Θεατής: Έλλην Βρυκόλαξ (reloaded) στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς
Εντυπώσεις από την παράσταση του Κωνσταντίνου Ντέλλα που ειδαμε στο χώρο του Ιστορικού Αρχείου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Πειραιώς όπου παρουσιάζεται έως την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου με ελευθερη εισοδο για το κοινό.
Μετά από ένα ταξίδι στον χρόνο (πρωτοπαρουσιάστηκε την άνοιξη του 2013) και τον χώρο (με αφετηρία το Μουσείο Μπενάκη ταξίδεψε στη συνέχεια στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με αποκορύφωμα τη φετινή της στάση σε μουσειακούς κυρίως χώρους) η παράσταση του Κωνσταντίνου Ντέλλα επιστρέφει και πάλι στην Αθήνα -φιλοξενούμενη από το Ιστορικό Αρχείο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Πειραιώς– για να ολοκληρώσει τον κύκλο της.
Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και καθότι δεν αναφερόμαστε μόνο στους μη θεατρικούς χώρους διεξαγωγής της αλλά σε μια ιδιαίτερη σύνθεση, ο όρος project μοιάζει ο πιο κατάλληλος για να αποδώσει το συνολικό αποτέλεσμα.
Στη δεύτερη αυτή λοιπόν εκδοχή, την πιο ανανεωμένη, είναι ακόμα περισσότερο εμφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μια έρευνα σε λαογραφικά μονοπάτια, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάζονται με έκφραση θεατρική. Η μελέτη αυτή επιχειρεί να προσεγγίσει τον όρο «βρυκόλαξ», να κατασκευάσει το προφίλ του, όπως αυτό σκιαγραφείται μέσα στα κείμενα της μεσαιωνικής και νεότερης ελληνικής γραμματείας, να διαπιστώσει την παρουσία των στοιχειών αλλά και τον χειρισμό τους, όπως προκύπτουν από μαρτυρίες της λαογραφίας, της ιστορίας, της λογοτεχνίας, τους τοπικούς μύθους, τις ειδήσεις στις εφημερίδες της εποχής. Τόσο η σύλληψη της ιδιαίτερης αυτής ιδέας και εν συνεχεία έρευνας, αλλά ακόμα περισσότερο η δραματουργική της επεξεργασία από τον Κωνσταντίνο Ντέλλα, αξίζουν τα εύσημα.
Πέντε ηθοποιοί (Αντρέας Κυριακού, Λεμονιά Νταλλαρή, Φανή Παναγιωτίδου, Δέσποινα Ρεμεδιάκη και ο ίδιος ο Ντέλλας) με την κίνηση και τη μουσικότητα του λόγου, τα ιδιαίτερα κοστούμια τους (Κωνσταντίνα Μαρδίκη) -κομμάτια και αυτά της παράδοσης-, αποδίδουν υποδειγματικά αφηγηματικές ιστορίες που αναδεικνύουν δεισιδαιμονίες, προλήψεις και προκαταλήψεις ενός αντι-επιστημονικού, σχεδόν μη ορθολογικού, παρελθόντος.
Ο “βρυκόλαξ” λοιπόν για την περίσταση δεν είναι ο αιμοσταγής δολοφόνος που έχουμε συνηθίσει να συναντάμε, αλλά εκείνος που επιστρέφει στη επίγεια ζωή για να ξεκαθαρίσει εκκρεμότητες. Από την άλλη είναι το επινοημένο από τον λαό πρόσωπο για να του αποδώσει ευθύνες για οικεία κακά ή τις νόσους του καιρού εκείνου.
Η περιήγηση του κοινού στον χώρο θυμίζει την περιπλάνηση των βρυκολάκων που προσπαθούν να βρουν ταυτότητα στον πάνω ή τον κάτω κόσμο, όλοι και όλα εν κινήσει.
Η δημοτική ποίηση, κείμενα του Βαλαωρίτη, εντυπώσεις περιηγητών γύρω από το θέμα και μαρτυρίες από την εμπειρία τους στην ηπειρωτική αλλά κυρίως τη νησιωτική γη μπλέκονται και δίνουν μικρές αυτόνομες ιστορίες που κερδίζουν το ενδιαφέρον των θεατών, παρασύροντας τους σε ένα ταξίδι ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, στις περιοχές του αλλοτινού και του αλλόκοτου. Η περιήγηση του κοινού στον χώρο θυμίζει την περιπλάνηση των βρυκολάκων που προσπαθούν να βρουν ταυτότητα στον πάνω ή τον κάτω κόσμο, όλοι και όλα εν κινήσει.
Με απλότητα -με την έννοια της απουσίας όποιων τεχνικών μέσων-, φαντασία -τα φαγιούμ προσωπεία ένα ωραίο εύρημα εναλλαγής-, πρωτοτυπία – δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ μια τέτοια απεικόνιση της παραλογής «του Νεκρού αδερφού» που προσιδιάζει με εν εξελίξει θρίλερ-, η ομάδα στάθηκε υποδειγματικά, επιδεικνύοντας μια μοναδική ικανότητα ύφους και αισθητικής απέναντι στην παράδοση και τα επιμέρους συστατικά της.