Στην πρόβα: Focus στη φωνή των «Βακχών»
Δέκα ημέρες πριν βγουν στο φως της Αρχαίας Επιδαύρου οι «Βάκχες» του Εκτορα Λυγίζου και μιας εκλεκτής επταμελούς ομάδας ηθοποιών αποκαλύπτονται μέσα σ’ ένα υπόγειο προβών στην πλατεία Αμερικής. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Το απογευματινό φως δεν φτάνει στην ημιυπόγεια αίθουσα προβών της οδού Δροσοπούλου. Εκεί, στο ημίφως, οκτώ ηθοποιοί βαδίζουν κυκλικά σαν υπνωτισμένοι, υπακούοντας στην ήρεμη φωνή της δασκάλας κινησιολογίας Βίκυς Παναγιωτάκη για να «διαγράψουν έναν ανοιχτό κύκλο με τα χέρια» ή να «αγγίξουν ο ένας τον άλλο τη στιγμή που θα βρεθούν κοντά του». Τα αθόρυβα βήματα που απορροφά το ελαστικό δάπεδο θα δώσουν τη θέση τους σε φωνητικές ασκήσεις, όπου τα ίδια πρόσωπα – σαν ένα σώμα πια – θα δεθούν με μεγάλη φόρα κάτω από κοινές, μα ακατανόητες συλλαβές.
Ο Εκτορας Λυγίζος με τη δασκάλα κινησιολογίας, Βίκυ Παναγιωτάκη.
Ο Εκτορας Λυγίζος – οπαδός του θεάτρου λόγου και του σωματικού θεάτρου – έχει επιστρέψει στις «Βάκχες» και τέσσερα χρόνια μετά από την πρώτη του απόπειρα βγάζει την ευριπίδεια τραγωδία από το υπόγειο (του Θεάτρου του Νέου Κόσμου τότε) για να την εκθέσει – όσο κι αν αυτό δεν είναι ορατό στην αποψινή πρόβα – στον ανοιχτό χώρο. Δεν εγκατέλειψε ποτέ, καθώς ομολογεί, το κείμενο του Ευριπίδη – αυτόν τον ύμνο συμφιλίωσης του ανθρώπου με τα ζωώδη του ένστικτα. «Είναι ένα υλικό που δε σταμάτησα ποτέ να μελετάω. Εξάλλου, τόσο η παλιότερη προσέγγιση όσο και και η τωρινή έχουν μια κοινή αφετηρία: Μια ομάδα ξεκινάει να αφηγείται το έργο ενώπιον κοινού. Η προηγούμενη εκδοχή ξεκινούσε από τη μετωπική σχέση του αφηγητή με το θεατή. Στο ανοιχτό θέατρο η κυκλική διάσταση ήδη ανοίγει ένα διαφορετικό πεδίο έρευνας. Ο αφηγητής οφείλει να φανταστεί και να εκπληρώσει έναν άλλο τρόπο απεύθυνσης, με τη γνώση του μικρού του μεγέθους έναντι της κλίμακας και του όγκου των παρατηρητών» διαπιστώνει σήμερα που διαπραγματεύεται ξανά το ανέβασμα του.
Αρης Μπαλής, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ανθή Ευστρατιάδου.
Η ευρύχωρη αίθουσα προβών της Κυψέλης έχει τις ίδιες διαστάσεις με την ορχήστρα της Αρχαίας Επιδαύρου όπου οι «Βάκχες» θα κάνουν πρεμιέρα στις 14 Ιουλίου. Ο Αρης Μπαλής, ο μόνος ηθοποιός που συμμετείχε τόσο στο παλιό όσο και στο νέο ερμηνευτικό σχήμα ανακαλύπτει καθημερινά, σαν σε παιχνίδι, τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στις δύο σκηνικές προσεγγίσεις. «Καταρχάς, στην τωρινή παράσταση υπάρχει γυναικεία παρουσία. Άρα είναι προφανής η μεγάλη απόσταση από τις “αντρικές Βάκχες”. Τώρα υπάρχει μια μεγαλύτερη πολυφωνία και άλλες οπτικές που φέρει το γυναικείο στοιχείο και το γυναικείο σώμα στην παράσταση. Οπότε, οι συσχετισμοί γίνονται πολύ πιο ενδιαφέροντες» παρατηρεί και συμπληρώνει: «Επίσης συμμετέχουν ηθοποιοί διαφορετικών ηλικιών, πράγμα που φέρει αυτομάτως άλλη σκηνική ενέργεια και δυναμική. Και η αύξηση του αριθμού των ηθοποιών από τρεις σε οκτώ οδηγεί ώστε οι αφηγηματικοί κορμοί να σπάσουν σε περισσότερα κομμάτια και έτσι να υπάρχει μεγαλύτερη διείσδυση στις διαφορετικές προσεγγίσεις της έλευσης του Διονύσου και της διαχείρισης του Πενθεϊκού στοιχείου από τον καθένα μας. Φυσικά, η τεράστια αλλαγή είναι η μεταφορά από έναν μικρό, υπόγειο, κλειστό χώρο σε ανοιχτούς χώρους και όσα αυτό προκαλεί στην απεύθυνση των ηθοποιών προς το κοινό. Θέλει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια και κόπο για να χτίσεις την ιστορία μαζί με τους θεατές».
Χορικό από την πρωταγωνιστική ομάδα.
«Η ύβρις των Βακχών σαν την φωτιά εξαπλώθηκε στην πόλη μας» λένε όλοι (Ανθή Ευστρατιάδου, Έκτορας Λυγίζος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Άρης Μπαλής, Αργύρης Πανταζάρας, Ανέζα Παπαδοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Στέργιογλου) με μια φωνή, ντυμένοι σχολαστικά στα λευκά τους κοστούμια· επιστρέφοντας εξαντλητικά στις ίδιες λέξεις, δίνοντας κάθε φορά καινούργια ένταση, κλιμάκωση και πυκνότητα στην ίδια φράση. Και συνθέτοντας σταδιακά ένα Χορό· «μια αφηγηματική χορωδία που λίγο – λίγο καταπίνει τους μεμονωμένους αφηγητές και γίνεται μια οντότητα» όπως λέει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.
Αργύρης Πανταζάρας.
Αναγνωρίζοντας στις «Βάκχες» ένα αφηγηματικό ποίημα, ο λόγος έρχεται ξανά στο επίκεντρο της μελέτης του Εκτορα Λυγίζου. Όμως που βρίσκεται ο λόγος, αλήθεια; «Δεν είναι μόνο στις λέξεις και στις φράσεις άλλα και σε όλα τα παραγλωσσικά στοιχεία: Στον τόνο, στην ένταση, στη χειρονομία, στη χροιά, στο ρυθμό. Εργαλείο λοιπόν δεν είναι μόνο η φωνή του ηθοποιού, αλλά όλο του το σώμα» απαντά ο σκηνοθέτης, οδηγώντας τους πρωταγωνιστές του (και τον εαυτό του ανάμεσα τους) σε μια ασκητική σχέση με το κείμενο του Ευριπίδη.
Η Μαρία Πρωτόππαπα και η Αννέζα Παπαδοπούλου μοιράζονται το ρόλο της Αγαύης.
Εδώ η πρόκληση για τον ερμηνευτή είναι, αναμφίβολα, μεγάλη. Καθένας από τους οκτώ της ομάδας αναλαμβάνει, κατά διαστήματα, να υποδυθεί κάποιον από τους ήρωες του έργου αλλά σύντομα καταφεύγει στη λύση της αφήγησης, μοναχικής ή ομαδικής. Η Μαρία Πρωτόπαππα που επιχειρεί αρχικά να προσεγγίσει το ρόλο του Πενθέα (τον μοιράζεται με το Βασίλη Μαγουλιώτη και τον Εκτορα Λυγίζο) και στη συνέχεια εκείνον της μητέρας του Αγαύης (τον μοιράζεται με την Αννέζα Παπαδοπούλου), ανακαλύπτει εκτός από τη δυσκολία κι ένα μεγάλο ενδιαφέρον: «Καταρχάς, γιατί αποδεικνύουμε πως δεν υπάρχει ένας τρόπος για να “μιλιέται” ένα έργο. Έπειτα γιατί συγκροτούμε μια ιδιοσυγκρασιακή φόρμα αφήγησης, μια παρτιτούρα, όπου κανείς ηθοποιός δεν μοιάζει να προέρχεται από άλλη παράσταση. Και τέλος, γιατί αυτή η προσέγγιση μου θυμίζει τη σκέψη του Λευτέρη Βογιατζή».
Χρήστος Στέργιογλου, Αρης Μπαλής.
Την ίδια ώρα, ο Αρης Μπαλής, εξασκημένος στο θεατρικό “τρόπο” του Εκτορα Λυγίζου, εξηγεί: «Ο ηθοποιός πρέπει να αποφύγει οποιαδήποτε προσπάθεια γραμμικής αντίληψης της πορείας του “ρόλου” μέσα στο έργο, πρέπει να καταφέρει να αφομοιώσει την, σχεδόν, μουσική διδασκαλία του κειμένου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αρχίσει να ελίσσεται παράλληλα με αυτήν. Να αποκρυπτογραφήσει, δηλαδή, την μελωδικότητα αυτής της παρτιτούρας, να την κάνει βαθιά προσωπική. Και τέλος, πρέπει να συνδυάσει την απόσταση ανάμεσα στον ηθοποιό και τα λόγια που αφηγείται με μια απόλυτη εμπλοκή. Και μάλιστα σε ομαδικό επίπεδο».
Το σκηνικό εύρημα της παράστασης, ένα μοβ τόπι επ’ ώμου.
Στις πλάτες της ομάδας, φορτώνεται ένα τεράστιο υφασμάτινο μοβ τόπι που μόλις περαστεί σε επικλινείς σιδερένιους άξονες, ξεδιπλώνεται για να σχηματίσει ένα πένθιμο τοπίο. Η σκηνογραφία της Κλειώς Μπομπότη – αυτός ο πολύ μεγάλος ομοιόμορφος μοβ κενός χώρος – έχει στόχο να αφήσει «στη φαντασία του θεατή να συμπληρώσει τα κενά και να τονίζει τόσο το μικρό μέγεθος του ανθρώπου όσο και την παραμικρή του χειρονομία».
Ανθή Ευστρατιάδου, Βασίλης Μαγουλιώτης.
Γίνεται δηλαδή το τέλειο “σπίτι” για να κατοικήσει ο Πενθέας – στον οποίο και εστιάζουν οι, κατά Λυγίζο, «Βάκχες». Ποιος είναι, λοιπόν, ο Πενθέας; «Ένα πρόσωπο απόλυτα αφοσιωμένο στη διατήρηση της τάξης και την υπεράσπιση του κανόνα, που μάχεται ενάντια σε κάθε είδους εισβολή. Ένα πρόσωπο προσκολλημένο σε ένα παλιό, ξεχασμένο πένθος» λέει ο σκηνοθέτης. Στα μάτια του, ο Πενθέας εκπροσωπεί μια θεατρική περσόνα που συμπυκνώνει όλες τις αντιστάσεις και τις άμυνες μας, που παλεύει να διατηρήσει τον έλεγχο και να μη χάσει το σχήμα της, την ατομικότητα της. «Ο Πενθέας είναι θωρακισμένος απέναντι στην ορμή, φοβάται την εξέλιξη, νιώθει ανασφαλής» προσθέτει η Μαρία Πρωτόπαππα που συναντά για δεύτερη φορά την διονυσιακή αναρχία, μετά τις «Βάκχες» του Θωμά Μοσχόπουλου το 2008. Στον αντίποδα στέκεται, ο Διόνυσος, ο «μέγας θεός» και στέφεται σκηνικός του “αντίπαλος” αφού είναι ένας θεός που δεν έχει σχήμα – «μπορεί να πάρει ό,τι πρόσωπο και φωνή θέλει, ανάλογα με ποιον έχει απέναντί του». Και στην παράσταση το “σχήμα” που σταδιακά λαμβάνει ο Διόνυσος είναι αυτό της συλλογικότητας που εκπροσωπεί ο Χορός της τραγωδίας.
Μαρία Πρωτόπαππα.
Εναρμονισμένος απόλυτα με την ανάγνωση των «Βακχών», άλλοτε μπαίνει κάτω από το φως των προβολών και “βακχεύεται” ως ηθοποιός και μέλος μιας ομάδας κι άλλοτε επιστρέφει στην ατομικότητα με μια θέση στο σκοτάδι του παρατηρητή – σκηνοθέτη.
Αργύρης Πανταζάρας, Ανθή Ευστρατιάδου, Αννέζα Παπαδοπούλου, Εκτορας Λυγίζος.
Οι «Βάκχες» είναι η τρίτη απόπειρα του Εκτορα Λυγίζου ν’ αναμετρηθεί με κείμενα της αρχαίας τραγωδίας – πριν από τρία χρόνια θα επιχειρούσε και το επιδαύριο ντεμπούτο του με τον «Προμηθέα δεσμώτη» του Αισχύλου. «Με γοητεύει ο λόγος τους, η έντονη θεατρικότητα, η απλότητα με την οποία διαπραγματεύονται τους μύθους τους, αλλά περισσότερο από όλα η αθωότητα και η παιδικότητα του κόσμου τους» σχολιάζει. «Είναι έργα που κουβαλούν υλικά από την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Αφηγούνται ένα πολύ επώδυνο πέρασμα από έναν κόσμο άγνοιας σε μια κατάσταση επίγνωσης, μια ανώμαλη προσγείωση που εγγράφεται στο σώμα και στο μυαλό μας σαν τραύμα. Φτιάχνουν μαγεία αφηγούμενα ιστορίες βαθιάς απογοήτευσης».