Ο ήρωας της ταινίας, ο Ακατόνε, φυτοζωεί σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης, με τα χρήματα μιας ιερόδουλης, της Μανταλένας. Όταν η γυναίκα καταλήγει στη φυλακή, αυτός τα βρίσκει σκούρα, προσπαθεί να τα ξαναβρεί με τη γυναίκα του (που ζει μαζί με το παιδί τους στο πατρικό της) αλλά τελικά αποτυγχάνει κι αποφασίζει να κάνει τον προαγωγό, βάζοντας στη θέση της Μανταλένας, τη Στέλλα, μια νέα του γνωριμία. Η κοπέλα όμως δεν είναι φτιαγμένη για τη σκληρή ζωή του πεζοδρομίου και τότε ο Ακατόνε αποφασίζει να βρει κάποια δουλειά, για να μπορέσει να συντηρήσει τον εαυτό του και τη Στέλλα…
‘’Αν διάλεξα να είμαι κινηματογραφιστής και όχι μόνο συγγραφέας, είναι επειδή προτίμησα αντί να εκφράζω την πραγματικότητα με σύμβολα, όπως είναι οι λέξεις, να εκφράζω μέσω του κινηματογράφου την πραγματικότητα με την πραγματικότητα.’’ έλεγε ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Καταξιωμένος ποιητής και μυθιστοριογράφος ήδη από τη δεκαετία του ’50, και κατόπιν συνεργάτης σε σενάρια αρκετών ταινιών, ο Παζολίνι κάνει στην Ιταλία το 1961 την πρώτη ολοκληρωμένη κινηματογραφική του κατάθεση, εκπλήσσοντας όσους τον θεωρούσαν απλώς συγγραφέα. Το «Accatone» ενοχλεί πολλούς και διχάζει τους κριτικούς που το χαρακτηρίζουν άλλοι ως μια ταινία του ιταλικού νεορεαλισμού και άλλοι ως μια ταινία στους αντίποδες του νεορεαλισμού, λόγω της τρυφερής της ματιάς στο λούμπεν προλεταριάτο. Η δύναμη των εικόνων της, η βία, το χιούμορ, το εκτυφλωτικό μεσογειακό λιοπύρι εγκαινιάζουν τη λαμπρή και σύντομη διαδρομή ενός τεράστιου και τραγικού δημιουργού. Μια ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του ίδιου του σκηνοθέτη «Μια βίαιη ζωή», λιτή και υποβλητική, γυρισμένη σε ασπρόμαυρο για την οποία ο Βασίλης Ραφαηλίδης έγραψε «μια ποιητική σπουδή της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς του λούμπεν και λιγότερο μια ρεαλιστική περιγραφή του άγονου βίου του και της «αμαρτωλής» πολιτείας του. Για τον Παζολίνι, οι λούμπεν δεν είναι διεστραμμένα τέρατα αλλά άνθρωποι με υποσταθμισμένη την κοινωνική τους συνείδηση στο «βαθμό μηδέν», αποκομμένοι τελείως από το ιστορικό-κοινωνικό γίγνεσθαι στο οποίο αρνούνται να μετάσχουν, δημιουργώντας έτσι μια παρακοινωνία που ενεργεί στο περιθώριο της κοινωνίας — και εναντίον της».
Κωνσταντίνος Καϊμάκης