Κάτια Αρφαρά: Εχουμε ευθύνη να προσκαλέσουμε τους θεατές ν’ ανακαλύψουν νέες «περιοχές»
Η καλλιτεχνική διευθύντρια Θεάτρου και Χορού στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα συνεχίσει να συνθέτει τολμηρά προγράμματα και εξηγεί το γιατί. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Μόλις έχει επιστρέψει από το τελευταίο της ταξίδι στη Σιγκαπούρη και μιλάει με τρομερό ενθουσιασμό για το θέατρο της Νοτιανατολικής Ασίας. Βρίσκεται σε συνεννοήσεις για την πρώτη μεγάλη παραγωγή που εγκαινιάζει σε λίγες ημέρες το φετινό προγραμματισμό στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, το πολυαναμενόμενο «Όλα θα πάνε καλά» του Ζοέλ Πομερά, ρίχνει κλεφτές ματιές στην πρόβα της Σοφίας Μαθαράκη που ετοιμάζει το «Ουγκώ: Μια ουτοπία» και ταυτόγχρονα δουλεύει εντατικά στο περιεχόμενο του ανοιξιάτικου Fast Forward Festival και το ρεπερτόριο της επόμενης περιόδου. «Το βλέμμα μου είναι στραμμένο στο τώρα, στο αύριο αλλά είναι και στο χθες. Σκέφτομαι δηλαδή και όσα έχουμε καταφέρει μέχρι στιγμής» σχολιάζει η ίδια.
Όχι, δεν είναι η πρώτη φορά που μνημονεύεται η αφοσίωση της Κάτιας Αρφαρά, της διευθύντριας Θεάτρου και Χορού της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στα καθήκοντα της. Και οπωσδήποτε δεν θα είναι η τελευταία. Μοιάζει, όμως, να είναι η πρώτη φορά που η ίδια – ούσα στις παρυφές της όγδοης σεζόν λειτουργίας του οργανισμού – σχολιάζει αυτή τη συνειδητή της επιλογή και τον καταλυτικό ρόλο της τέχνης στη ζωή της.
Πως σας βρίσκει κάθε φορά το ξεκίνημα μιας νέας περιόδου;
Σε μια στιγμή πολύ δημιουργική. Σαν να έχει προηγηθεί η περίοδος της κύησης και τώρα μπαίνουμε στην αίθουσα τοκετού για να έρθει το παιδί στον κόσμο. Και καθώς υπάρχει πλέον μια απόσταση από τη σεζόν που πρόκειται ν’ αρχίσει – ήδη δουλεύω για την περίοδο 2018-2019 – βλέπω πιο καθαρά πλέον τους συσχετισμούς, το πως συνδιαλέγονται οι παραστάσεις μεταξύ τους, το πως το πρόγραμμα αποκτά μια συγκεκριμένη μορφή.
Πως θα περιγράφατε τη φετινή σεζόν για το Θέατρο και το Χορό στη Στέγη;
Είναι μια ιδιαίτερη χρονιά που οριοθετείται χρονικά από δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα: Τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση και τα 50 χρόνια από το Μάη του ’68. Και τα δυο καθόρισαν τον περασμένο αιώνα και ως τέτοια τα διαχειριζόμαστε για να κοιτάξουμε καθαρότερα το σήμερα. Φέτος, με μεγαλύτερη σαφήνεια από κάθε άλλη χρονιά, η Ιστορία αποτελεί έναν από τους κύριους θεματικούς άξονες του προγραμματισμού. Την προσεγγίζουμε δυναμικά, ανιχνεύοντας εναλλακτικές ερμηνείες, ανεπίσημες αφηγήσεις, μη γραμμικές προσεγγίσεις. Μέσα από αυτές τις διαδρομές επιδιώκουμε να δούμε κριτικά το σήμερα, μια κρίσιμη εποχή μετάβασης όχι μόνο για την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ευρώπη αναζητά μια νέα ταυτότητα, ο εθνικισμός καλπάζει, οι πόλεμοι και οι γεωπολιτικές αλλαγές στη Μέση Ανατολή βρίσκονται σε εξέλιξη κι όλα αυτά μας καλούν να επανεξετάσουμε τη δική μας ταυτότητα. Θα έλεγα πως φέτος διευρύνω και εμβαθύνω την έρευνα που έκανα πριν από δύο χρόνια στο γεωπολιτικό φεστιβάλ «Transitions». Προφανώς στη Στέγη, δεν είμαστε ακτιβιστές, ούτε πολιτικοί. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ερευνήσω πως οι καλλιτέχνες αφουγκράζονται αυτές τις αλλαγές, πως επανεξετάζουν τις έννοιες της Δημοκρατίας, της Επανάστασης, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν είναι τυχαίο που φέτος ανοίγουμε τη σεζόν με την επική παράσταση του Ζοέλ Πομερά «Όλα θα πάνε καλά., ένα θεατρικό γεγονός για τις ιδεολογικές διεργασίες την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, την πολιτική βία και το νόημα της συλλογικής δράσης. Αλλά και με την παράσταση-μανιφέστο της Σοφίας Μαραθάκη η οποία, μέσα από κείμενα του Ουγκώ, μιλάει για την ουτοπία της Ενωμένης Ευρώπης.
Το θέατρο έχει τώρα μεγαλύτερη ευθύνη να ερεθίσει το κριτικό βλέμμα
Η Ιστορία είναι ο ένας άξονας. Οι υπόλοιποι;
Για πρώτη φορά, στρέφουμε το βλέμμα στο αρχαίο δράμα. Το είχαμε αποτολμήσει με τον Κριστόφ Βαρλικόφσκι στην «(Α)pollonia» του – μία λοξή ανάγνωση της «Ορέστειας» και της «Άλκηστης» – αλλά ποτέ πριν δεν είχαν δοκιμαστεί στη Στέγη Έλληνες καλλιτέχνες στο αρχαίο δράμα. Και είναι πολύ σημαντικό που το τολμάμε τώρα, μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο, επιχειρώντας να ανοίξουμε ένα γόνιμο διάλογο με έννοιες όπως πολιτιστική κληρονομιά, συλλογική μνήμη, εθνική ταυτότητα.
Δεν βρίσκετε, παρόλα αυτά, πως είναι οξύμωρο οι καλλιτέχνες να ανακινούν τη συζήτηση περί επανάστασης ενώ η νωθρότητα περιγράφει την κανονική ζωή;
Προφανώς και δεν είμαστε στους δρόμους όπως συνέβη στην αρχή της κρίσης ωστόσο αυτό κάνει επείγον το διάλογο· υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη να μιλήσουμε για τέτοια θέματα κόντρα στη συλλογική νωθρότητα. Το θέατρο έχει μεγαλύτερη ευθύνη να ερεθίσει το κριτικό βλέμμα, να προσκαλέσει το θεατή να συνομιλήσει με την Ιστορία. Όπως λέει και ο Πομερά, έχουμε προχωρήσει τρομακτικά σε τεχνολογικό κι επιστημονικό επίπεδο αλλά σε σχέση με την Ιστορία των Ιδεών βρισκόμαστε ακόμη αντιμέτωποι με τα ίδια πολιτικά αδιέξοδα των Εθνοσυνελεύσεων του 1789.
Θα λέγατε πως η Στέγη παράγει σημαντικές παραστάσεις, σημεία αναφοράς για το μέλλον;
Το γεγονός ότι ξεκίνησαν να περιοδεύουν ελληνικές παραγωγές στο εξωτερικό – αρχής γενομένης από το «Late night» των Blitz και την «Καθαρή πόλη» των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη – είναι ένα δείγμα πως έχουμε μπει σε διάλογο με τη διεθνή σκηνή. Αυτή τη χρονιά επιχειρούμε μη συμβατικές αναγνώσεις κλασικών έργων, προκαλούμε ενδιαφέρουσες συναντήσεις δημιουργών – θα φέρω ως παράδειγμα τη φετινή σύμπραξη του Δημήτρη Καραντζά με τον Ευθύμη Φιλίππου ή την πρόσκληση του Ρώσου σκηνοθέτη Κονσταντίν Μπογκομόλοφ να δουλέψει με Έλληνες ηθοποιούς πάνω στον Ντοστογιέφσκι. Όπως κάθε χρόνο, ο προγραμματισμός εστιάζει σε καλλιτεχνικές προτάσεις που πειραματίζονται τόσο με τη φόρμα όσο και με το περιεχόμενο, που αρθρώνουν κριτικό λόγο στο σήμερα, που εμπλέκουν συλλογικότητες της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό το στίγμα της Στέγης ολοένα διευρύνεται και εμβαθύνει. Τώρα το τι θα απομείνει από όλο αυτό το εγχείρημα στο μέλλον θα το κρίνει η…Ιστορία· μην ξεχνάτε πως δεν έχουμε ακόμα συμπληρώσει ούτε καν δέκα χρόνια λειτουργίας.
Ωστόσο, τι έχει αλλάξει στο πέρασμα των χρόνων; Πως έχει ωριμάσει το προφίλ της Στέγης;
Νομίζω πως είναι πιο διαυγές αυτό που κάνουμε: Μας αφορά αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Αθήνα και στις πόλεις του κόσμου, ανοίγουμε συζητήσεις χωρίς να κάνουμε πολιτική και δεν κάνουμε παραστάσεις που απλώς εισηγούνται μια ακόμα ανάγνωση ενός κλασικού υλικού. Συστήνουμε καλλιτέχνες που επιχειρούν αντισυμβατικές προσεγγίσεις, δίνουμε βήμα σε νέους δημιουργούς να κάνουν παραστάσεις στην κεντρική σκηνή – κι αυτό είναι δόκιμο – στηρίζουμε το νέο ελληνικό έργο.
Αν είχα στο μυαλό μου τι αρέσει απλώς στο κοινό δεν θα μπορούσα να συνθέσω ένα τολμηρό πρόγραμμα
Σας ακούω σίγουρη. Είστε, κάθε φορά, σίγουρη για το ρεπερτόριο;
Σίγουρη δεν είμαι και δεν θα είμαι ποτέ. Υπάρχουν σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα που ανακαλύπτω στα ταξίδια μου στο εξωτερικό και που θεωρώ πως έχει ενδιαφέρον να τα δούμε σήμερα στην Αθήνα, υπάρχουν διεθνείς παραγωγές στις οποίες συμμετέχουμε ως συμπαραγωγοί και παίρνουμε το ρίσκο να εμπιστευτούμε έναν καλλιτέχνη για ένα συγκεκριμένο project – όπως για παράδειγμα συμβαίνει φέτος με τη νέα δουλειά του Ακραμ Καν εμπνευσμένη από τον μύθο του Προμηθέα που θα κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στη Στέγη αλλά και με τη νέα δουλειά του Αλέν Πλατέλ – υπάρχουν οι νέες παραγωγές που κάνουμε κάθε χρόνο με Έλληνες δημιουργούς τους οποίους επίσης εμπιστευόμαστε. Από εκεί και πέρα, αυτό που θα προκύψει είναι απολύτως ανοιχτό. Γι’ αυτό και σε κάθε πρεμιέρα βιώνω την ίδια αγωνία – λες και βρίσκομαι στη σκηνή.
Δηλαδή, δεν κινείστε καθόλου εκ του ασφαλούς;
Όσο ασφαλής μπορεί να είναι η πρόσκληση του Ρομπέρ Λεπάζ, ενός διεθνώς αναγνωρισμένου καλλιτέχνη, για δεύτερη φορά στην Ελλάδα. Ωστόσο, δεν μπορώ να γνωρίζω πως θα λειτουργήσει το «πείραμα» του Πομερά στο αθηναϊκό κοινό ή το ανορθόδοξο σκηνικό εγχείρημα του Ουάελ Σόκι, καταξιωμένου εικαστικού στη διεθνή σκηνή αλλά σχεδόν άγνωστου στην Ελλάδα, που θα ανεβάσει στα αραβικά το «Ασμα του Ρολάνδου», το μεσαιωνικό έπος που κυοφορεί την ιδέα των Σταυροφοριών. Επιπλέον, η πρόσληψη κάθε παράστασης επηρεάζεται από την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Όμως, αυτή είναι η γοητεία του θεάτρου· το απρόβλεπτο της φύσης του και της αντίδρασης του κοινού σ’ αυτό.
Νιώθετε μεγαλύτερη ικανοποίηση με μια sold out παράσταση ή με μια παράσταση που καταθέτει μια καινούργια πρόταση;
Προφανώς, μια γεμάτη αίθουσα 880 θέσεων με “δύσκολες” επιλογές με γεμίζει χαρά. Ωστόσο αυτό που έχει σημασία είναι όταν η αίθουσα, γεμάτη ή μισογεμάτη, επικοινωνεί πραγματικά με αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή. Όταν σκηνή και πλατεία γίνονται ένα, μια εφήμερη κοινότητα που μοιράζεται αυτό που συμβαίνει «εδώ και τώρα». Τις νιώθω αυτές τις στιγμές, τις καταλαβαίνω από τη συγκέντρωση του κοινού, από την εκκωφαντική ησυχία, από το ειλικρινές χειροκρότημα…
Αναγνωρίσατε ποτέ στον εαυτό σας έναν υπερβάλλοντα ζήλο για τη νεωτεριστική τέχνη, την οποία ενδεχομένως δεν αντέχει το μεγαλύτερο κοινό;
Μα ποιος καθορίζει τι «αντέχει» το κοινό; Ποιος βάζει τα όρια; Προσωπικά, αν είχα στο μυαλό μου τι αρέσει απλώς στο κοινό δεν θα μπορούσα να συνθέσω ένα τολμηρό πρόγραμμα. Αυτό που σκέφτομαι, είναι τι είναι αυτό που θα το αφορά, πώς θα μπορούσε να έρθει σε επαφή με άγνωστους σκηνικούς κόσμους, νέους δημιουργούς, απροσδόκητες προτάσεις. Θεωρώ πως έχουμε ευθύνη να προσκαλέσουμε τους θεατές να ανακαλύψουν μαζί μας νέες «περιοχές». Το θέατρο άλλωστε είναι μια πνευματική και ταυτόχρονα σωματική εμπειρία. Και πιστεύω πως το κοινό που έρχεται στη Στέγη αυτό αναζητά. Είναι φιλοπερίεργο και ανοιχτό να «αντέξει» μη αναμενόμενες προτάσεις, να πάρει το ρίσκο. Τελικά, όλα αυτά ορίζονται από μια σχέση εμπιστοσύνης – έτσι ώστε όταν προκύψει η αποτυχία να γίνεται αντιληπτό πως πίσω της βρίσκονται «καλές προθέσεις». Να είναι ξεκάθαρο πως κριτήριο για τις επιλογές και τις προτάσεις μας δεν είναι η πρόκληση για την πρόκληση αλλά η ανάγκη μας να διερευνήσουμε και να δοκιμάσουμε καινούργια πράγματα.
Η επιδραστικότητα ενός οργανισμού είναι καθαρά ζήτημα περιεχομένου
Πιστεύετε πως η Στέγη θα ήταν το ίδιο επιδραστική στο αποτύπωμα της στον ελληνικό πολιτισμό αν διέθετε λιγότερα χρήματα;
Το γεγονός ότι η Στέγη είναι οικονομικά αυτόνομη και μπορεί να προγραμματίζει από τώρα τι θα επιχειρήσει την επόμενη και τη μεθεπόμενη χρονιά είναι αναμφίβολα πολύ σημαντικό. Ειδικά, στη σημερινή κατάσταση όπου τίποτα δεν είναι δεδομένο, όπου η καθημερινότητα μας είναι ρευστή, η κοινωνία των πολιτών εύθραυστη και η οικονομική κατάσταση παραμένει δυσχερής. Από την άλλη, η επιδραστικότητα της Στέγης δεν καθορίζεται από την οικονομική της δύναμη. Μπορεί ένας οργανισμός να διαθέτει πολλά χρήματα και το πολιτιστικό προϊόν που παράγει να μην διεισδύει στον κόσμο· μπορεί, πάλι, να έχει λιγότερα χρήματα αλλά να προτείνει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα που να μας αφορά. Κατά την προσωπική μου γνώμη λοιπόν, η επιδραστικότητα ενός οργανισμού είναι καθαρά ζήτημα περιεχομένου – ακόμα κι αν μιλάμε για ένα μεγάλο οργανισμό όπως είναι η Στέγη.
Μπορείτε να ορίσετε τους επόμενους σας στόχους;
Θα ήθελα το φετινό εγχείρημα πρόσκλησης ενός ξένου καλλιτέχνη να δουλέψει με ελληνικό δυναμικό να συνεχιστεί και να συμβεί και στον χορό, θα μ’ ενδιέφερε να διευρύνουμε το διάλογο με τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς και – γιατί όχι – ν’ αναθέσουμε σκηνοθεσίες ελληνικών έργων σε ξένους καλλιτέχνες, να ενδυναμώσουμε τη συνεργασία μας με τις συλλογικότητες της πόλης, να ενισχύσουμε την καλλιτεχνική έρευνα και τη συνεργασία με πανεπιστημιακά ιδρύματα, να δούμε μεγαλύτερο αριθμό παραγωγών μας να περιοδεύουν στο εξωτερικό μέσα από συνέργειες.
Πλέον και – παρότι είχατε μια πληθωρική πορεία πριν τη Στέγη – είστε άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί της. Τι ρόλο έχει διαδραματίσει η Στέγη στην πορεία σας;
Τεράστιο. Η ανάληψη καθηκόντων στη Στέγη ήρθε μετά από μια δεκαετία παραμονής στο Παρίσι κατά την οποία ολοκλήρωσα το διδακτορικό μου και εργαζόμουν στον ακαδημαϊκό χώρο και σηματοδότησε μια μεγάλη στροφή: Από τη θεωρία και την ανάλυση πέρασα στο κομμάτι της παραγωγής και της καλλιτεχνικής επιμέλειας. Συνειδητοποίησα πάντως γρήγορα, πως η ακαδημαϊκή μου διαδρομή και η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι συγκοινωνούντα δοχεία – με την έννοια πως το ένα τροφοδοτεί συνεχώς το άλλο. Ως καλλιτεχνική διευθύντρια επιδίωξα να ταξιδέψω σ’ όλο τον κόσμο καθώς πιστεύω πως ο καλλιτεχνικός προγραμματισμός οφείλει να είναι διεθνής και όχι μόνο ευρωκεντρικός. Το άνοιγμα που επιχειρούμε στη Στέγη από τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιανατολική Ασία ως τη Λατινική Αμερική μας παροτρύνει να βγούμε από τον μικρόκοσμό μας και να δούμε τους συσχετισμούς που υπάρχουν με άλλες περιοχές του πλανήτη.
Φαντάζεστε τον εαυτό σας μετά τη Στέγη;
Αυτή τη στιγμή, είμαι τόσο βαθιά εμπλεκόμενη με τα της Στέγης, ώστε νιώθω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από αυτό. Συνεπώς δεν σκέφτομαι το «μετά».
Η Στέγη είναι το σπίτι σας, μ’ έναν τρόπο;
Σε μεγάλο βαθμό ναι. Εδώ περνάω τις μέρες και τα βράδια μου.
Αυτή τη στιγμή, είμαι τόσο βαθιά εμπλεκόμενη με τα της Στέγης, ώστε νιώθω πως δεν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από αυτό
Φαντάζεστε τον εαυτό σας να αναλαμβάνει μια αντίστοιχη θέση σε δημόσιο οργανισμό παραστατικών τεχνών;
Μόνο στην περίπτωση που αλλάξουν οι διαδικασίες και οι διευθυντές δεν τοποθετούνται με πολιτική απόφαση.
Κι αν προέκυπτε μια πρόταση από ευρωπαϊκό θεσμό;
Εξαρτάται από τον ευρωπαϊκό θεσμό.
Η δουλειά σας φαίνεται να διεκδικεί μεγάλο κομμάτι της ζωής σας. Μετανιώνετε γι’ αυτό;
Όχι, δεν μετανιώνω. Η καθημερινότητα μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Στέγη, έχουν γίνει πλέον «ένα». Είναι υποθέτω αναπόφευκτο για όποιον αγαπά πολύ αυτό που κάνει.
Η τέχνη εξακολουθεί να σας προκαλεί εφηβικό ενθουσιασμό;
Δυστυχώς, ναι. Δεν έχω ωριμάσει καθόλου στη σχέση μου μαζί της, παραμένω έφηβη. Η μόνη διαφορά που παρατηρώ είναι πως, με τα χρόνια, γίνομαι όλο και πιο απαιτητική. Γι’ αυτό και προσπαθώ κάθε φορά που βλέπω μια παράσταση να έχω τις κεραίες μου ανοιχτές, να την παρακολουθώ πρώτα ως θεατής και μετά ως curator. Δεν έχω μπει ποτέ σε μια παράσταση σκεπτόμενη «για να δούμε, θα το αγοράσουμε αυτό;». Η λογική του καλλιτεχνικού shopping με βρίσκει αντίθετη.
Μπορείτε να θυμηθείτε μια πρόσφατη αλλά ζωηρή θεατρική εμπειρία;
Η συγκλονιστική νέα δουλειά της Λία Ροντρίγκεζ που είδα τον Αύγουστο στο φεστιβάλ Theater Spektakel της Ζυρίχης, μια παράσταση-τελετουργία για τη ριζοστικοποίηση του κόσμου. Αλλά και η τολμηρή δουλειά του Ισραέλ Γκαλβάν στο Παπικό Παλάτι στην Αβινιόν τον Ιούλιο που δούλεψε για πρώτη φορά με μια βυζαντινή χορωδία κλείνοντας την παράστασή του με τον αναστάσιμο ύμνο.
Δεν έχω μπει ποτέ σε μια παράσταση σκεπτόμενη «για να δούμε, θα το αγοράσουμε αυτό;»
Υπάρχει μια παράσταση που σας καθόρισε σε προσωπικό επίπεδο;
Ο «Αμλετ» του Καστελούτσι στην Ταορμίνα το 2001. Ήταν για μένα ένα σοκ σωματικό και διανοητικό. Το είδα την περίοδο που ετοιμαζόμουν να φύγω για Παρίσι και αποφάσισα να αφιερώσω το διδακτορικό μου σε αυτό το «είδος» θεάτρου, ένα θέατρο-βίωμα που έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος.