Flâneur#31:Θεατρικές επιχορηγήσεις: επανεκκίνηση ή back to ’80’s;
Σχεδόν οι μισοί απ’ όσους κατέθεσαν πρόταση, πήραν μικρότερα ή μεγαλύτερα ποσά στην «επανεκκίνηση» του θεσμού των επιχορηγήσεων που είχε σταματήσει το 2011. Εκατόν εξήντα έξι (166) σχήματα και ομάδες κατέθεσαν πρόταση, 80 τελικά επιχορηγήθηκαν, σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, την Τρίτη 25 Ιουλίου. Ογδόντα, παλαιότερες ή νεότερες ομάδες ή σχήματα θεατρικά μοιράζονται, τελικά, το ποσόν του 1.005.000 ευρώ!
Εδώ και κάμποσα χρόνια ισχύει ο θεσμός των επιχορηγήσεων, από τη δεκαετία του ’80. Τότε βέβαια, και λιγότερα ήταν τα σχήματα, και περισσότερα ήταν τα χρήματα. Τώρα είναι πολλά που άλλαξαν: οι θεατρικές ομάδες και τα σχήματα πλήθυναν. Νέοι θεατρικοί χώροι, μικρότεροι, μεγαλύτεροι, επαρκείς ή λιγότερο επαρκείς, υπάρχουν παντού. Και σχεδόν όλοι κάνουν πολλές παραστάσεις κάθε χρονιά. Η υπερπροσφορά είναι αυτό που χαρακτηρίζει το ελληνικό θέατρο τα τελευταία χρόνια.
Όταν είδα το δελτίο Τύπου του υπουργείου αναρωτήθηκα τι ακριβώς λύνει και πώς βοηθάει μακροπρόθεσμα αυτός ο τρόπος παροχής βοήθειας την τέχνη. Πόσο ακριβώς «θα συμβάλει στην ενίσχυση της θεατρικής δημιουργίας και στη στήριξη του καλλιτεχνικού δυναμικού», (όπως ακριβώς αναφέρει η ανακοίνωση του υπουργείου); Με μία άπαξ ενίσχυση μίας παράστασης; Αυτό είναι το ζητούμενο;
Ναι, σε δύσκολους καιρούς, που η τέχνη είναι διαφυγή, είναι παρηγοριά, είναι και παιδεία, μια πολιτεία οφείλει να ενισχύει τους φορείς της τέχνης. Ακόμα κι αν αυτοί οι φορείς είναι «επαγγελματικά σχήματα του Ελεύθερου Θεάτρου», ελεύθεροι επαγγελματίες δηλαδή.
Αλλά τι ακριβώς θα λύσει μια εφάπαξ «βοήθεια»; Θα καλύψει κάποια λειτουργικά έξοδα, κάποια έξοδα παραγωγής, κάποιες πρώτες ανάγκες για να στηθεί μια παράσταση. Και μετά; Μετά η κάθε παράσταση θα «κολυμπήσει» στην υποδοχή και την αποδοχή του κοινού, που έτσι κι αλλιώς είναι ο βασικός και μόνιμος χορηγός της κάθε τέχνης.
Πώς μπορεί να στηρίξει το σύγχρονο θέατρο μια πολιτεία, που τυχαίνει να έχει επικεφαλής στο υπουργείο Πολιτισμού έναν άνθρωπο που προέρχεται από το θέατρο; Μοιράζοντας (από λίγα στον καθένα) το μικρό ποσόν που εξασφάλισε; Καλλιεργώντας το σκεπτικό του ετήσιου «συσσιτείου», όπως έλεγε τις επιχορηγήσεις παλαιότερα ένας καταξιωμένος θεατράνθρωπος;
Δεν υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι να στηριχθούν οι νέοι καλλιτέχνες; Η επιχορήγηση των μεταφράσεων και των μεταφραστών για τα σύγχρονα ξένα θεατρικά έργα θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος (άρα και η επικοινωνία των καλλιτεχνών με αντίστοιχους του εξωτερικού). Η εξασφάλιση χώρων για δωρεάν πρόβες, θα μπορούσε να είναι ένας άλλος. Η ενίσχυση και η παρότρυνση της συνεργασίας και της συνέργειας κάποιων από τις πολλές νέες και ταλαντούχες ομάδες, είναι ένας ακόμη τρόπος (δημιουργώντας έτσι και αντίληψη συνεργασίας). Η δημιουργία ενός χώρου απ’ όπου θα μπορούν να δανείζονται σκηνικά, κοστούμια ή υλικοτεχνική υποδομή δεν θα ήταν ουσιαστική και διαρκής βοήθεια; Η επιβράβευση των σχημάτων που θα παρουσιάζουν σύγχρονα ελληνικά θεατρικά κείμενα, είναι ένας άλλος τρόπος. Η παροχή κινήτρων στους χορηγούς είναι ζητούμενο εδώ και χρόνια.
Αντ’ αυτών ή και άλλων ιδεών, το υπουργείο Πολιτισμού, το 2017 επιστρέφει σε πρακτικές της δεκαετίας του ’80, καλλιεργώντας μια λογική επετηρίδας και πελατειακών σχέσεων, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στο χώρο που γνωρίζει καλύτερα η επικεφαλής της οδού Μπουμπουλίνας και αδιαφορώντας για τις ελλείψεις και τα κενά σε άλλους βασικούς τομείς του πολιτισμού (π.χ. μουσεία ή στο τόσο συνδεδεμένο με την ιστορία του θεάτρου και τόσο παραμελημένο Θεατρικό Μουσείο).
Πολιτική του 21ου αιώνα με παλιά υλικά, χωρίς ιδέες και όραμα.