Κατερίνα Ευαγγελάτου: Απαιτητικός σκηνοθέτης δεν θα πει δύσκολος αλλά σωστός στη δουλειά του
Δέκα χρόνια σκηνοθεσιών και επιτυχιών μετά, δοκιμάζει την πρώτη της παράσταση στην Επίδαυρο με την «Αλκηστη» του Ευριπίδη. Στην πραγματικότητα, η Κατερίνα Ευαγγελάτου κατεβαίνει στον τόπο των παιδικών της αναμνήσεων. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Στα δάχτυλα των χεριών της έχει περασμένα, λεπτοκαμωμένα, χρυσά δαχτυλίδια. Στα χέρια της μπλέκει τα κολιέ που έχει περασμένα στο λαιμό. Ολα είναι οικογενειακά κειμήλια· γιατί η Κατερίνα Ευαγγελάτου επιδιώκει να φέρει μέσα και γύρω της ίχνη από τους ανθρώπους που την καθόρισαν, τον πατέρα της Σπύρο Ευαγγελάτο και τη μητέρα της Λήδα Τασοπούλου. «Είναι μέσα μου για τον κόσμο που έφεραν μαζί τους. Η ηθική στάση τους στη ζωή, η αφοσίωση τους απέναντι στη δουλειά, όλα…». Κι όλα αυτά ξυπνούν ξανά, τώρα, όσο πλησιάζει η μέρα για την κάθοδο της στην Επίδαυρο – η πρώτη σαν σκηνοθέτις – σ’ έναν τόπο όπου ξόδεψε μαζί τους όλα τα καλοκαίρια της.
Στην Επίδαυρο ένας, ακόμα, κύκλος ανοίγει για τη θεατρική ζωή της Κατερίνας Ευαγγελάτου με την «Αλκηστη» του Ευριπίδη (που σκηνοθετεί για λογαριασμό του Εθνικού θεάτρου), τη στιγμή που ένας άλλος, μόλις, έκλεισε: Το Σεπτέμβριο αναβιώνει στο Ηρώδειο τον «Αμύντα», την τελευταία σκηνοθεσία του πρόσφατα χαμένου πατέρα της.
Σ’ αυτή τη χρονική στιγμή των πολλών και μεγάλων συγκινήσεων κι ενός καλοκαιριού, πιο θερμού απ’ ότι αντέχουμε, πίνουμε “σπιτική” λεμονάδα με πολλά παγάκια στο καφέ του Νομισματικού Μουσείου και καθόμαστε αντικριστά για τη συνέντευξη, πάνω από ένα smart phone που μετράει το χρόνο αντίστροφα.
Πρώτη σκηνοθεσία στην Επίδαυρο: Έχει σημασία τελικά;
Αναμφίβολα! Αν κάποιος δε θέλει να απομυθοποιήσει την Επίδαυρο αυτή είμαι εγώ – τουλάχιστον από τη γενιά σκηνοθετών που ανήκω. Έχω και μια επιπλέον σύνδεση με το μέρος αυτό· η Επίδαυρος για μένα είναι βιωμένος τόπος. Είναι ο τόπος όπου ενηλικιώθηκα, τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, οι πρόβες και οι παραστάσεις των γονιών μου, οι πρόβες και οι παραστάσεις αργότερα ως βοηθός του Λευτέρη Βογιατζή. Φαντάσου πως με την οικογένεια μου μέναμε στο «Ξενία» κι όλες μου οι μνήμες είναι μοιάζουν με ένα συγκινητικό πάντρεμα φύσης, θεάτρου και καθημερινότητας. Αυτό είναι το ένα κομμάτι, το συναισθηματικό. Από την άλλη, έρχεται το επαγγελματικό, το δέος μπροστά σε αυτό το χώρο. Γιατί αν κάποιος πει ότι η Επίδαυρος είναι ένα ακόμα θέατρο, μάλλον οι κεραίες του δεν είναι οξυμένες. Για όλους αυτούς τους λόγους, η τωρινή είναι μια πολύ σημαντική στιγμή για μένα – η οποία δεν ήρθε παρορμητικά αφού και στο παρελθόν μου είχε τεθεί η πρόταση αλλά δεν είχα νιώσει έτοιμη να το κάνω.
Πως ήταν η πρώτη επίσκεψη στην Επίδαυρο από τη στιγμή της ανάθεσης και μετά;
Πέρασαν μήνες από την ανάθεση προκειμένου να ταξιδέψουμε στην Επίδαυρο με κάποιους από τους συνεργάτες μου κι ομολογώ πως ήταν πολύ διαφορετικά. Είχε φύγει πολύ πρόσφατα και ο πατέρας μου από τη ζωή και η επίσκεψη ήταν ένα σοκ, συνδέοντας την με τη μνήμη του. Ήταν ένας χώρος που λάτρευε κι εκείνος και η μητέρα μου – είναι γνωστό ότι και ο Σπύρος Ευαγγελάτος ήταν ο σκηνοθέτης με τις περισσότερες σκηνοθεσίες στην Επίδαυρο όπως και η Λήδα Τασοπούλου, η ηθοποιός με τις περισσότερες παρουσίες. Δεν το αναφέρω τόσο για ποσοτικούς όσο για ποιοτικούς λόγους· γιατί η παρουσία τους εκεί πήγασε από έναν έρωτα προς τον τόπο που δεν μπορείς να καταλάβεις αν δεν ξεκινήσεις να μπαίνεις κι εσύ σ’ αυτή τη διαδικασία. Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά, η πρώτη μου επίσκεψη στην Επίδαυρο σήμανε κάτι πολύ παράξενο για μένα, έπρεπε ξαφνικά να συνειδητοποιήσω ακαριαία το θάνατο του πατέρα μου απλώς και μόνο κοιτάζοντας το κοίλον της Επιδαύρου. Μετά, φυσικά, άρχισε η αγωνία.
Ήταν παράξενο να δουλεύεις πάνω σ’ ένα κείμενο του αρχαίου δράματος χωρίς να μπορείς να προστρέξεις στη γνώμη του πατέρα σου;
Μου λείπει πολύ η ματιά και η σκέψη του· και είναι μεγάλο πλήγμα που για τόσο λίγο δεν πρόλαβε το ανέβασμα. Ωστόσο, όταν μου έγινε η πρόταση από το Εθνικό, ο πατέρας μου ήταν ακόμα υγιής και ακμαίος και όχι μόνο συζητήσαμε για το έργο μα είχε ενθουσιαστεί για την επιλογή μου. Είχε ζήσει, βλέπεις, την αγωνία μου να ψάχνω επί δύο μήνες έργο και να μην καταλήγω κάπου.
Πως έφτασες λοιπόν στην Αλκηστη;
Μετά από τρομερές περιπέτειες ανάγνωσης γιατί είμαι πια πολύ δύσκολη σε αυτό κι όσο περνούν τα χρόνια γίνομαι δυσκολότερη. Ο πραγματικός λόγος που δεν είχα σκηνοθετήσει μέχρι τώρα για την Επίδαυρο ήταν αυτός: Ποτέ μέχρι σήμερα δεν ήμουν σίγουρη για το έργο. Διαβάζοντας την «Αλκηστη» όμως είπα «εδώ είμαστε, τέλος»· έπαθα έναν ακαριαίο έρωτα, έπαθα σοκ με το πόσο μοντέρνο είναι το κείμενο. Δεν έχουμε αλλάξει ούτε λέξη, είναι αυτούσιος Ευριπίδης, ένα τόσο αδυσώπητο και κυνικό έργο, σαρκαστικό και σπαρακτικό. Κριτικό απέναντι στην κοινωνία, έντονα πολιτικό, σχολιαστικό πάνω στη θέση της γυναίκας.
Που στρέφεις την ανάγνωση σου;
Η Αλκηστη είναι ένα πολύ περίεργο κείμενο: Δεν είναι τραγωδία, αντίθετα, σε στιγμές, αγγίζει τα όρια της παρωδίας. Γράφτηκε και παίχτηκε στη θέση του σατυρικού δράματος στην τετραλογία του Ευριπίδη. Εχει ένα πολύ παράξενο τέλος – που κάποιοι χαρακτηρίζουν happy end κι άλλοι αινιγματικό. Η Αλκηστη επιστρέφει από τον Κάτω Κόσμο αλλά και όχι. Στην τελευταία σκηνή, εμφανίζεται εντελώς βουβή. Ο βασιλιάς Αδμητος αρνείται να πεθάνει – ενώ αυτή είναι η μοίρα του – και στον αντίποδα ζητάει από άλλους να πεθάνουν στη θέση του· κάτι που θεωρείται καθόλα νόμιμο από τους πολίτες της χώρας! Στο μεταξύ, οι υπέργηροι γονείς του κάνουν πίσω και η μόνη που δέχεται να πάρει τη θέση του στον Αδη είναι η νεαρή γυναίκα του. Η διάθεση μου, λοιπόν, είναι να αναδείξω όλα αυτά τα λοξά, κυνικά στοιχεία του έργου όσο και τα βαθιά ποιητικά. Η οπτική μας βρίσκεται συνέχεια στην κόψη· συνδυάζει δύο κόσμους, τον ωμό ρεαλισμό και τη μαγεία της ποίησης, μια μεταφυσική διάσταση αλλά και μια διάσταση κυνικής προστυχιάς. Ο θεατής θα αντιμετωπίσει διαφορετικές ατμόσφαιρες από επεισόδιο σε επεισόδιο.
Η πρώτη μου επίσκεψη στην Επίδαυρο σήμανε κάτι πολύ παράξενο για μένα, έπρεπε ξαφνικά να συνειδητοποιήσω ακαριαία το θάνατο του πατέρα μου
Για ποιο λόγο θαυμάζεις τη χειρονομία της Αλκηστης;
Καταρχάς, να πω ότι δεν την θαυμάζω. Στέκομαι με τεράστια απορία για το πως μπορεί αυτή η πανέξυπνη γυναίκα να δίνει τη ζωή της για τον άνδρα της. Δεν ξέρω κανέναν που θα θυσιαζόταν για το σύντροφό του, πόσω μάλλον που εδώ δεν πρόκειται για πράξη ρομαντισμού. Η θυσία της Αλκηστης γίνεται μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο που της υπαγορεύει να πράξει με αυτόν τον τρόπο και της απαγορεύει να αρνηθεί να προσφέρει τον εαυτό της.
Ποια είναι η θέση σου απέναντι στη θυσία;
Δεν μπορώ να δω τη θυσία αποκομμένη από το περιβάλλον στο οποίο συμβαίνει. Η Αλκηστη κινείται σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον που τοποθετεί χαμηλά την αξία της ζωής της γυναίκας συγκριτικά με αυτή του άνδρα. Δεν μπορώ να συλλογιστώ σωστά, αν δω τη θυσία της εκτός πλαισίου. Γι’ αυτό και η παράσταση έχει σαφή αναφορά σε στρατιωτικό καθεστώς περασμένων δεκαετιών.
Ωστόσο, στην εποχή μας η αξία της ανθρώπινης ζωής έχει υποβαθμιστεί ανεξαρτήτως φύλου.
Ναι, έτσι είναι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υφίσταται και ανισότητα μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Η’ πως τέτοια φαινόμενα συμβαίνουν μόνο στις υπανάπτυκτες κοινωνίες κι όχι στις δυτικές όπου αξιολογούμε ως προοδευτικές. Η γυναίκα βρίσκεται ουραγός. Δες τις επαγγελματικές διακρίσεις και τις ελάχιστες φορές που συναντάμε γυναίκες σε θέσεις ισχύος.
Μπροστά στο θάνατο οργιάζει η ανθρώπινη δειλία;
Ναι, μα είναι και κάτι είναι απολύτως ανθρώπινο. Παίρνοντας ως παράδειγμα τον Αδμητο, έναν κατά τα άλλα γελοίο ήρωα, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορείς παρά να συνταχθείς απόλυτα μαζί του. Στ’ αλήθεια ποιος από εμάς θα έλεγε «ναι, δέχομαι να πεθάνω», πόσω μάλλον όταν του δινόταν ένα θεϊκό προνόμιο να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση του; Το ζήτημα για μένα εδώ, δεν είναι μόνο ο φόβος του θανάτου αλλά το ότι υπάρχει ο άνθρωπος που αποδέχεται ένα τέτοιο προνόμιο, που πιστεύει πως η ζωή του αξίζει περισσότερο από τη ζωή ενός άλλου. Και γίνεται ακόμα μεγαλύτερο ζήτημα όταν μιλάμε για έναν εκπρόσωπο εξουσίας.
Αυτό όμως, δεν είναι γενικότερα ίδιον της εξουσίας;
Ναι, στο έργο επιβεβαιώνεται εις διπλούν αυτό. Αρνείται να πεθάνει ο Αδμητος όπως και ο πατέρας του, ο ηλικιωμένος, πρώην βασιλιάς Φέρης. Ομως, αισθάνομαι πως δεν φταίει μόνο η αλαζονεία της εξουσίας αλλά και η γλυκιά ζωή που είναι «μία για όλους». Ετσι κι αλλιώς, με το θάνατο κανείς δεν μπορεί να κάνει παζάρια, όλοι είμαστε ίσοι απέναντι του. Οπως λέει και ο Ηρακλής «οι θνητοί, είναι θνητοί· πεθαίνουν όλοι. Κανείς δεν ξέρει αν αύριο θα ζει». Απλώς ο καθένας μας βρίσκει έναν τρόπο να το ξεχάσει, να το απωθήσει, να το παλέψει είτε κανοντας παιδιά, είτε χτίζοντας μέγαρα κι αυτοκρατορίες, είτε ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο. «Κάνοντας οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου», όπως λέει κι ο Εμπειρίκος.
Εσύ τι κάνεις για να ξορκίσεις αυτό το φόβο;
Κάνω θέατρο. Αν και όλα είναι μάταια – και η τέχνη του θέατρου η πιο μάταιη απ’ όλες. Δε μένει τίποτα. Οταν ένας άνθρωπος του θεάτρου πεθαίνει σε μερικά χρόνια κανείς δεν θυμάται ποιος ήταν. Κι αν δε, πεθάνουν οι θεατές των παραστάσεων του, δεν απομένει τίποτα να τον θυμίζει. Το θέατρο είναι μια στάχτη στον αέρα – γι’ αυτό λοιπόν έχει σημασία να βρίσκεσαι με ανθρώπους που σου προσφέρουν ευχαρίστηση, απόλαυση. Κι απόλαυση για μένα σημαίνει δημιουργία, να προσπαθώ για το ανέφικτο.
Αν ο άνθρωπος είχε την επιλογή να αντιστέκεται στη φυσική νομοτέλεια του θανάτου πως θα έμοιαζε ο κόσμος που θα δημιουργούνταν γύρω μας;
Οποιος προσπαθεί ν’ αντισταθεί στο θάνατο μόνο στη γελοιότητα θα οδηγηθεί. Βεβαίως, ο άνθρωπος στην πάλη με το θάνατο έχει δημιουργήσει και επιτεύγματα. Οπότε, από τη στιγμή που όλοι κατανοούμε ότι μια ζωή την έχουμε και δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα, οφείλουμε να την αφουγκραστούμε με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας. Ακόμα κι αν αυτός ο τρόπος, τον εκθέτει.
Απόλαυση για μένα σημαίνει δημιουργία, να προσπαθώ για το ανέφικτο
Η γνώση για τη «μια ζωή» σε βάζει σε μεγαλύτερη εγρήγορση;
Ο καθένας από εμάς οδηγείται από την ηθική του. Η στάση απέναντι στη θνητότητα μας είναι κάτι που δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Παριστάνουμε σαν να μην υπάρχει. Γιατί, η αλήθεια είναι πως εδώ που καθόμαστε μπορεί να πέσει το κτήριο πάνω μας και να μας πλακώσει. Εγώ, πάλι, βρίσκω τον τρόπο να ζω μέσα από το θέατρο. Μπορεί για κάποιους να μην είναι και πολύ φυσιολογικό – γιατί υπάρχουν περίοδοι που χάνω το μέτρο, που δεν μπορώ να συντονιστώ με πράγματα εκτός πρόβας. Είναι φορές που στα μάτια μου δεν υπάρχει τίποτα εκτός του θεάτρου. Είμαι τόσο δοσμένη σ’ αυτό που όταν μπαίνω στην περιδίνηση του, χάνομαι. Μπορεί να ξεχάσω να φάω.
Ανακαλώντας προσωπικές εμπειρίες ανατρέπεται ο πόνος και το πένθος;
Δεν ανατρέπεται. Μαθαίνεις να ζεις με τον πόνο του που σταδιακά γίνεται πιο υπόκωφος – αλλά είναι εκεί.
Μεγαλώνοντας έμαθες να παίρνεις τη ζωή λιγότερο σοβαρά;
Αυτό νομίζω έρχεται έτσι κι αλλιώς με την ωριμότητα και φυσικά με την απώλεια αγαπημένων προσώπων – με τις απώλειες γενικώς. Μπορεί μια προδοσία, η απώλεια ενός φίλου να σε κάνει να νιώσεις ότι πρέπει να πατάς πιο ελαφρά. Ακόμα και ο χώρος που κινούμαι μ’ έχει γυμνάσει αλλιώς. Είμαι πιο ψύχραιμη απ’ ότι όταν ξεκίνησα να σκηνοθετώ και αξιολογώ με πιο προσεκτικό τρόπο πρόσωπα, συμπεριφορές και καταστάσεις.
Τι έχει αλλάξει σε σένα με το πέρασμα των χρόνων;
Πάρα πολλά. Δεν είμαι ο ίδιος ο άνθρωπος που ήμουν πριν από πέντε ή δέκα χρόνια. Νομίζω, είμαι άλλη προς το καλύτερο.
Είναι φορές που στα μάτια μου δεν υπάρχει τίποτα εκτός του θεάτρου. Είμαι τόσο δοσμένη σ’ αυτό που όταν μπαίνω στην περιδίνηση του, χάνομαι
Πως καταλαβαίνεις τον εαυτό σου; Είσαι δύσκολη, απαιτητική σκηνοθέτις;
Απαιτητικός δεν θα πει δύσκολος σκηνοθέτης – θα πει σωστός στη δουλειά του. Αν δεν είσαι απαιτητικός τότε γιατί να κάνεις αυτή τη δουλειά; Οπως και οι άλλοι έχουν απαιτήσεις από σένα, έτσι κι εσύ έχεις απαιτήσεις από τους άλλους. Οσοι άνθρωποι θαύμασα σε αυτό το χώρο ή συνεργάστηκα μαζί τους ήταν όλοι απαιτητικοί· και όσοι τους περιέβαλλαν επαγγελματικά το γούσταραν αυτό. Για μένα αυτός είναι ο τρόπος να κάνεις θέατρο. Το θέατρο δεν γίνεται με παραχωρήσεις, με το να περνάς ξυστά από τα πράγματα. Κάθε άνθρωπος που αγαπάει αυτό που κάνει, οφείλει να είναι απαιτητικός με τους συνεργάτες του για να μην τους εκθέσει. Κι επίσης, να είναι απαιτητικός με τον εαυτό του, απέναντι στη μετριότητα που καραδοκεί, απέναντι σ’ έναν πήχη που για να παραμείνει ψηλά χρειάζονται τεράστιες θυσίες. Το ζήτημα για ένα σκηνοθέτη δεν είναι να είναι αρεστός, αλλά να μπορέσει να μείνει πιστός στα ιδανικά του, να εμπνεύσει τους γύρω του. Γιατί, στ’ αλήθεια, δεν ξέρω τίποτα αξιόλογο που δεν κατακτήθηκε με μόχθο, που δεν είχε σύγκρουση και διαφωνία. Ακόμα κι αν στο τέλος δεν κατακτηθεί πλήρως ένας στόχος είναι ωραίο να γνωρίζεις ότι κατά την διάρκεια της προσπάθειας δεν σου αρκεί ποτέ αυτό που έχεις στα χέρια σου. Εχει σημασία να προσπαθείς να κάνεις κάτι σημαντικό για σένα, ώστε να γίνει σημαντικό και για εκείνους που θα το παρακολουθήσουν.
Αναγνωρίζεις ωστόσο την αδυναμία κάποιων να ακολουθήσουν αυτόν τον τρόπο;
Φυσικά. Είναι δικαίωμα τους. Ο καθένας βρίσκεται σε αυτή τη δουλειά για διαφορετικούς λόγους, έχει άλλες αντοχές, του αρέσει να δουλεύει ή να νομίζει ότι δουλεύει. Με ρώτησες πριν αν είμαι δύσκολη σκηνοθέτις. Μα η δουλειά του σκηνοθέτη είναι δύσκολη γιατί έχει να κάνει με την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του άλλου – δεν μπορείς να μην ακουμπήσεις τον άλλο και το αντίστροφο. Υπάρχει πρόβλημα αν ο σκηνοθέτης έχει ένα κλειστό υλικό να διαχειριστεί, αν έχει απέναντι του έναν άνθρωπο που δεν δέχεται πως είναι μέρος ενός συνόλου και φιλτράρει τα πράγματα σε σχέση με τη μοναδικότητα του. Οπότε, εδώ ο σκηνοθέτης ή θα πρέπει να μείνει πιστός στο όραμα του αναλαμβάνοντας το κόστος που του αναλογεί ή θα κάνει πρόβα δύο ταχυτήτων. Νομίζω όμως, πως ένας επικεφαλής που σέβεται το σύνολο δεν μπορεί να υποχωρήσει μπροστά σε κάτι τέτοιο.
Εκεί αποδίδεις και τις όποιες ενστάσεις υπήρξαν κατά τη διάρκεια προετοιμασίας της «Αλκηστης»;
Δεν θα αναφερθώ σε κουτσομπολιά γιατί εκτιμώ πως πρέπει να προστατευθούν οι άνθρωποι με τους οποίους επιλέξαμε να μην συνεχίσουμε τη συνεργασία μας αλλά κυρίως οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι αυτή τη στιγμή. Δεν μου αρέσει να μιλάω επί προσωπικού σε δημόσιο έδαφος. Αν έχω κάτι να πω, το λέω στον άλλο κατάματα.
Σε αποπροσανατόλησε αυτό από τη δουλειά;
Οχι, καθόλου, ούτε εμένα ούτε και τους άλλους 30 συνεργάτες που εργάζονται γι’ αυτήν την παράσταση.
Δεν ανατρέπεται το πένθος. Μαθαίνεις να ζεις μ’ ενα πόνο που σταδιακά γίνεται πιο υπόκωφος
Το Σεπτέμβριο σε περιμένει και μια δεύτερη παράσταση, η αναβίωση του «Αμύντα» στο Ηρώδειο, της τελευταίας σκηνοθεσίας του πατέρα σου.
Η αναβίωση αυτή είχε σχεδιαστεί από το Ελληνικό Φεστιβάλ λόγω επιτυχίας κι επειδή παίχτηκε μόνο μια βραδιά θεωρήσαμε ότι θα ήταν κρίμα να μην επαναληφθεί. Αυτό που καλούμαι να κάνω εγώ είναι να αναβιώσω την παρτιτούρα του πατέρα μου κατά γράμμα μαζί με τους ηθοποιούς του. Ο «Αμύντας» είναι μια σπαρταριστή κωμωδία και νομίζω ότι είναι πολύ σπουδαίο που το Φεστιβάλ αποφάσισε να τιμήσει έτσι τη μνήμη του.
Θα έλεγες πως είναι κι ένας προσωπικός φόρος τιμής;
Για μένα προσωπικός φόρος τιμής τόσο για τον πατέρα μου όσο και για τη μητέρα μου είναι η «Αλκηστη». Ο «Αμύντας» είναι πιο πολύ ένα χρέος.
Τελικά, είσαι άνθρωπος του καθήκοντος ή του συναισθήματος;
Μα και το χρέος συναίσθημα είναι. Είναι μια ηθική υποχρέωση και ανάγκη. Και ναι, η αίσθηση του καθήκοντος είναι από τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητας μου. Επίσης, θέλω να αναφέρομαι σε ανθρώπους στους οποίους οφείλω πράγματα, που τους χρωστώ, στους δασκάλους μου ή σ’ εκείνους που μου έδειξαν γενναιοδωρία και βήμα από πολύ νωρίς – όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Γιάννης Χουβαρδάς και ο Στάθης Λιβαθινός. Αλλά και σε συνομιλήκους μου συνεργάτες και δημιουργούς οι οποίοι δείχνουν συγκινητική αφοσίωση σε ό,τι κάνουμε μαζί.