Θεατής: Πέρσες στο Ηρώδειο από τον ΘΟΚ
Εντυπώσεις από την παράσταση “Πέρσες” του Αισχύλου που παρουσίασε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη την Τετάρτη 30 Αυγούστου.
Το έργο
Οι Πέρσες είναι το αρχαιότερο σωζόμενο δράμα. Βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, αρκετά πρόσφατα σε σχέση με τον χρόνο της εκτέλεσής τους. Το κείμενο κάνει αναφορά στην κατατρόπωση της περσικής δύναμης και την υπεροχή του ελληνικού στρατού.
Οκτώ περίπου χρόνια μετά τη λήξη των ελληνοπερσικών πολέμων ο Αισχύλος, πολεμιστής και αυτός, θα θυμίσει πώς συνέβη το Βατερλώ των Περσών στην καθοριστική ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.). Αυτά σε ένα πρώτο επίπεδο, το περισσότερο εμφανές. Συγχρόνως όμως, αν και συναντάμε περιεχόμενο σκληρό, με απώλειες και καταλόγους νεκρών από την ένοπλη σύγκρουση, έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο αντιπολεμικού χαρακτήρα: η αλαζονεία οδηγεί στην ύβρη και επακόλουθό της είναι η τιμωρία. Η υπέρβαση του μέτρου δεν έχει να κάνει με ταυτότητες και λαούς, η ομοψυχία και η σύνεση είναι εκείνα που φέρουν την επάρκεια και τη συνοχή και όχι τα πλούτη και οι εφήμερες επιτυχίες (για τον ποιητή είναι ενδεικτικό το παράδειγμα των Περσών που κατέστρεψαν βωμούς και ιερά, αλυσόδεσαν τον Ελλήσποντο, εισέβαλαν στην ξένη γη, υπερεκτίμησαν με έναν λόγο εαυτούς, διαπράττοντας έτσι “ύβριν” που αναμενόμενα επιφέρει την “τίσιν”).
Η παράσταση
Η πρώτη και αυθόρμητη λέξη που έρχεται ως σχολιασμός για την παράσταση του Μπινιάρη είναι ότι πρόκειται για μεγαλούργημα. Στα πιο επιμέρους και αναλυτικότερα, σε ένα λιτό σκηνικό (μόνο μια κυρτή είσοδος), έχουμε την περίπτωση ενός ευτυχούς συνδυασμού κειμένου (καθοριστικής σημασίας η απτή και γήινη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά) ερμηνειών, μουσικής, κίνησης, εναρμονισμένα και συντονισμένα στον μέγιστο βαθμό.
Το πρώτο ξεχωριστό στοιχείο, εμφανές από την έναρξη κιόλας είναι η μουσικότητα, όχι με τη μορφή της τραγουδιστικής εκδοχής λόγου: τύμπανα και τζουράς στα χέρια μελών του χορού συμπράττουν με τη ρυθμική αφήγηση αλλά επιπλέον και μουσική υπόκρουση -αδρή ενίοτε- ως αναπόσπαστο κομμάτι που συντρόφευσε την παράσταση όχι μόνο στα χορικά της μέρη μα σε όλη της διάρκεια. Ένας μουσικός παλμός παρών συνεχώς, ένα παράλληλο μουσικό συμπάν εξελίσσεται ταυτόχρονα με τα επί σκηνής δρώμενα, το θεατρικό γίγνεσθαι ενώνεται με τρόπο εναρμονισμένο, σχεδόν φυσικό, με μουσικά γεγονότα (ακόμα και ένα γεωργιανό μοιρολόι έρχεται να κουμπώσει ανεπαίσθητα). Ουσιώδης σκηνοθετική απόφαση η ανάγνωση της τραγωδίας μέσα από ένα άτυπο ηχητικό περιβάλλον, αποδεικνύει το μουσικό αίσθημα-σφραγίδα του δημιουργού, γνωστό και από προηγούμενες δουλειές του, που εδώ όμως μοιάζει να βρίσκει την τελείωσή του.
Ένα ακόμα ιδιαίτερο στοιχείο αφορά στην παρουσία του χορού: στο συγκεκριμένο έργο ο Αισχύλος δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον χορό, αυτός είναι που εξασφαλίζει τη δέση αλλά και τη λύση της τραγωδίας. Αυτό φαίνεται πως έγινε πλήρως αντιληπτό από τον σκηνοθέτη καθώς έδωσε στον χορό βήμα όχι μόνο να σταθεί και να συμπληρώσει τους βασικούς χαρακτήρες, να ενσωματωθεί γύρω από αυτούς, αλλά να πρωταγωνιστήσει πλάθοντας ως σύνολο έναν ξεχωριστό ρόλο – σημείο αναφοράς: δεν συναντάμε σεβάσμιους γέροντες που ακούνε και φιλοσοφούν, αλλά έναν δυναμικό χορό στρατιωτών που ανταποκρίνονται με ψυχή και σώμα ως και την τελευταία εξελικτική λεπτομέρεια των τεκταινομένων.
Το κέντρο βάρος λοιπόν είναι ο χορός που τα μέλη του ως αυτόνομες μονάδες συνθέτουν ένα δεμένο σύνολο που δονείται επί σκηνής μεταφέροντας όλο το σφρίγος, την αγωνία, τον οδυρμό, την απελπισία, την παρηγοριά, κάθε δηλαδή μεγαλειώδες συναίσθημα που πηγάζει από το κείμενο. Με τη χρήση μάλιστα μικροφώνων εισχωρούμε στην παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά στις μεταστροφές του, σκέψεις, αισθήματα, ψίθυροι, όλα επί τάπητος. Ιδιαίτερη μνεία λοιπόν αξίζει στους 12 ηθοποιούς (Ηλίας Ανδρέου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μάριος Κωνσταντίνου, Παναγιώτης Λάρκου, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Μίνως, Ονησιφόρος Ονησιφόρου, Μάνος Πετράκης, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Σεβδαλής) που μαζί με τον Άρη Μπινιάρη, ως κορυφαίο, ενσάρκωσαν με αφοσίωση, αυτοσυγκέντρωση και εναρμονισμό τον πιο ενδιαφέροντα χορό που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.
Εστιάζοντας τώρα σε έναν άλλο κύριο ρόλο, αυτόν της Άτοσσας, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε σε μια -ακόμη- μεγαλειώδη στιγμή της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Με το ερμηνευτικό της ταλέντο αλλά και το προσωπικό της κύρος στάθηκε επάξια στον πολυεπίπεδο ρόλο, με τις ευδιάκριτες διακυμάνσεις και τις αντικρουόμενες διαθέσεις: είναι η άτεγκτη βασίλισσα που εκπροσωπεί την απόλυτη εξουσία αλλά ταυτόχρονα και η μάνα που αγωνιά για την τύχη του παιδιού της, θριαμβολογεί καθώς ακούει ότι είναι ζωντανό ακόμα και όταν όλος ο στρατός έχει χαθεί. Έγνοια της είναι πώς θα παραμείνει ο γιος της στην εξουσία και πώς θα διασωθούν τα υλικά τους αγαθά. Και όταν φτάσει η στιγμή που ως γυναίκα πιστή στον σύζυγό ζητά τη μεταθανάτια βοήθειά του προσφέροντας του χοές γινόμαστε όλοι μάρτυρες και συμμέτοχοι μιας μυσταγωγικής τελετής που παρόμοια της δεν έχουμε ξαναδεί. Επικαλούμενη τα πνεύματα, προσδοκά τον Δαρείο να έρθει να μιλήσει για τον χειρισμό της δύσκολης κατάστασης, στροβιλίζοντας το κεφάλι της επί ώρα, ως προϋπόθεση, θαρρείς, μιας υπερβατικής επικοινωνίας που γίνεται ακόμα πιο απαιτητική όταν εμφανίζεται ο Δαρείος και κείνη με κινήσεις περιστρεφόμενες που παραπέμπουν στον ανατολίτικο χορό των Δερβίσηδων συνομιλεί μαζί του με τρόπο καθάριο και σταθερό κάνοντας μας να αναρωτιόμαστε για αυτόν τον άθλο και τις αντοχές. Σίγουρα πρόκειται για την πιο δυνατή, καθηλωτική ας επιτραπεί η έκφραση, σκηνή της τραγωδίας, μακριά από τη συνήθη αναπαράσταση της με συνοπτικές διαδικασίες.
Αξιοπρόσεκτος ο Χάρης Χαραλάμπους στον ρόλο του Αγγελιοφόρου που μεταφέρει τα κακά μαντάτα στην αυλή των Περσών. Με ελεγχόμενη ένταση, χωρίς ακρότητες και υπερβολές μετέφερε επιτυχώς τις φρικτές εικόνες που πλαισιώνουν την ήττα.
Στο ύψος των περιστάσεων στάθηκε ο Νίκος Ψαρράς που η σκηνοθετική επιλογή τον ήθελε αμιγώς καταπραϋντικό, καθώς επιστρέφει από τον Άδη συνειδητοποιημένος για εκείνα που έχουν αξία στην επίγεια ζωή και καλεί τους υπηκόους -και κατ επέκταση όλους τους θνητούς- σε έναν πιο πνευματικό τρόπο συνύπαρξης. Ίσως μια εκδοχή περισσότερο νευρώδης ήταν επίσης ενδιαφέρουσα. Από την άλλη όμως είναι απαραίτητη και αυτή η πιο ήρεμη στιγμή για να ελαφρώσει η ψυχή από όλη την ένταση που έχει προηγηθεί.
Με επάρκεια στάθηκε ο Αντώνης Μυριαγκός στον ρόλο του Ξέρξη, θα μας ικανοποιούσε όμως μια πιο ευδιάκριτη ανάδειξη του συνόλου του ρόλου, το πέρασμα από τον αλαζόνα και δεσποτικό μονάρχη στον ηγέτη που σταδιακά συνειδητοποιεί τις ποικίλες απώλειες.
Κατάλληλα τέλος και σύμφωνα με το όλο πνεύμα κρίνονται τα κοστούμια (Ελένη Τζιρκαλλή) ενώ εύσημα πρέπει να αποδοθούν στη διδασκαλία της κινησιολογίας (Λία Χαράκη).
Το Σύνολο
Οι φετινοί “αθόρυβοι” Πέρσες του ΘΟΚ, ήρθαν για να μείνουν στη θεατρική ιστορία. Πρόκειται για μια πραγματικά ρηξικέλευθη παράσταση, που στάθηκε με σεβασμό και σεμνότητα στην αυθεντική πηγή, χωρίς περαιτέρω κειμενικές ενσωματώσεις, εισάγοντας στοιχεία και τεχνικές όχι απλού εντυπωσιασμού αλλά πρωτότυπα και με ουσία ταυτόχρονα. Καθόλου στημένη, αεικίνητη θα την χαρακτηρίζαμε, ως μια νέα -θα αποτολμούσαμε και τον όρο “νεανική”- πρόταση, καθαρή, ουσιώδης και ολοκληρωμένη. Και αν πρέπει να την εντάξουμε σε κάποια θέση εντός του φετινού Φεστιβάλ, κάνοντας την έκπληξη, κέρδισε με το σπαθί της, αν και λιγότερο προβεβλημένη, τον τίτλο της καλύτερης φετινής -τουλάχιστον- επιδαύριας παράστασης.
Η επανάληψή της κρίνεται επιβεβλημένη.