Φεστιβαλικά notes #18: Ρόμπερτ Γουίλσον- Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, “Γράμμα σ’ έναν άντρα”, στη Στέγη
Σκέψεις, στιγμικότυπα, εντυπώσεις από την παράσταση «Γράμμα σ’ έναν άντρα» του Ρόμπερ Γουίλσον και του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, που έκανε πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στις 10 Ιουλίου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017.
Ηταν αναμφίβολα η πιο κοσμική βραδιά του φετινού Φεστιβάλ. Τι πρίγκιπες υπήρχαν στο φουαγιέ και στην πλατεία (ο Νικόλαος, ο γιος του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ με την πανέμορφή σύζυγό του, που ήταν στη λίστα των προσκεκλημένων του Μπομπ Γουίλσον όπως έμαθα), τι σκηνοθέτες, τι καλλιτέχνες, τι ντυσίματα! Η αλήθεια είναι ότι εξ αρχής πολλοί έλεγαν ότι κυρίως για τον Μπαρίσνικοφ είχαν έρθει μέχρι εκεί. Αρκετοί ήξεραν τι αναμένουν να δουν από τον Ρόμπερτ Γουίλσον, ήξεραν το ύφος του, την τεχνική του, τον τρόπο που δουλεύει τις παραστάσεις του. Για άλλους ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν δουλειά του, και ήταν γι’ αυτό μαγεμένοι και ανυπόμονοι.
Είδαμε
Μια φωτογραφία του Νιζίνσκι του μεγάλου Ρώσου χορευτή των αρχών του 20ού αιώνα δέσποζε στην κουρτίνα της Κεντρικής Σκηνής, μέχρι την έναρξη της παράστασης. Με 15 λεπτά καθυστέρηση και με κάποιες κενές θέσεις που γέμισαν στην πορεία (αρκετοί ήλθαν δέκα λεπτά μετά την έναρξη της παράστασης, δηλαδή 25 περίπου λεπτά μετά τις 9!!!). Με χρώματα, τα δυνατά χρώματα του Γουίλσον, με μουσική και με το ξεφύλλισμα των ημερολογίων του Νιζίνσκι ξεκίνησε η παράσταση: «Ξέρω από πόλεμο, γιατί ήμουν σε πόλεμο με την πεθερά μου» είναι η πρώτη φράση.
Κι αυτή, όπως όλες οι υπόλοιπες φράσεις, επαναλαμβάνονται, στα αγγλικά και στα ρωσικά. Τα χρώματα και οι φωτισμοί είναι το φόρτε του Μπομπ Γουίλσον και με κάθε αλλαγή φωτισμού είναι άλλος άνθρωπος ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, ο Μίσα. Είναι τα πολλά πρόσωπα, οι πολλοί ψυχισμοί του Νιζίνσκι. Τα σκηνικά αλλάζουν, μπροστά στα μάτια μας, (με κάπως μακρόσυρτα σκοτεινά μέρη είναι αλήθεια, που όμως συνοδεύονταν από υπέροχες μουσικές).
Γρήγορα έγινε αντιληπτό το σκεπτικό αυτής της δουλειάς. Φράσεις ημερολογίων, εικονοποιημένες οι φάσεις, οι στιγμές, ο ψυχισμός του Νιζίνσκι, οι ακριβείς κινήσεις του Μπαρίσνικοφ, και πολύ γρήγορα μαγευτήκαμε από το κείμενο του Νιζίνσκι, από το παραλήρημά του, τις φοβίες του, τις εμμονές του, τα διαρκή του ερωτήματα (για το θάνατο, για τον Θεό, για την τρέλα, για την τέχνη, για τον πόλεμο). Οι μνήμες των χρόνων της αθωότητας, οι στιγμές του πόνου του έρωτα, οι στιγμές του εγκλεισμού όλα είναι παρόντα, αλλά κάπως στατικά, εικαστικά, πίνακες στο βάθος. Είδαμε ένα κατακόκκίνο κουβάρι, είδαμε τον Μπαρίσνικοφ ανάποδα στην καρέκλα (η άρνηση του εαυτού;).
Αυτός είναι βέβαια ο Ρόμπερτ Γουίλσον. Αλλά κάθε καλλιτέχνης δεν έχει τα κλειδιά του και τη γλώσσα του; Κυρίως απολαύσαμε αυτό το μαγευτικό κείμενο του Νιζίνσκι. Και απ’ όλο αυτό το παραλήρημα κρατώ μία από τις τελευταίες φράσεις: «Τα αρπακτικά δεν αγαπούν τους ανθρώπους». Επειδή υπάρχουν αρκετά αρπακτικά γύρω μας. Και το είχε αντιληφθεί μέσα στο παραλήρημά του εκείνος ο άνθρωπος.
Η επίγευση
Ηταν αποθεωτική, αναμφισβήτητα, με πολλές αυλαίες, με μια θεατρικότητα υπόκλισης από τον Μπομπ Γουίλσον, αλλά η αποθέωση έγινε, ασφαλώς, για τον Μπαρίνσικοφ. Που τον κάλεσαν πολλές φορές στη σκηνή. Και τον χειροκροτούσαν οι περισσότεροι όρθιοι. Για την πορεία του. Για το στυλ του. Για τον επαγγελματισμό του. Ο Μπομπ Γουίλσον, με το που έκλεισαν τα φώτα της παράστασης, σηκώθηκε από την πλατεία, για να πάει στη σκηνή να υποκλιθεί.
Ακούσαμε στο φουαγιέ
Αλλοι ήταν ενθουσιασμένοι, άλλοι δήλωναν μαγεμένοι, άλλοι μιλούσαν για «μύθο», άλλοι, πάλι, ήταν πολύ πιο συγκρατημένοι, υπήρχαν και απογοητευμένοι. Αν θα ήθελα να κάνω ανθρωπογεωγραφία των αντιδράσεων, θα έλεγα ότι «μαγεμένοι» δήλωναν οι νεότεροι θεατές, εκείνοι που ίσως δεν είχαν την ευκαιρία να έχουν ξαναδεί δουλειά του Μπομπ Γουίλσον, και ασφαλώς η παρουσία ενός Μπαρίσνικοφ, έστω και στα 70 του, ήταν υπέροχη.
Συγκρατημένοι ή απογοητευμένοι δήλωναν όσοι είχαν ξαναπαρακολουθήσει το έργο και το σκπετικό του μεγάλου σκηνοθέτη και γνώρισαν τη γλώσσα του. Κάποιοι συνέκριναν το θέαμα με εκείνο του Καστελούτσι και «ψήφιζαν». Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί άνοιξε μόλις λίγες ώρες πριν την πρεμιέρα ο δεύτερος εξώστης της Στέγης. «Την Κυριακή το βράδυ έδωσε το ok ο Μπομπ Γουίλσον» ήταν η απάντηση. «Μα καλά, δεν είχαν έρθει νωρίτερα οι τεχνικοί του;». Εκεί κάπου χαθήκαμε στη μετάφραση των απαντήσεων. Πάντως, σίγουρα, ήταν το must του φετινού Φεστιβάλ.