχεις δικαίωμα να βρίσκεις δρόμους διεξόδου ή να απολαμβάνεις ή να χαίρεσαι. Είναι υποχρέωσή μας να βρίσκουμε τρόπους να είμαστε χαρούμενοι, ευτυχείς και αυτάρκεις. Γιατί μαζεύοντας αρνητικότητα, αρρωσταίνουμε. Δεν οφείλουμε πρώτα να αρματώσουμε τον εαυτό μας; Αν είμαστε εμείς καλά, θα βοηθήσουμε και τον διπλανό μας. Οχι με λόγια, γιατί έχουμε πήξει στα λόγια. Πρώτα έχουμε υποχρέωση, ότι πρέπει, όπως στο αεροπλάνο, τη μάσκα του οξυγόνου θα την βάλεις πρώτα εσύ κα μετά στο παιδάκι σου. Να είμαστε ειλικρινείς. Ας αφήσουμε τα μεγάλα λόγια, κι ας κοιτάξουμε μέσα να βρούμε την ησυχία μας και να βοηθήσουμε και τον διπλανό μας.