Η Μάχη των Φύλων
Ένας αγώνας τένις που έγινε το 1973 μετατράπηκε σε μέγιστο πολιτικό ζήτημα για την ισότητα των δύο φύλων.
Ο συγκλονιστικός αγώνας τένις το 1973 ανάμεσα στην παγκόσμια πρωταθλήτρια Μπίλι Τζιν Κινγκ (Έμμα Στόουν) και τον πρώην πρωταθλητή και δηλωμένο σωβινιστή Μπόμπι Ριγκς (Στιβ Καρέλ) έμεινε στην ιστορία ως η Μάχη των Φύλων κι έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή αθλητικά eventς όλων των εποχών καθηλώνοντας εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο.
Όσοι αγνοούν το εν λόγω αθλητικό γεγονός δύσκολα θα πιστέψουν τα μάτια τους για όσα δουν (και κυρίως με όσα «τέρατα» ακούσουν τα αυτιά τους!).
Όλα ξεκίνησαν από έναν φαφλατά, φαλλοκράτη όπως ο παλαίμαχος πρωταθλητής του τένις Μπόμπι Ριγκς που θεωρούσε ότι ακόμη και στην ηλικία του (55 ετών) μπορούσε να νικήσει οποιαδήποτε γυναίκα τενίστρια επειδή «ο άντρας είναι απλώς ανώτερος από τη γυναίκα σε όλα και η θέση της τελευταίας είναι μοναχά στην κουζίνα και την κρεβατοκάμαρα»!
Φυσικά οι προκλητικές αυτές δηλώσεις ξεσήκωσαν τις αμερικανίδες φεμινίστριες και δεν έμειναν αναπάντητες, αναγκάζοντας την πρωταθλήτρια του τένις Μπίλι Τζιν Κινγκ να δεχτεί το στοίχημα που είχε βάλει ο Ριγκς («δίνω 100.000 δολάρια σε όποια τενίστρια καταφέρει να με κερδίσει σε ματς που θα κριθεί στα τρία νικητήρια σετ»). Η ταινία δεν μένει στο επίπεδο των εντυπώσεων που προκαλούνται από τις εκατέρωθεν δηλώσεις των πρωταγωνιστών ή από την τελική έκβαση του αγώνα, αλλά δίνει με επιτυχία τον παλμό της εποχής, χρησιμοποιώντας μάλιστα αρχειακό υλικό με δηλώσεις επωνύμων πριν από το μεγάλο αγώνα που συμφωνούσαν με τις απόψεις του Ριγκς.
Ένας αγώνας τένις λοιπόν που μετατρέπεται σε σόου (παλιά μου τέχνη κόσκινο made in USA) και πυροδοτεί μία παγκόσμια συζήτηση πάνω στο θέμα της ισότητας των φύλων – εξυπηρετώντας έτσι το φεμινιστικό κίνημα- που παρουσιάζεται όμως χωρίς περαιτέρω εκπλήξεις αν και το χιούμορ σε πολλά σημεία σώζει την ταινία από τη μετριότητα. Το πιο δυνατό σημείο του φιλμ είναι η οσκαρική ερμηνεία της Στόουν που εναλλάσσεται μεταξύ των προσωπικών της φόβων και την αναζήτηση της σεξουαλικής της ταυτότητας και το βάρος της ευθύνης που αναλαμβάνει γνωρίζοντας ότι μια πιθανή αποτυχία της θα έχει ολέθριες συνέπειες για μια ολόκληρη γενιά φεμινισμού.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης