Όλα θα πάνε καλά / Το τέλος του Λουδοβίκου στη Στέγη: Όταν όλοι έχουν (από την πλευρά τους) δίκιο…
Η παράσταση του Ζοέλ Πομερά «Όλα θα πάνε καλά (1) / Το τέλος του Λουδοβίκου», που είδαμε στη Στέγη εγκαινίασε με τον καλύτερο τρόπο την καινούργια σεζόν. Μ’ ένα θέατρο που ξαναβρίσκει την πρώτη του, συναρπαστική σχέση με την Αγορά, όχι προϊόντων αλλά ιδεών, εκεί που ο λόγος άλλοτε προηγείται της δράσης και την υποδεικνύει κι άλλοτε, σε ασθμαίνοντα συγχρονισμό μαζί της, προσπαθεί να ελέγξει σύνθετες εμπλοκές και συνέπειες και να ορίσει αυτό που πρέπει να γίνει.
Εδώ δύο βασικοί δραματουργικοί όροι, η συνθήκη αιχμής και η σύγκρουση, μεγεθύνονται κατά τρόπο που να μπορούν να περιλαμβάνουν πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους ως συλλογικά υποκείμενα. Ακόμη και ο Λουδοβίκος 16ος, το μοναδικό ιστορικό πρόσωπο του έργου που υπάρχει με το όνομά του, εκφράζει το φαντασιακό της πλειοψηφίας, μια οντότητα σχεδόν θεϊκή, που μπορεί να εξασφαλίζει δικαιοσύνη, ασφάλεια και ευημερία. Αναλόγως διαστέλλεται ο δραματικός χρόνος έτσι ώστε να ζωντανεύει η εκρηκτική περίοδος της διετίας 1789-1790, αποκαλύπτοντας το πλέον ενδιαφέρον για μας σήμερα: σε μια μεταβατική εποχή, όταν συμβαίνει ένα γεγονός τομής και ρήξης, ουδείς μπορεί με σιγουριά να προβλέψει τι ακριβώς θα επακολουθήσει, τι θα αλλάξει, ποιες θα είναι οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες, ποια μορφή θα έχει η καινούργια κατάσταση.
Η Γαλλική Επανάσταση δεν υπήρξε αποτέλεσμα σχεδίου και δράσης συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού ή κινήματος. Ούτε συνδέεται με κάποιον χαρισματικό ηγέτη που είχε τη δύναμη να συνεπαίρνει και να οδηγεί τα πλήθη. Προέκυψε από την αφύπνιση μεγάλων συνόλων του πληθυσμού: των αγροτών και των λαϊκών τάξεων των πόλεων που πεινούσαν, της αστικής τάξης που ήλεγχε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή αλλά δεν είχε πολιτική εξουσία, των ευγενών που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να αποδυναμώσουν προς όφέλος τους την απόλυτη μοναρχία. Για διαφορετικούς λόγους από υποκείμενα αντικρουόμενων συμφερόντων διαμορφώθηκε συνθήκη γενικευμένης εξέγερσης. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να προβλεφθεί η τελική έκβαση της διαδικασίας που ξεκίνησε με την Συνέλευση των Τριών Τάξεων που συγκάλεσε ο βασιλιάς μπροστά στο οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο που βρίσκονταν η Γαλλία.
Η παράσταση του Πομερά καταφέρνει να ξεφύγει από τα συγκεκριμένα ιστορικά όρια και να αξιοποιήσει τη ρητορική εκείνης της, μακρινής πια, εποχής, για να θέσει ερωτήματα στη δική μας
Στο πλαίσιο αυτό, ενός ρευστού από συγκρουσιακές δυναμικές που συγκυριακά διαμορφώνουν ενιαίο μέτωπο, δικαιολογούνται οι ερευνητές και ιστορικοί που επανεξετάζουν το αφήγημα της Γαλλικής Επανάστασης στα σημεία του. Για παράδειγμα τη σημασία του συνθήματος «Liberté, égalité, fraternité» και ειδικά των όρων «Ισότητα» και «Αδελφοσύνη». Ισότητα ποιού με ποιον, ως προς τί και με τι; Και ποια αδελφοσύνη (έννοια χριστιανική) μπορεί να βρει εφαρμογή σ’ ένα πεδίο πολέμου οικονομικής και πολιτικής φύσης; Παρά την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (26.8.1789) και το πρώτο Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1791, η κατάσταση των αγροτών και των λαϊκών μαζών το 1815, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, δεν ήταν καλύτερη απ’ αυτήν του 1789.
Η παράσταση του Πομερά καταφέρνει κάτι πολύ πιο σημαντικό: να ξεφύγει από τα συγκεκριμένα ιστορικά όρια και να αξιοποιήσει τη ρητορική εκείνης της, μακρινής πια, εποχής, για να θέσει ερωτήματα στη δική μας. Στον τρόπο που ο σκηνοθέτης διαχειρίζεται το δραματουργικό υλικό του, συντεθειμένο σε μεγάλο βαθμό από λόγους που εκφωνήθηκαν στη Συνέλευση των Τριών Τάξεων και στην Εθνοσυνέλευση/Συντακτική Συνέλευση, ο θεατής αντιλαμβάνεται τα όρια της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης. Δεν πρόκειται μόνο για «οντολογικής τάξης» ατέλειες της δημοκρατίας, καθώς στη δημοκρατία πρέπει να γίνονται σεβαστοί ακόμη κι αυτοί που όχι μόνο δεν σέβονται, αλλά και αντιμάχονται τα δημοκρατικά ήθη. Δεν είναι μόνο οι ατέλειες των θεμελιωδών εννοιών που στηρίζουν την δημοκρατία, σαν κι αυτή που επισημαίνει ο Καμί: «Μια συμμετρική σχέση ελευθερίας και δικαίου δεν είναι απλή υπόθεση», γράφει, «Ελευθερία για όλους σημαίνει ελευθερία για τον τραπεζίτη και ελευθερία για τον φιλόδοξο: να την αμέσως η θεμελίωση της αδικίας».
Ακόμη και σε επίπεδο πρακτικής η πολιτική ως λόγος που οδηγεί σε συγκεκριμένες επιλογές είναι σχετικής εγκυρότητας. Το λέει ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική» του: λίγες μόνο από τις προκείμενες των ρητορικών συλλογισμών είναι απολύτως αληθινές γιατί τα πιο πολλά απ’ αυτά που εξετάζουμε και κρίνουμε μπορούν να έχουν και μία άλλη διαφορετική ερμηνεία, ειδικά οι ανθρώπινες πράξεις. Οι συλλογισμοί μας τις περισσότερες φορές βασίζονται σε πιθανότητες κι ενδείξεις. Επιπλέον ο υποκειμενικός υπολογισμός ακυρώνει την αντικειμενική εκτίμηση, αν μπορεί να υπάρξει τέτοια σε κοινωνίες εν βρασμώ όπου το τυχαίο και η σύμπτωση ουκ ολίγες φορές δρουν καταλυτικά στις εξελίξεις.
Ο Ζοέλ Πομερά χωρίζει την σκηνική πράξη σε 24 σκηνές. Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί του άλλοτε πάνω στην σκηνή, άλλοτε στη σκηνή και στην πλατεία μεταμορφώνουν το θεατρικό χώρο σ’ ένα χώρο συνέλευσης, εντάσσοντας και το κοινό της παράστασης σ’ αυτήν (που, όντας αδρανές και παθητικό, λειτουργεί ως μεταφορική εικόνα για την πολιτική αδράνεια της πλειονότητας της σύγχρονης, πεπαιδευμένης και καλλιεργημένης αστικής τάξης, του κατεξοχήν οικείου κοινού τέτοιου είδους παραστάσεων).
Ένα ακόμη στοιχείο με γοήτευσε σ’ αυτήν την παράσταση: πώς ένα θέατρο λόγου, αποκαλυπτει το ρευστό των αντιδράσεων και των συμπεριφορών των πολιτικών υποκειμένων στις κρίσιμες, ακόμη περισσότερο στις επαναστατικές, διαδικασίες.
Θα φαινόταν πιο καθαρά αν ο Πομερά παρακολουθούσε πχ τον Ροβεσπιέρο στο διάστημα από την αρχή της Επανάστασης, τότε που ήταν πρότυπο ηθικής ακεραιότητας, έως τον χρόνο της Τρομοκρατίας (1793-4) όταν, τύρρανος πια, υποστήριζε ότι βάση μία κυβέρνησης του λαού είναι η αρετή και ο τρόμος, «αρετή, χωρίς την οποία ο τρόμος είναι ολέθριος και τρόμος χωρίς τον οποίο η αρετή είναι ανίσχυρη».
Η παράσταση έχει μεγάλη διάρκεια, σχεδόν 5 ώρες, για κάποιους κουραστική, για άλλους δικαιολογημένη από το εύρος και την σημασία των ιδεών που την κινούν, ειδικά σε μια εποχή σαν τη δική μας που η Ευρώπη και η αστική δημοκρατία, σ’ έναν κόσμο γοργά μεταβαλλόμενο, πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τις ιδρυτικές αρχές της. Όσο με αφορά, μια καθόλα σημαντική παράσταση.