MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Έκτορας Λυγίζος, “Βάκχες” στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Οι “Βάκχες” είναι το τελευταίο έργο του Ευριπίδη (407 π.Χ.), το οποίο, αν και το προόριζε για δραματικούς αγώνες, δεν το σκηνοθέτησε ο ίδιος καθώς τον πρόλαβε ο ξαφνικός θάνατος. Γράφτηκε όταν ο ποιητής βρισκόταν στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου και πρωτοσκηνοθετήθηκε από τον γιο του, δύο χρόνια αργότερα, στην Αθήνα.

author-image Νίκος Ρουμπής

Υπόθεση

Η ιστορία των Βακχών έχει να κάνει πρωτίστως και απευθείας με τον Διόνυσο, καθώς αναφέρεται στην έλευση του θεού στη Θήβα, προκειμένου να επιβάλει τη λατρεία του. Οι κόρες του Κάδμου αρχικά αμφισβητούν τη θεϊκή του υπόσταση, στο τέλος όμως κυριαρχούνται από τη μανιώδη τους λατρεία για αυτόν και ζουν ως Μαινάδες, πιστές ακόλουθοι του θεού δηλαδή στις περιπλανήσεις του. Ο βασιλιάς Πενθέας, εγγονός του Κάδμου και γιος της Αγαύης, στρέφεται ενάντια στη νέα λατρεία, συλλαμβάνει και φυλακίζει τον Διόνυσο. Ωστόσο, ο θεός γρήγορα απαλλάσσεται από τα δεσμά, καταστρέφει το παλάτι με δυνατό σεισμό και εκδικείται τον Πενθέα για την ασέβεια του: τον πείθει να μεταμφιεστεί σε γυναίκα ώστε να μπορέσει να κατασκοπεύσει τις Μαινάδες που ήταν εγκατεστημένες στον Κιθαιρώνα. Πράγματι ο Πενθέας μεταβαίνει στο βουνό, αλλά εκεί, μόλις οι Μαινάδες αντιλαμβάνονται την παρουσία του, με πρώτη τη μητέρα του Αγαύη, τον διαμελίζουν. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη με το κεφάλι του γιου της ανά χείρας. Όταν ο Κάδμος την κάνει να συνειδητοποιεί το αποτρόπαιο λάφυρο συντρίβεται. Το έργο ολοκληρώνεται με την ξεκάθαρη εμφάνιση του Διονύσου (ως θεού) σε υπερώο που αναγγέλλει τα δυσοίωνα μελλούμενα των ηρώων και την οργή του για την περιοχή.

Ektoras Lygizos vakxes eidame

Παράσταση

Στις Βάκχες εντοπίζει κανείς το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό στοιχείο. Είναι επίσης το μοναδικό έργο της αρχαιότητας όπου συναντώνται τόσες μεταμορφώσεις: με προεξάρχοντα τον Διόνυσο που μεταμορφώνεται από θεό σε άνθρωπο και στη συνέχεια εκ νέου σε θεό, τον Πενθέα από ισχυρό βασιλιά και γενναίο άνδρα σε ευάλωτη προσωπικότητα και καταδικασμένη γυναίκα που καταλήγει ως θύμα, την Αγαύη από στοργική μητέρα σε μανιασμένη δολοφόνο του παιδιού της και πάλι σε ολοφυρόμενη μάνα για την τραγική απώλεια του γιου της. Όλα αυτά έχουν ως επιστέγασμα την άφιξη της νέας θρησκείας, την έλευση του καινούργιου, επιρροή συμβολική και εμφανής από τους Σοφιστές, στα κηρύγματα των οποίων βρήκε πρόσφορο έδαφος ο Ευριπίδης.

Πλούσιο και ποικίλο λοιπόν το υπόβαθρο του κειμένου στο οποίο, όπως τουλάχιστον επί του πρακτέου φάνηκε, λίγη σημασία έχει δοθεί. Μόνο ως ιδέα, ήταν όμως αυτό αρκετό για να στηθεί ένα ανέβασμα των Βακχών του Ευριπίδη; Μάλλον όχι.

Η δουλειά ως σύνολο χαρακτηρίζεται από λιτότητα. Λιτότητα όχι όμως -πιθανόν και αρμόζουσα- με τη σημασία του μέτρου αλλά με αυτήν της ελλειπτικότητας. Αρχικά λοιπόν απουσιάζει το σκηνικό, για να στρωθεί η ορχήστρα με μωβ τάπητες από τους ίδιους τους ηθοποιούς, λίγο μετά την εντυπωσιακή είσοδό τους. Εκεί πάνω εμφανίζεται ο Διόνυσος (Αργύρης Πανταζάρας) όχι με την πυγμή του επιβλητικού θεού, αλλά με χαλαρή διάθεση, χωρίς συναισθηματική χροιά. Η συνέχεια όμως είναι ακόμα πιο απρόσμενη καθώς η παράσταση ξεφεύγει γοργά από την προσέγγιση της αναπαράστασης, με τους όποιους έστω νεωτερισμούς και μετατρέπεται σε εξιστόρηση με την πολυφορεμένη πια τεχνική της ομαδικής αφήγησης. Οκτώ λοιπόν αφηγητές, που κατά διαστήματα γίνονται ερμηνευτές καθώς εστιάζουν σε ρόλους -όχι πάντα επιτυχώς (η εκδοχή για παράδειγμα ενός Πενθέα που μοιάζει με αφελή καρικατούρα καθισμένος, ακούγοντας και αναμένοντας το τέλος του δημιουργεί περισσότερο μειδίαμα παρά την όποια αίσθηση τραγικότητας)- εξιστορούν συνοπτικά μια ιστορία, με ψήγματα ουσιαστικής δραματικής έντασης, αναμενόμενο από μια τέτοια προσέγγιση. Με ταχύτητα διέρχονται τα επεισόδια, κορυφαίες σκηνές λείπουν ακόμα και από αυτήν την αφήγηση (ενδεικτικά ανάμεσα σε άλλα απουσιάζει ο θρήνος της Αγαύης, η κορυφαία στιγμή του έργου δηλαδή και η όποια ‘’λύσις’’ έρχεται με τη φραστική συναρμολόγηση των κομματιών του άψυχου Πενθέα και κάπως έτσι ολοκληρώνεται και η ιστορία), ενώ λυρικά μέρη δεν διακρίνονται πουθενά (αξιοσημείωτο επίσης ότι η παράσταση δε διαθέτει ίχνος μουσικής επένδυσης). Οικονομία σε όλα λοιπόν, στην αναπαράσταση πρωτίστως. Ευνόητα δεν μπορεί να αναφερθεί κανείς σε ερμηνευτικές δεινότητες αφού είναι δυσδιάκριτες σε μια τέτοια σκηνοθετική επιλογή (Έκτορας Λυγίζος), η Μαρία Πρωτόπαππα φαίνεται να έχει παρρησία στις λίγες στιγμές που ταυτίζεται με κάποιον από τους ρόλους στα πλαίσια της γενικής έλλειψης νεύρου ως προς την όποια συνολική ερμηνευτική απεικόνιση.

Τα κοστούμια επίσης ήταν άλλο ένα στοιχείο ατυχούς υπερνεωτερισμού καθώς παρέπεμπαν περισσότερο σε καουμπόικες στολές, με εκδοχές σιριτιών και τεράστιες παραμάνες που τα συγκρατούσαν ή τα προσάρμοζαν αναλόγως.

Ektoras Lygizos vakxes eidame 2

Επίγευση

Παρακολουθώντας αυτήν τη δουλειά με δυσκολία μπορεί να αναφερθεί κανείς στο τρίπτυχο της τραγικής, δραματικής και θεατρικής διάστασης που τέθηκε πιο πάνω. Οπωσδήποτε δεν ήταν ένα αντιπροσωπευτικό ανέβασμα των Βακχών – ίσως ατυχής επιλογή για τους ξένους τουρίστες που παρακολούθησαν την παράσταση-, αλλά αν θέλαμε να αποδώσουμε έναν χαρακτηρισμό θα αναφερόμασταν σε μια ευσύνοπτη εξιστόρηση ενός από τους πιο τραγικούς μύθους της δραματικής ποίησης. Ωστόσο, η τραγικότητα των ηρώων, η ανάδειξη των τραγικών συστατικών (ύβρις, άτις, νέμεσις, τίσις) δεν υπήρξαν -εμφανείς τουλάχιστον- στόχοι κάνοντας την πρόταση να μοιάζει ελλιπής.

Ektoras Lygizos vakxes eidame 4

Φουαγιέ

Συγκρατημένο γενικώς ήταν το κοινό, μόλις το 1/3 του θεάτρου της Επιδαύρου στην πρεμιέρα της Παρασκευής, στο χειροκρότημά του. Οι πιο ειδικοί δήλωναν τις ενστάσεις τους για ένα εγχείρημα που θύμιζε περισσότερο θεατρική άσκηση καθώς άφησε μια flat και μονοδιάστατη εντύπωση, με εμφανή την έλλειψη δραματουργικής διάστασης, η όποια ένταση ήταν μόνο υποβόσκουσα, οι κορυφώσεις απουσίαζαν και ίσως εν τέλει δεν υπήρχε ουσιαστική συναίσθηση της βάσης του, το πιο συγκινησιακό δηλαδή έργο του Ευριπίδη. Αντίθετα διάχυτη ήταν μια προκλητική αποστασιοποίηση από αυτό, μια αίσθηση cool που απέχει από δραματικές ιστορίες, πόσο δε αυτού του μεγέθους.

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις