MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
23
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ναταλία Τσαλίκη: Οι βωμολοχίες στον Αριστοφάνη είναι πια πασέ

Στο κινηματοθέατρο «Ζίνα», τις τελευταίες εβδομάδες έπαιζε… «Λυσιστράτη»! Για την ακρίβεια εκεί έκαναν πρόβα οι ηθοποιοί της παράστασης που από τις 6 Ιουλίου ξεκινά την περιοδεία της σε όλη την Ελλάδα. Με σκηνοθέτη τον Γιάννη Μπέζο, με Λυσιστράτη -ολόξανθη και ζουμπουρλούδικη- τον Πέτρο Φιλιππίδη, με Μυρίνη τη Ναταλία Τσαλίκη και Κινησία τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη και με πολλούς νέους ηθοποιούς στο χορό. φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

author-image Όλγα Σελλά

Το ραντεβού μου ήταν με τη Μυρίνη (Ναταλία Τσαλίακη), αλλά πριν τα πούμε οι δυο μας είχα τη χαρά να πάρω μια γεύση αυτής της παράστασης: να ακούσω μια υπέροχη μουσική του Κωστή Μαραβέγια, να ακούσω σπουδαίους στίχους στα χορικά γραμμένους από τον Πέτρο Φιλιππίδη, να ακούσω εκείνο το παλιό, το εμβληματικό «Έναν μύθο θα σας πω», αλλιώς, αλλά υπέροχα, να δω το σκηνικό που δεν σας το μαρτυράω (αλλά μ’ έναν τρόπο η Ακρόπολη είναι, εκεί εκτυλίσσεται η δράση της Λυσιστράτης) και να δω τη Ναταλία Τσαλίκη να ερμηνεύει την αγαπημένη σκηνή της Μυρίνης, κάνοντας κόνξες με «πειραγμένα», πολύ εύστοχα, γνωστά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.

Είδα κι άλλες σκηνές, είδα και το φινάλε, θαυμάσιο, αποκόμισα το φτιάξιμο μιας παράστασης που δεν στηρίζεται στο λαϊκισμό, αλλά στο έργο και στο θέατρο, ασφαλώς μια παράσταση φτιαγμένη για ευρύ κοινό, αλλά χωρίς εκπτώσεις και φτήνιες.

Και μετά το φινάλε, απομονωθήκαμε με τη Ναταλία στο φουαγιέ του «Ζίνα» και κάναμε μια συζήτηση μεστή, με έναν άνθρωπο που έχει άποψη, που έχει πορεία και ξέρει να τα καταθέσει όλα αυτά. Και επιτέλους κατακτήσαμε τη συνομιλία στον ενικό, γιατί η Ναταλία Τσαλίκη είναι ένας πολύ ευγενής άνθρωπος, χωρίς θράσος, χωρίς οικειότητες, αλλά με άποψη. Και όταν αποφασίσει να κάνει το βήμα, το κάνει.

TSALIKI 2

Έχεις ξαναπαίξει Αριστοφάνη;
Όχι, είναι η πρώτη φορά που παίζω αττική κωμωδία. Και η δεύτερη φορά που παίζω ελληνικό έργο. Το πρώτο ήταν “Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα” και το δεύτερο είναι η “Λυσιστράτη”. Δεν έχω παίξει ποτέ ελληνικό έργο.

Είναι εντυπωσιακό. Αλλά επειδή ξέρω ότι είσαι ένας επιμελής θεατής παραστάσεων, σίγουρα έχεις δει παραστάσεις της «Λυσιστράτης». Ποια σου έχει «μείνει»;

Δεν θυμάμαι “Λυσιστράτη” που να κουβαλάω, αλλά θυμάμαι μια σκηνή του τέλους, της χαράς και της γιορτής, από μια παράσταση που είχα δει, και έναν στίχο: “Μικρή ζωή μου, χόρευε”. Και μου άρεσε τόσο πολύ, που το είχα κάνει μότο.


Φέτος, αυτή η παράσταση είναι λίγο “οικογενειακή υπόθεση”…

Ναι, μ’ έναν τρόπο, Μόνο με τον Πέτρο Φιλιππίδη δεν έχω ξαναδουλέψει. Και σχεδόν αυτοπροτάθηκα.

Εχουμε ανάγκη την ευεξία, τη χαρά, την απόλαυση και σαν να ντρεπόμαστε να το πούμε

Θέλω να πω, ότι δεν υπάρχουν φέτος πολλές ιδιωτικές παραγωγές αρχαίου δράματος, που κάνουν περιοδεία, κ.λπ. Και σίγουρα σ’ αυτό που είδα στο πέρασμα, δεν είδα κάτι ευτελές, κάτι πρόχειρο ή κάτι που επιδιώκει να προσελκύσει άκριτα το ευρύ κοινό.

Σε καμία περίπτωση. Δεν υπάρχει περίπτωση ο Γιάννης Μπέζος να κάνει κάτι ευτελές. Και γι’ αυτό συμμετέχω. Εκείνο που πάντα προτάσσει ο Γιάννης στις δουλειές του είναι η αισθητική και το επίπεδο. Αυτός ο συνδυασμός, ο πολύ δύσκολος, αυτή η ισορροπία, ανάμεσα στο γέλιο, στη λαϊκότητα, με τη θετική έννοια, γιατί έχουμε φτάσει στο σημείο να ζητάμε συγνώμη γι’ αυτές τις έννοιες και την απόλυτη ποιότητα. Δεν κάνει κανένα σκόντο ο Γιάννης. Πιστεύω ότι θα γίνει μια παράσταση-γιορτή.

Βγάζει μια θετική διάθεση, έτσι κι αλλιώς είναι θετικό το πρόσημο στο τέλος του έργου…

Το έχουμε ανάγκη και σαν να ντρεπόμαστε να το πούμε. Ότι έχουμε ανάγκη την ευεξία, τη χαρά, την απόλαυση. Σαν να είναι συνώνυμο του ευτελούς, του μη ποιοτικού, του παρακατιανού.

 ELG3871


Γιατί επιλέχτηκε αυτή η συγκριμένη κωμωδία του Αριστοφάνη;

Η δουλειά ξεκίνησε από τον Πέτρο Φιλιππίδη. Η “Λυσιστράτη” είναι ένα έργο στο οποίο πρέπει να ξαναρχόμαστε και να ξαναρχόμαστε. Δεν έχει να κάνει με το ότι παίχτηκε πέρυσι ή πρόπερσι. Είναι ένα έργο-σύμβολο. Όπως είναι σύμβολο για μας, θα έπρεπε να είναι για τη χώρα μας, ότι όλο αυτό που κουβαλάει η αρχαία Ελλάδα, το οποίο το έχουμε ξεχάσει τελείως. Πρέπει να ακουμπάμε σε τέτοια έργα που μας θυμίζουν την ελληνικότητά μας. Αυτό το έχουμε ξεχάσει και το ξέρουν περισσότερο οι ξένοι από μας. Αυτό το έργο τα εμπεριέχει όλα. Ο Αριστοφάνης, αυτός ο μέγας ποιητής, ήταν τόσο ενάντιος στον πόλεμο, στην αντιπαλότητα ανάμεσα στους Έλληνες, και χρησιμοποιούσε το ευλογημένο μέσο που λέγεται γέλιο, γιατί μπορείς να πεις τα σπουδαιότερα πράγματα μέσα από το γέλιο, όπως έκανε ο Μολιέρος και όλοι οι κλασικοί της μεγάλης κωμωδίας. Tον απασχολούσε τόσο πολύ και το έριξε στη μούρη των Αθηναίων, κι όλων των Ελλήνων, εν μέσω Πελοποννησιακού Πολέμου, με λυρισμό και κωμικότητα, γιατί δεν μπορεί αλλιώς να τα πει αυτά τα θέματα. Είναι σπουδαία θέματα και μας απασχολούν μέχρι σήμερα. Και αν δεν τα συνειδητοποιήσουμε και μείνουμε μόνο στην επιφάνεια, και μείνουμε μόνο στα κωμικά “α τι ωραία τραγουδάκια, τι ωραίες κωμικές σκηνές που έχει, τι ωραία τραγουδάκια και πάμε σπίτι μας…”

Τι σκαμπρόζικες βωμολοχίες…

Οι βωμολογίες είναι πια πασέ. Δεν νομίζω ότι κανένας νοήμων άνθρωπος να ακουμπάει σ’ αυτό. Το θέμα είναι ότι μέσα από μια κωμικότητα και μια ατμόσφαιρα χαράς, να πεις αυτά τα θεμελιώδη πράγματα που μας αφορούν μέχρι σήμερα: αυτή την τάση που έχουμε να διχαζόμαστε. Αυτής της αντιπαλότητας, σε κάθε περίσταση, με την παραμικρή αφορμή, αυτό το μεγάλο θέμα. Βλέπεις ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν πολεμική διάθεση μόνο απέναντι στους Πέρσες, είχαν και ανάμεσά τους. Όλες οι πόλεις. Ήταν όλες οι πόλεις σε εμπόλεμη κατάσταση…

Υπάρχουν δύο αποφθέγματα έξω από το ναό των Δελφών, το “Γνώθι σ’ αυτόν” και το “Μηδέν άγαν”, που αν τα είχαμε σαν βάση, θα ήμασταν ο ευτυχέστερος λαός του κόσμου, ο πιο προηγμένος, ο πιο πολιτισμένος.

Όπως είμαστε τώρα μεταξύ μας, σ’ αυτόν τον τόπο…

Ακριβώς. Είναι αυτός ο θυμός, αυτό που υπάρχει μέσα μας και έχουμε ανάγκη να το διοχετεύσουμε. Κι αν δεν ακουμπήσει στην τέχνη δεν μπορεί ν’ ακουμπήσει πουθενά, από τη στιγμή που, κατά τη γνώμη μου, έχει καταρρεύσει όλο το πολιτικό σύστημα. Αλλά όχι με την έννοια του δασκάλου, αλλά με την έννοια της παρηγοριάς, της βαθιάς συγκίνησης. Όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, η τέχνη έχει αυτό το στόχο ν’ ακουμπήσει μέσα στην καρδιά μας και μετά μόνοι μας να βγάλουμε συμπεράσματα. Αφού έχουμε δει ένα έργο εδώ, ένα εκεί…. Κι έτσι μαλακώνει το μέσα μας, μας συμφιλιώνει με τον εαυτό μας κατ’ αρχήν. Αυτό λείπει. Είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση με το μέσα μας. Υπάρχουν δύο αποφθέγματα έξω από το ναό των Δελφών, το “Γνώθι σ’ αυτόν” και το “Μηδέν άγαν”, που αν ακουμπάγανε την κουλτούρα μας, την παιδεία και τα είχαμε σαν βάση, θα ήμασταν ο ευτυχέστερος λαός του κόσμου, ο πιο προηγμένος, ο πιο πολιτισμένος. Τι να πω… Έχουμε σαν ρίζα αυτό τον πλούτο τον πνευματικό και δεν τον εκμεταλλευόμαστε. Ας ακουμπήσουμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αυτός είναι ο στόχος μας λοιπόν: να βγάλουμε σε πρώτο επίπεδο, αυτό που έχει να πει, αυτός ο μέγας ποιητής. Πρέπει να βγάλουμε το ζουμί γι’ αυτό που έγραψε αυτός ο άνθρωπος.

Παρ’ ότι είδα μια πρόβα χωρίς κοστούμια, χωρίς τίποτα, το εισέπραξα στο πέρασμα. Είδα κάτι που έχει στηθεί με αγάπη και σεβασμό.

Με αγάπη, κόπο και μόχθο. Και φυσικά αυτό έχει να κάνει με την αισθητική που κουβαλάει ο καθένας. Δεν είναι κάτι που το δανείζεσαι ή το αποφασίζεις ξαφνικά. Ή είσαι ή δεν είσαι. Αυτό είναι κάτι που τον απασχολεί πάντα τον Γιάννη (Μπέζο). Σε όλες του τις παραστάσεις. Παρ’ όλο που έχουν μια ευρεία απήχηση κι αυτή τη λαϊκότητα που πρέπει να έχει μια κωμωδία, ποτέ δεν εκφυλίζει αυτό που παρουσιάζει. Υπάρχει πάντα ένα επίπεδο. Υπάρχει μια ποιότητα και μια αισθητική και φεύγει ο κόσμος με ευεξία, συγκίνηση και ανάταση. Δεν μπορείς να φεύγεις από το θέατρο χωρίς ν ‘ ανοιχτεί η ψυχή σου.

Εκείνο που πάντα προτάσσει ο Γιάννης Μπέζος στις δουλειές του είναι η αισθητική και το επίπεδο. Η πολύ δυσκολη ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και στη λαϊκότητα. Πιστεύω ότι θα γίνει μια παράσταση-γιορτή.

Έχω την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια κάνεις άλλου είδους επιλογές. Ήταν δική σου ανάγκη αυτή, αισθάνθηκες ώριμη για κάτι άλλο, τι ήταν;

Ήταν ότι από ένα σημείο και μετά που απαλλάχτηκα, κατά κάποιον τρόπο, από τη μεγάλη ευθύνη της ανατροφής της κόρης μου, που για μένα ήταν πρωταρχικό, χωρίς κανένα βάρος και καμία υποχώρηση, από ένα σημείο και μετά, αναζητούσα άλλα πράγματα. Δεν έχει λογική. Έρχεται κάποια στιγμή που λες “θέλω να παίξω αυτό το έργο, ή αυτούς τους ρόλους”. Κι επειδή η ψυχή του Γιάννη είναι πιο εξωστρεφής, παρ’ ότι δεν φαίνεται, θέλω να πω ότι του αρέσει να απευθύνεται στον πολύ κόσμο, εγώ ήμουν πιο πολύ του ψυχολογικού. Από τη σχολή ακόμα. Με τραβούσε πολύ ο Τσέχωφ και ο Στρίνμπεργκ. Έχω παίξει και τους δύο. Ήταν πάντα ζητούμενο μέσα μου και άρχισα να οργανώνω δουλειές μόνη μου. Ήταν πάρα πολύ επίπονο και μαζί πολύ γόνιμο. Μου δημιουργούσε χαρά και αυτοπεποίθηση.

Το περσινό στο «Θησείον» ήταν νομίζω αποθέωση…

Ξέρεις, κάθε παράσταση κουβαλάει τις προηγούμενες. Κι αυτή είναι η αξία της δουλειάς μας: να κάνεις ένα βήμα παραπέρα. Και πώς θα το κάνεις αυτό; Ψάχνοντας τα πιο δύσκολα. Και σε πηγαίνει μόνο του κάπου, σε πιο δύσκολα μονοπάτια. Αυτό που κάνω σήμερα, σε σχέση με τη Φλόρενς, που ήταν μια γυναίκα 74 ετών, δεν είναι κόντρα; Αυτό με πάει.

tsaliki 4

Πάντως τα τραγούδια στη σκηνή της Μυρίνης, μου θύμισαν λίγο τη Φλόρενς…

Ναι, γιατί η ίδια φωνή ήταν, μόνο που δεν ήταν φάλτσα.

Αυτή τη φορά συνεργάζεσαι με γνώριμους ανθρώπους. Με τις άλλες δουλειές, με τις δικές σου επιλογές, ανταμώνεις με νεότερους καλλιτέχνες. Τι βρίσκεις στο ένα, τι ξαναβρίσκεις εδώ τώρα;

Αναγκαστικά γίνεται αυτό. Όταν ψάχνεις ένα τέτοιο ρεπερτόριο, αναγκαστικά θα συνεργαστείς με νεότερους ανθρώπους κι αυτό είναι πολύ ζωογόνο. Είναι σαν να κάνεις μετάγγιση αίματος. Δεν μπορείς να πας παραπέρα μόνο με την ασφάλεια και τη σιγουριά των ανθρώπων της ηλικίας και της γενιάς σου. Εδώ είναι λίγο οικεία τα πράγματα. Οι νεότεροι θα σε ερεθίσουν να πας παραπέρα. Δεν μπορείς να προχωρήσεις αν δεν το κάνεις. Και μένα πάντα με γοητεύει αυτό το πάντρεμα: της δικής μου εμπειρίας, μ’ αυτό το νέο αεράκι. Η συνεργασία μου με τον Γιάννο Περλέγκα ήταν αποκαλυπτική.

Θα το πάτε ξανά;

Ε, κάποια στιγμή. Όχι του χρόνο όμως, όλοι νομίζουν ότι θα το πάμε του χρόνου. Δεν θα πάμε του χρόνου τη “Φλόρενς”, αλλά κάποια στιγμή θα την πάμε.

Μετά τη «Λυσιστράτη» τι σχέδια υπάρχουν για το χειμώνα;

Συζητήσεις για δύο δουλειές, που δεν είναι ανακοινώσιμες. Είναι η πρώτη φορά που δεν οργανώνω κάτι μόνη μου, επειδή θα έχω την περιοδεία και δεν θα προλάβαινα να οργανώσω κάτι εγώ. Έτσι από τις προτάσεις που είχα, κράτησα τις δύο πιο ενδιαφέρουσες.

Σε ιδιωτικά θέατρα;

Το ένα ναι», απαντά, αφήνοντας ένα παράθυρο ανοιχτό για συνεργασία της με κάποια κρατική σκηνή.

Ολοι έχουμε βιοποριστικό πρόβλημα. Και γι’ αυτό αναγκαζόμαστε και δουλεύουμε. Δεν θα κάναμε τόσο μεγάλη περιοδεία αν δεν είχαμε. Το λέω ευθαρσώς.

Είχαμε συναντηθεί, πριν από μερικά χρόνια, σ’ ένα καφέ της Αγίας Παρασκευής για τις ανάγκες μιας άλλης συνέντευξης.. Είχα αντιληφθεί ότι είστε ένας άνθρωπος οργανωμένος, σαφής, περιεκτικός. Αναγνωρίζετε αυτά τα χαρακτηριστικά στον εαυτό σας;

Δεν μου αρέσουν τα πολλά λόγια και δεν μου αρέσει η επίδειξη πνευματικότητας. Διαβάζω συνεντεύξεις που δείχνουν ότι αυτοί που μιλάνε έχουν απάντηση για όλα, τα ξέρουν όλα… Και αναρωτιέμαι “πώς τα ξέρουν όλα;” Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τα ξέρουμε όλα. Οι καλλιτέχνες αναζητάνε πράγματα. Και νομίζω ότι αυτός είναι ένας καλός δρόμος για τους άλλους ανθρώπους: δεν δίνουμε εξετάσεις κάθε μέρα. Γιατί αν βλέπαμε από τις λύσεις που ακούγονται, θα έλεγες ότι αυτή η χώρα τα έχει λύσει όλα. Αλλα ας ψάξουμε λίγο το μέσα μας, ας αναρωτηθούμε. Αν θες να ξυπνήσεις το πρωί και θέλεις να βρεις 100 πράγματα να είσαι δυστυχισμένος, θα τα βρεις, είναι μπροστά σου. Το θέμα είναι να επιλέξεις τα καλά μονοπάτια. Ενα δρομάκι που θα σε πάει σε μια ησυχία.

Ναι, αλλά όταν οι άνθρωποι έχουν βιοποριστικό πρόβλημα…

Ολοι έχουμε βιοποριστικό πρόβλημα. Και γι’ αυτό αναγκαζόμαστε και δουλεύουμε. Δεν θα κάναμε τόσο μεγάλη περιοδεία αν δεν είχαμε. Το λέω ευθαρσώς. Αλλά όταν πας να πεις κάτι καλό σου λένε “ναι, αλλά ο διπλανος οσυ υποφέρει”. Σαν να μην έχεις δικαίωμα να βρίσκεις δρόμους διεξόδου ή να απολαμβάνεις ή να χαίρεσαι. Είναι υποχρέωσή μας να βρίσκουμε τρόπους να είμαστε χαρούμενοι, ευτυχείς και αυτάρκεις. Γιατί μαζεύοντας αρνητικότητα, αρρωσταίνουμε. Δεν οφείλουμε πρώτα να αρματώσουμε τον εαυτό μας; Αν είμαστε εμείς καλά, θα βοηθήσουμε και τον διπλανό μας. Οχι με λόγια, γιατί έχουμε πήξει στα λόγια. Πρώτα έχουμε υποχρέωση, ότι πρέπει, όπως στο αεροπλάνο, τη μάσκα του οξυγόνου θα την βάλεις πρώτα εσύ κα μετά στο παιδάκι σου. Να είμαστε ειλικρινείς. Ας αφήσουμε τα μεγάλα λόγια, κι ας κοιτάξουμε μέσα να βρούμε την ησυχία μας και να βοηθήσουμε και τον διπλανό μας.

Περισσότερα από Πρόσωπα