Συν & Πλην: “Ειρήνη” του Αριστοφάνη στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Θετικές και αρνητικές εντυπώσεις από την παράσταση «Ειρήνη» του Αριστοφανη, που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο στο φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου στις 21 και 22 Ιουλίου, σε μουσική Νίκου Κυπουργού και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη, και αποτέλεσε το πρώτο sold out των φετινών Επιδαυρίων.
Το έργο
Είναι η κωμωδία του Αριστοφάνη, που παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 421 π.Χ. και πήρε το δεύτερο βραβείο. Στην υπόθεσή του βλέπουμε τους θεούς του Ολύμπου να τιμωρούν τους Έλληνες για τον εμφύλιο σπαραγμό τους, εγκαταλείποντας τον Όλυμπο. Τη θεϊκή εξουσία σφετερίζεται ο Πόλεμος και κλειδώνει την Ειρήνη σε μια σπηλιά κι έτσι οι Έλληνες πολεμούν μεταξύ τους ασταμάτητα, η γη εγκαταλείπεται, οι σοδειές καταστρέφονται. Ένας αμπελουργός, ο Τρυγαίος, βαθιά απελπισμένος απ’ όλη αυτή την κατάσταση, αποφασίζει να πάρει την υπόθεση στα χέρια του, να πάει στον Όλυμπο και να συνομιλήσει απ’ ευθείας με τους θεούς. Πετάει μ’ ένα σκαθάρι, προς τον Όλυμπο, με σκοπό να απελευθερώσει την Ειρήνη ώστε να ξαναέρθει η ισορροπία και η γαλήνη στη γη. Το έργο παρουσιάστηκε λίγο πριν από την υπογραφή της Νικείου Ειρήνης, που έδινε ελπίδες για το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η παράσταση
Ήταν, ασφαλώς, ένα ακόμη τόλμημα του Εθνικού Θεάτρου, να «διαβάσει» αλλιώς την αρχαία κωμωδία. Πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησαν πέρυσι ο Νίκος Καραθάνος και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Νίκος Κυπουργός (που είχε την αρχική ιδέα), ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης που σκηνοθέτησε την παράσταση και τις πολλές και διαφορετικές καλλιτεχνικές αντιλήψεις και διαδρομές, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος που υπέγραψε το λιμπρέτο, τα μαγικά projection mapping που έφτιαξε ο Στάθης Μήτσιος και λειτούργησαν σαν λεζάντες στη δράση της παράστασης, ο Τζίμης Πανούσης, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου, η Καμεράτα και όλοι μα όλοι οι συντελεστές κατάφεραν να συνενωθούν, να συνυπάρξουν, να βάλουν ο καθένας το δικό του συγκριτικό πλεονέκτημα και να φτιάξουν κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό, που όμως ήταν Αριστοφάνης.
Πατούσε στον Αριστοφάνη για την ακρίβεια, πατούσε (λόγω του έξοχου λιμπρέτου) στους σύγχρονους εμφύλιους ή «εμφύλιους» σπαραγμούς των νεοελλήνων και στις παθογένειές του (κλισέ λέξη, αλλά ισχύει), δημιουργούσε συγκίνηση, δημιουργούσε ευφορία, δημιουργούσε θαυμασμό. Είχε χιούμορ, είχε ατάκες, είχε πολλή μουσική, είχε εξαιρετική κίνηση. Είχε χαρά, κέφι, συγκίνηση. Και είχε βέβαια, πριν από την έναρξη της παράστασης, τη γνωστή γάτα-σταρ, που έκανε το πέρασμά της από την ορχήστρα. Aγέρωχη και ατάραχη.
Τα Συν (+)
- Η μουσική. Δεν ήταν ίδια αυτή η παράσταση αν δεν υπήρχε αυτή η μουσική. Του Νίκου Κυπουργού. Που ήταν όπερα, που συνομιλούσε με τις μουσικές μας μνήμες, με μιούζικαλ, με δημοτικά, με βυζαντινά, με τον Μάνο Χατζιδάκι ασφαλώς. Και είχε και την Καμεράτα, τους μουσικούς της δηλαδή, να διαβάζει τις νότες και να τις μεταφέρει στ’ αυτιά μας.
- Το λιμπρέτο. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι ένα νέο παιδί, που φαίνεται να σκάβει. Μέχρι τώρα αυτό είχε δείξει. Αυτή τη φορά, με το λιμπρέτο του έδειξε ότι ξέρει να ενσωματώνει, να αφουγκράζεται, να έχει χιούμορ, χωρίς να κάνει ευτελές ένα κείμενο, να γίνεται κατανοητός απεμπολώντας την ευκολία, να θίγει με ευστοχία πολλά και διάφορα. Ειδικά ο μονόλογος του Πολέμου (Αιμιλιανός Σταματάκης) με όσα θέλει να βάλει στον… αποχυμωτή των συγκρούσεων, την ολιγαρχία, τα χρέη, την ανεργία, τους πρόσφυγες… Όλα. Υπάρχουν σημεία που συγκλονίζουν. Όπως εκείνο το «δεν την κυβερνούσε ο δήμος, αλλά ο φόβος». Ή εκείνο που αντιπαρατίθεται ο ορθός λόγος απέναντι στις θεωρίες συνωμοσίας που τόσο ευδοκιμούν. Ή σ’ εκείνο το υπέροχο (που απέσπασε αβίαστο χειροκρότημα), για την επιλογή του πρώτου πολίτη εκείνης (;) της χώρας: «Δεν είχαμε κι άλλες επιλογές. Ηταν ο πρώτος πρόθυμος να σκύψει…. (σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα) στα προβλήματα του λαού».
- Οι ερμηνείες. Ασφαλώς πολλοί πήγαν στην Επίδαυρο για τον Τζίμη Πανούση. Που αποδείχθηκε εξαίρετος επαγγελματίας και με υπέροχη φωνή. Είχε άνεση, είχε το γνωστό του μπρίο, πήρε πάνω του όλη την παράσταση για μεγάλα διαστήματα. Και είχε δίπλα του τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, του οποίου δεν θαυμάσαμε μόνο για τη φωνή, αλλά και τη θεατρικότητά του. Και είχε δίπλα του όλα εκείνα τα φοβερά παιδιά του χορού (με επικεφαλής τον Νίκο Καρδώνη και την Ευαγγελία Καρακατσάνη) που στήριξαν κάθε κίνηση, κάθε φωνητική συνομιλία.
- Το projection mapping. Οι τυχεροί που το είδαν από ψηλά το απόλαυσαν περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά και από τις πρώτες σειρές του κοίλου εντυπωσίαζε αυτό που έφτιαξε ο Στάθης Μήτσιος συνόδευσε τα βήματα των ηθοποιών, υπογράμμισε στιγμές, εντυπωσίασε. Και ήταν το μόνο σκηνικό σε μια ολόγυμνη ορχήστρα. Και την γέμισε.
- Η σκηνοθεσία. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης δεν είχε καθόλου εύκολη δουλειά να κάνει. Σχεδίασε και συντόνισε εύστοχα όλους αυτούς τους ανθρώπους, όλες αυτές τις διαφορετικότητες. Νομίζω ότι τα εύσημά του εντοπίζονται στο σχεδίασε και συντόνισε. Και δεν ήταν καθόλου λίγο.
- Η χορογραφία. Η Σεσίλ Μικρούτσικου έκανε για άλλη μια φορά σπουδαία δουλειά. Διόλου εύκολη. Έστησε Ζωφόρους του Παρθενώνα με τα σώματα του χορού, έστησε χορούς, ταγκό, διάφορα.
Τα Πλην (-)
- Μικροί πλατιασμοί. Ειδικά προς το τέλος, φάνηκε να χάθηκε λίγο ο ρυθμός, φάνηκε να χρειαζόταν λίγο περισσότερο σφίξιμο, εκεί, στη σκηνή του γάμου του Τρυγαίου με την Οπώρα. Μετά την απελευθέρωση της Ειρήνης, γενικά ήθελε λίγο σφίξιμο η όλη δουλειά. Αλλά και πάλι δεν είναι προς θάνατον.
- Η παρουσία της Ειρήνης. Μου φάνηκε κάπως λίγη, κάπως πετσοκομμένη, η σοπράνο Ειρήνη Καραγιάννη, παρότι έκανε ό,τι μπορούσε. Κάπου σ’ εκείνο το σημείο χάθηκε (δεν αναδείχθηκε) η αίγλη της Ειρήνης, η χαρά της απελευθέρωσης.
Το άθροισμα (=)
- Ήταν μια παράσταση ευφρόσυνη, συγκινητική, με σκέψη, με προβληματισμούς, αλλά και με πολύ χιούμορ. Ήταν ένας Αριστοφάνης διαφορετικός, αλλά ήταν Αριστοφάνης και ήταν κι ένας «δικός μας» Αριστοφάνης. Που συνομίλησε με το κείμενο, με το βιτριολικό χιούμορ αυτού του σπουδαίου ποιητή, με τις αγωνίες του (και τις αγωνίες μας). Αυτό δεν είναι το ζητούμενο τόσα χρόνια; Πάντως, φαίνεται ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί όλες εκείνες οι αριστοφανικές-επιθεωρησιακές-εύπεπτες παραγωγές, που βανδάλιζαν το κείμενο. Φαίνεται να έχουμε γλιτώσει από εκείνους τους φαλλούς που αιωρούνταν με διάφορους τρόπους στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Και φαίνεται να αναζητούμε, να αναζητούν οι νέοι δημιουργοί, έναν νέο τρόπο συνομιλίας με τα κλασικά κείμενα.
Φεύγοντας από το Αρχαίο Θέατρο πήραμε μαζί μας εκείνο το γνέψιμο στους μουσουργούς που δεν είναι πια εδώ, εκείνον τον χαμηλόφωνο, σαν ψαλμωδία, αποχαιρετισμό, στον Μάνο Χατζιδάκι, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Αττίκ…